Είμαστε έρημοι σαν παιδιά που έχουν χαθεί στο δάσος. Όταν στέκεσαι μπροστά μου και με κοιτάς, πώς να γνωρίζεις για τις λύπες που ζουν εντός μου, και πώς εγώ για τις δικές σου λύπες; Κι ακόμα κι αν έπεφτα στα πόδια σου και σου τις διηγιόμουν, τι παραπάνω θα ήξερες για μένα απ’ ό,τι ξέρεις για την Κόλαση — για την οποία σου έχουν πει πως είναι αφόρητα ζεστή κι απαίσια;
ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ, στις 3 Ιουνίου του 1924, έφυγε από τη ζωή ο Φραντς Κάφκα (Franz Kafka, 1883-1924).
Ο καφκικός κύριος Κάφκα
—της Ελένης Κεχαγιόγλου—
Αφού εγώ δεν είμαι τίποτε άλλο παρά λογοτεχνία.
Φραντς Κάφκα
Ο Φραντς Κάφκα έζησε 41 μόλις χρόνια, πέθανε από ασιτία —καθώς, στο τελικό στάδιο της φυματίωσης, δεν μπορούσε πια να καταπιεί το παραμικρό— ακριβώς όπως ο ήρωάς του Γκρέγκορ Σάμσα στη μοναδική νουβέλα που εξέδωσε εν ζωή, στη Μεταμόρφωση, και δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να διανοηθεί ότι 130 χρόνια μετά τη γέννησή του θα ήταν το τιμώμενο πρόσωπο της Google. Θα του ήταν επίσης μάλλον αδύνατον να φανταστεί ότι θα αποκτούσε ηγετική θέση στην παγκόσμια λογοτεχνία του 20ού αιώνα, δεδομένου ότι, προτού πεθάνει, άφηνε στον επιστήθιο φίλο του Μαξ Μπροντ, αντί διαθήκης, την εξής επιστολή:
Αγαπημένε μου Μαξ,
η τελευταία μου παράκληση: Οτιδήποτε αφήνω πίσω μου (δηλαδή, στη βιβλιοθήκη, στα συρτάρια, στο γραφείο, είτε στο σπίτι είτε στη δουλειά μου είτε οπουδήποτε αλλού, οτιδήποτε σου τύχει να βρεις), σημειωματάρια, χειρόγραφα, γράμματα, δικά μου και τρίτων, προσχέδια κτλ., πρέπει να καούν χωρίς να διαβαστούν, μέχρι το τελευταίο φύλλο. Το ίδιο και όλα τα γραπτά μου, τα σημειώματά μου που έχεις τυχόν εσύ ή άλλοι και που θα τους παρακαλέσεις εξ ονόματός μου να σου τα δώσουν. Επιστολές που δεν θα σου παραδοθούν πρέπει τουλάχιστον να καούν από τους κατόχους τους.
Δικός σου,
Φραντς Κάφκα
Ο Μαξ Μπροντ, ως γνωστόν, δεν πραγματοποίησε την τελευταία επιθυμία του φίλου του, και στη μακρά ζωή του (1884-1968) δημοσίευσε περισσότερα από 80 βιβλία του Κάφκα και για τον Κάφκα, η στενή σχέση του με τον οποίο ξεκίνησε στην πρώτη τους νεότητα, καθώς υπήρξαν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου της Πράγας. Η συζήτηση για την ηθική νομιμοποίηση της παραβίασης της ρητής συγγραφικής επιθυμίας ξεκίνησε ήδη από το 1925 όταν, έναν μόλις χρόνο μετά το θάνατο του Κάφκα, ο Μπροντ εξέδιδε τη Δίκη, έργο-σύμβολο του παραλογισμού της εφιαλτικής Εξουσίας που συνθλίβει (το 1962, ο Όρσον Ουέλς θα μετέφερε τη νουβέλα στον κινηματογράφο, με τον Άντονι Πέρκινς να ενσαρκώνει τον Γιόζεφ Κ., τον μοναχικό υπαλληλάκο που, αιφνιδίως, μπαίνει στο στόχαστρο για ένα έγκλημα που αγνοεί). Η τελευταία φράση του Γιόζεφ Κ. (το Κ. μοιραία ανακαλεί το όνομα του συγγραφέα· Κ., επίσης, λέγεται ο πρωταγωνιστής του Πύργου), όταν τον μαχαιρώνουν οι δήμιοί του, είναι: «Σαν το σκυλί!» — για να καταλήξει η αφηγηματική φωνή: «Λες και η ντροπή θα εξακολουθούσε να υπάρχει και μετά το θάνατό του».
Η συνέχεια στο dimartblog.com