Στις 21 Μαΐου, το Ευρωκοινοβούλιο διαβουλεύτηκε πάνω στο θέμα της φοροδιαφυγής. Η συζήτηση ήταν γεμάτη ειρωνεία και πολεμική διάθεση, σχεδόν απ’ όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Και όλα αυτά, την παραμονή της Συνόδου Κορυφής για το ίδιο θέμα. Προφανώς, πρόκειται για πολύ σοβαρό ζήτημα. Και δεν υπάρχει ούτε ένας πολιτικός στον κόσμο που μπορεί να υποστηρίξει (τουλάχιστον ανοικτά) τη φοροδιαφυγή. Όλοι συμφωνούν, αφού πρόκειται για ζήτημα «κοινής λογικής».
Όλοι καλούσαν τα κράτη μέλη σε δράση. Ο Guy Verhofstadt (Φιλελεύθεροι, Bέλγιο) σχολίαζε ότι «Θα ήταν προτιμότερο να συνέλθουν οι Υπουργοί Οικονομικών, ώστε να υιοθετήσουν συγκεκριμένες δράσεις, όχι μόνο συμπεράσματα». Ο Hannes Swoboda (Σοσιαλιστές, Αυστρία) δήλωνε ότι θέλει πίσω τα χρήματα των φορολογουμένων. Ο Joseph Daul (ΕΛΚ, Γαλλία), δήλωσε ότι είναι «απλώς αυτονόητο» τα κράτη μέλη να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τη φοροδιαφυγή. Ο Daniel Cohn-Bendit (Πράσινοι, Γαλλία), επισήμανε πόσο σημαντικό είναι, οι επιχειρήσεις να υποχρεωθούν να πληρώνουν φόρους στη χώρα όπου δραστηριοποιούνται και όχι σε άλλες, με χαμηλότερη φορολογία. Τέλος, ο Jurgen Klute (Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά, Δανία) ζήτησε, οι χώρες που αρνούνται να συνεργαστούν για την ανταλλαγή φορολογικών πληροφοριών, να μπαίνουν σε μαύρη λίστα.
Συμφωνούμε ότι η φοροδιαφυγή κοστίζει περίπου 1 τρις ευρώ το χρόνο στον ευρωπαίο φορολογούμενο, αν και ο αριθμός αυτός είναι υπερβολικά στρογγυλός για να τον πάρουμε στα σοβαρά. Απλώς, ένα τρις, ή 2.000 ευρώ για κάθε ευρωπαίο φορολογούμενο, είναι ένας αριθμός που ελκύει την προσοχή μας. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κλοιός θα σφίξει για μια σειρά παραδείσων από το Μονακό και το Σαν Μαρίνο, έως την Ανδόρα και το Λιχτενστάιν. Πράγματι, είναι προκλητικό ότι το νησί Τζέρσεϊ στη Μάγχη, βασίζει το 40% της οικονομίας του στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, με 100.000 κατοίκους να «φιλοξενούν» κεφάλαια ύψους 140 δις ευρώ. Όμως, όλοι αυτοί είναι εκτός Ε.Ε. Εντός, έχουμε άλλα ζητήματα.
Πρώτον, το ζήτημα της ισότητας. Η Κύπρος ήταν στη γωνία. Και οι κανόνες που επιβλήθηκαν στη Λευκωσία για την κατάργηση ουσιαστικά του φορολογικού απορρήτου, δεν ισχύουν (ακόμα) για τη Μάλτα, την Αυστρία και το Λουξεμβούργο, ούτε φυσικά για τα νησιά της Μάγχης και τη Νήσο του Ανθρώπου. Ένα άλλο ζήτημα είναι ότι ενώ στην Κύπρο οι καταθέτες εξομοιώθηκαν με τους επενδυτές σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα, όπως οι μετοχές και τα ομόλογα, σε πολλές χώρες αντιμετωπίζονται και φορολογικά με τον ίδιο τρόπο. Με άλλα λόγια, είτε μια επιχείρηση διατηρεί ένα λογαριασμό μισθοδοσίας (άνω των 100.000 ευρώ), είτε «παίζει» στο χρηματιστήριο, είναι το ίδιο.
Επίσης, δεν είναι σαφές πώς υπολογίζεται το ένα τρις, αλλά υπάρχουν ένα σωρό παραδείγματα νόμιμης φορο-αποφυγής, που δεν είναι λιγότερο προκλητικά από τη φοροδιαφυγή. Όπως μας πληροφορεί και ο Economist, κάθε χρόνο, ευρωπαϊκές μετοχές αξίας περίπου 100 εκατομμύριων ευρώ, πάνε διακοπές στις ΗΠΑ προκειμένου να αποφύγουν οι κάτοχοί τους – συνταξιοδοτικά ταμεία και επενδυτικά Funds – τη φορολόγηση των αποδόσεών τους. Έτσι, τα δανείζουν έναντι μικρού αντιτίμου σε κολοσσούς όπως η BNY Mellon και η Black Rock, όπου χρησιμοποιούνται στην αγορά παραγώγων. Δηλαδή, μια ολόκληρη χρηματοπιστωτική βιομηχανία βασίζεται στην φορο-αποφυγή, της οποίας η ύπαρξη θεωρείται «συστημικά απαραίτητη». Εκεί βέβαια, ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών στην Ευρωζώνη έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα, καθώς και η απαίτηση (Basel 3) από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να έχουν μεγαλύτερες αξίες στα αποθεματικά τους. Δηλαδή, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς δουλειά μια σειρά από «ταξιδιωτικούς πράκτορες» αξιών. Όμως, αυτός ο φόρος επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, δεν ισχύει για τη Βρετανία.
Φυσικά, ένα ακόμα πιο δομικό ερώτημα, είναι το ζήτημα των φορολογικών συντελεστών, των οποίων όλοι (;) θέλουμε την εξίσωση και το συντονισμό. Μπορεί κανείς να πει ότι η στρατηγική χωρών όπως η Βουλγαρία, είναι παρασιτική έναντι οικονομιών όπως η Ελλάδα και, αντίστοιχα, η Ιρλανδία παρασιτεί σε βάρος όλων μας. Από την άλλη πλευρά, έχουμε οικονομίες με άνισα μεγέθη, που λειτουργούν σε περιβάλλον ανοικτής αγοράς, χωρίς να μπορούν να ανταγωνιστούν η μία την άλλη με ίδιους όρους. Για παράδειγμα, όταν οι υποδομές της Βουλγαρίας είναι αυτές που είναι και η Ιρλανδία είναι ένα νησί μακριά και απ’ το Θεό, χωρίς καμία να έχει βιομηχανικό παρελθόν μερικών αιώνων, πώς είναι δυνατόν να ανταγωνιστεί την Ολλανδία και τη Γερμανία; Η ανισότητα των φορολογικών συντελεστών είναι, με άλλα λόγια, μία μόνο διάσταση του φαινομένου της άνισης ανάπτυξης.
Αλλά δεν το αντιμετωπίζουμε ως τέτοιο. Μόνο τα κράτη, τουλάχιστον ορισμένα, έχουν αυτή την αντιμετώπιση. Σε κάθε κράτος, η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα είναι η αναδιανομή. Δεν είναι τυχαίο ότι Βαυαροί πολιτικοί γκρινιάζουν για τα ελλείμματα του Βερολίνου, ούτε ότι οι Καταλανοί διεκδικούν την «απελευθέρωσή τους» από τη Μαδρίτη. Αλλά χωρίς αναδιανομή, δεν μπορεί να υπάρξουν κοινοί κανόνες. Είναι σαν να βάζεις μια χελώνα να τρέξει δίπλα σ’ ένα λαγό. Παρ’ όλα αυτά, η συζήτηση παραμένει τεχνική και όχι ουσιαστική στις Βρυξέλλες.
Η καταγγελία της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής είναι θεμιτή. Και υπό ένα πρίσμα, το ζήτημα είναι στην καρδιά του προβλήματος. Και υπάρχουν δύο λύσεις για την Ε.Ε.. Είτε θα μιλήσουμε για μια φορολογία ύψους 5% σε υποανάπτυκτες περιοχές – και όχι απαραίτητα χώρες – προκειμένου να έχουμε επενδύσεις, είτε θα έχουμε τεράστιες δημόσιες επενδύσεις με χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, επίσης με στόχο τις περιφέρειες και όχι απαραίτητα τις χώρες. Για ένα διάστημα, ίσως χρειαστεί ν’ ακολουθήσουμε και τις δύο στρατηγικές, που έχουν ως προαπαιτούμενο τη μεταφορά πλεονασμάτων από τον πυρήνα στην περιφέρεια της Ευρώπης, αλλά και των χωρών. Σε αντίθετη περίπτωση, θα έχουμε, όπως σήμερα, την ολοένα και μεγαλύτερη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ περιφερειών και κρατών.
Τα πρόσφατα μέτρα λιτότητας στη Βρετανία, με περικοπή δημοσίων δαπανών, είχαν πενταπλάσιο συντελεστή ύφεσης στο βορρά απ’ ότι στο νότο. Για να το πούμε θετικά, η Φιλανδία, με την καλύτερη παιδεία στον κόσμο, είναι επίσης η χώρα με τις μικρότερες εκπαιδευτικές ανισότητες στον κόσμο, με ένα σύστημα που έχει επί της ουσίας περιθωριοποιήσει την ιδιωτική εκπαίδευση. Και ενώ το επιτόκιο δανεισμού στη Γερμανία έφτασε σε αρνητικά επίπεδα – τους πληρώνουν για να τους δανείζουν – στο νότο, η μία χώρα μετά την άλλη, βρίσκονται εκτός αγορών. Προφανώς αυτό δεν μπορεί να συνεχιστεί για πάντα, ή μπορεί, αλλά όχι με δημοκρατικό καθεστώς.
Η καταγγελία των φοροφυγάδων είναι ψηφοθηρική, εάν δε συνοδεύεται από μια πολιτική πρόταση. Και υπό αυτό το πρίσμα, το Ευρωκοινοβούλιο δεν διαφέρει καθόλου από τα εθνικά κοινοβούλια: η ουσία έχει «πολιτικό κόστος». Στο μεταξύ, ο ευρωσκεπτικισμός θεριεύει, όχι επειδή δεν υπάρχει κοινή λογική, αλλά επειδή η λογική του ισχυρότερου είναι προφανής. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλές λογικές, αλλά δεν είναι όλες «κοινές».