—της Μαρίας Τοπάλη—
«Επιτέλους, μπορώ να περπατώ στο δρόμο ανενόχλητη!», ήταν η μεθυστική σκέψη που με κυρίευσε όταν, έχοντας κλείσει μόλις τα 18, βρέθηκα να βολτάρω στους δρόμους του ψυχροπολεμικού ακόμα Βερολίνου. Ήταν αρχές της 10ετίας του 80 και (προ)ερχόμουν από μια ζορισμένη χώρα του βαλκανικού νότου. Όχι, δεν είχα μεγαλώσει σε χωριό, ούτε σε κωμόπολη. Οι εμπειρίες μου, ήδη πλουσιότατες στα 18 μου χρόνια σε σεξουαλικές παρενοχλήσεις, έργω και λόγω, προέρχονταν από την αστική Θεσσαλονίκη, στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα, και από την μητροπολιτική Αθήνα, στην οποία σπούδαζα.
Δυο συνθήκες, τουλάχιστον, επέσυραν στο 80% των περιπτώσεων του καιρού εκείνου, σεξουαλική παρενόχληση. Και για τις δυο είχαμε προειδοποιηθεί από τις μανάδες. Μας είχαν πει «να μη φωνάξουμε» αλλά να προσπαθήσουμε «να προφυλαχθούμε». Η μία ήταν το λεωφορείο. Η άλλη, να περπατάς στον δρόμο μόνη. Αλλά και δυο κορίτσια, και τρία μαζί, δεν ήταν άσχημος στόχος για τους παρενοχλούντες. Υπήρχε και μια τρίτη συνθήκη, όπου η παρενόχληση «έπιανε» το 100% των περιπτώσεων: να καθίσεις μονάχη σου για καφέ. Γι’ αυτή τη συνθήκη δεν σε προειδοποιούσε καμία μητέρα γιατί ήταν απλά εκτός συζήτησης ότι θα έκανες τέτοιο πράγμα.
Ήταν, όμως, ευτυχώς ταυτόχρονα και η εποχή που το γυναικείο κίνημα δυνάμωνε και εκδηλωνόταν δημόσια. Όσες από εμάς είχαμε την τύχη (και την τιμή) να συμμετέχουμε έστω στις παρυφές του, είχαμε αποκτήσει επιτέλους μιαν εσωτερική ασπίδα αξιοπρέπειας. Αντί να βουλιάζουμε στον φόβο και στον βουβό θυμό, αντί να ενοχοποιούμε το σώμα και το ντύσιμό μας για τη –διαρκή και επιθετική- σε βάρος μας παρενόχληση, αντί να το παίρνουμε ελαφρά, σαν εκδήλωση του «μεσογειακού ταμπεραμέντου», δασκαλευτήκαμε και δασκαλέψαμε η μια την άλλη: στο εξής, θα σκίζαμε το παραβάν. Θα αντιδρούσαμε, εκεί, επί τόπου. Θα βάζαμε τους σκιώδεις –ή μήπως τους εν δυνάμει;- βιαστές στη θέση τους…
Διαβάστε τη συνέχεια στο dim/art