«Ηθικές αμοιβές»: αυτός είναι ο τίτλος του υπηρεσιακού εγγράφου με το οποίο απονέμεται ο τίτλος «του Υποναυάρχου επί τιμή», ο «Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξεως» καθώς και «το Μετάλλιο Εξαίρετων πράξεων» στην «κορυφαία ηρωίδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα». Ο ιστορικός που θα μελετήσει τις ιδεολογικές χρήσεις του ‘21 στη νεότερη και σύγχρονη ιστορία —ιδίως τώρα που πλησιάζουμε στη 200ή επέτειο του Αγώνα— σίγουρα θα σταματήσει σε αυτό το έγγραφο αλλά και στη διαδικτυακή διάχυση και πρόσληψη του. Το ενδιαφέρον δεν είναι μόνο οι συνειρμοί που δημιούργησε η υστερόχρονη αποδιδόμενη τιμή και η σύνδεση της με την ακόμη αδικαίωτη «υπολοχαγό Νατάσα» και τον «αστυνόμο Θεοχάρη»? το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο το έγγραφο συνιστά υπόδειγμα θεσμικής «τρολιάς» και παρωδίας της ιστορικής μνήμης.
Η συγκυρία φαίνεται άλλωστε ότι ευνοεί την παρωδία, μιας και σε παλαιότερες αναρτήσεις του κ. Χρ. Πρωτοπαπά (νέου προέδρου του ΕΛΔΟ στη θέση του παραιτηθέντος κ. Κριμιζή), ο πρόεδρος αναφέρεται με θερμά λόγια στον Άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, τον οποίο αποκαλεί «Σοφό Άγιο της Τεχνολογίας». Ο ίδιος «πρόεδρος» άλλωστε στις 3 Απριλίου του 2016, σχολίαζε με τα εξής λόγια τις φωτογραφίες του από το Σούνιο: «Η Ελλάδα και η Ρωμιοσύνη δεν πεθαίνει ποτέ κουφάλες ευρωπαίοι. Όταν εμείς κτίζαμε ναούς και γράφαμε κωμωδίες και τραγωδίες εσείς ζούσατε στις λάσπες, τρώγατε ωμό κρέας και μιλούσατε άπλυτοι με άναρθρες κραυγές». Με αφετηρία αυτά τα μικρά και μάλλον ασήμαντα επεισόδια της δημόσιας σφαίρας, μπορούμε να σκεφτούμε ξανά τις όψεις της εθνολαϊκιστικής ταυτότητας της κυβέρνησης σήμερα.
Τι είναι άραγε ο «συριζανελισμός»; Είναι μια απλή έφοδος στην εξουσία δύο ετερόκλητων κομμάτων που αξιοποίησαν απλώς τη φθορά του παλαιού πολιτικού συστήματος; Ή είναι ένας ατελής «αριστεροδεξιός» λαϊκισμός που αναδιατυπώνει γνώριμα και σταθερά στερεότυπα ως συστατικά στοιχεία του νέου «ριζοσπαστικού» δεσμού ανάμεσα στο λαό και το έθνος; Στην πραγματικότητα, η συγκυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βασίστηκε στη συναίρεση δύο «εθνολαϊκισμών»: δύο συμπληρωματικών, δηλαδή, ιδεολογικοπολιτικών λόγων, που ο ένας υπερτονίζει το στοιχείο του έθνους (και της εθνικιστικής ρητορικής) και ο άλλος υπερτονίζει την κοινωνική διαμαρτυρία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση, την Ευρώπη, τις ελίτ, τις «κουφάλες» κλπ. Η επιτυχία της συγκυβέρνησης οφείλεται ακριβώς σε αυτό το αρκετά πρωτότυπο πείραμα συνύπαρξης των δύο λαϊκισμών που εμπεριέχουν τη Μπουμπουλίνα, τον Άγιο Πορφύριο, την καταγγελία για τους «ξένους», και βεβαίως τα πεπρωμένα ενός αντιστασιακού έθνους με υπερβατική αποστολή ανά τους αιώνες. Το εθνικιστικό και ετεροφοβικό περιεχόμενο αυτού του λόγου ένωσε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις του κοινωνικού και εκλογικού ρεύματος και, παρ’ όλες τις μεταλλάξεις της βίαιης προσγείωσης του ΣΥΡΙΖΑ στην πραγματικότητα, διαμόρφωσε ένα σταθερό εθνικολαϊκιστικό ύφος της εξουσίας? ένα ύφος που εκδηλώνεται με κάθε τυχαία ή προβλεπόμενη αφορμή, βασισμένο σταθερά πάνω σε μια αναμυθολόγηση του μύθου.
Στην πραγματικότητα, κανένα από τα ρητορικά υλικά που χρησιμοποιεί ο «συριζανελισμός» δεν είναι καινούργιο: ο εθνικισμός και η αντιπαγκοσμιοποίηση ήταν η χρυσή συνταγή για μια νέα κοινωνική κινητοποίηση, που είχε ωστόσο προετοιμαστεί διαταξικά, διαπολιτικά και διακομματικά εδώ και πολλά χρόνια. Ήταν το ρεύμα και συνάμα το απόθεμα ενός διάχυτου νοοτροπιακού λαϊκισμού[1] που εκδηλώθηκε και αναζωπυρώθηκε μέσα στις συνθήκες μιας μείζονος κρίσης, συνδέοντας τους καταγωγικούς και ιδρυτικούς μύθους της εθνικής ανεξαρτησίας με τα αντι-παγκοσμιοποιητικά ανακλαστικά μιας παλαιοημερολογίτικης αριστεράς, που ζούσε (και ζει) διαχρονικά με το όραμα ενός «μαγικού αντι-καπιταλισμού». Η αναδιατύπωση των στερεοτύπων και η ένταξή τους μέσα σε νέα συμφραζόμενα, το κυρίαρχο δηλαδή χαρακτηριστικό της «μυθικής» διαδικασίας, όπως έχει δείξει, εδώ και δεκαετίες, ο Ρολάν Μπαρτ, είναι πιο δόλιο ακόμα και από τον ίδιο το μύθο. Το «μυθικό» υπερβαίνει τον μύθο. Μικρή σημασία έχει αν η αναμυθολόγηση του μύθου αφορά τη Μπουμπουλίνα, τον Άγιο Πορφύριο ή το ψεκασμένο διάστημα στο οποίο ζουν ο υπουργός κ. Παππάς και ο πρόεδρος κ. Πρωτοπαπάς. Το μόνο που ενδιαφέρει είναι αν, ενόψει της κάλπης των εκλογών ή της επετείου του Αγώνα, οι νεκροί αγωνιστές του ’21 θα μετατραπούν και αυτοί σε κλόουν που οδηγούν φρεγάτες με βαθμό «υποναυάρχου».
[1] Ανδρέας Πανταζόπουλος, Ο αριστερός εθνικολαϊκισμός 2008-2013, Επίκεντρο, Αθήνα, σ. 166.