Φοροδιαφυγή: ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα

Ναπολέων Μαραβέγιας 13 Μαϊ 2013

Στην πρόσφατη έκθεσή του για την Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο μεταξύ άλλων επισημαίνει ακόμη μία φορά το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, συνδέοντας την πρόοδο στην επίλυσή του με τη δημιουργία μηχανισμού ανεξάρτητου από πολιτικές παρεμβάσεις.

Είναι όμως το πρόβλημα της φοροδιαφυγής μόνο ένα πρόβλημα πολιτικών παρεμβάσεων; Μήπως είναι ένα πρόβλημα σύμφυτο με το επίπεδο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, με την κοινωνική διάρθρωση της απασχόλησης και το επίπεδο των εισοδημάτων, πράγμα που υπερβαίνει την όποια καλή θέληση των κυβερνήσεων αυτής της χώρας;

Αν η σύλληψη της φοροδιαφυγής ήταν απλά και μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης, προφανώς θα ήταν προτιμότερο, αλλά όχι και ευκολότερο, να φορολογηθούν τα εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών (δικηγόρων, γιατρών κ.ά.) και των πλουσίων, αντί να υποστούν τόσο μεγάλη μείωση οι μισθοί και οι συντάξεις των εργαζομένων, οι οποίοι βρίσκονται σε χαμηλότερο εισοδηματικό επίπεδο και είναι αριθμητικά περισσότεροι. Οι φοροδιαφεύγοντες μη μισθωτοί είναι βέβαια λιγότεροι, αλλά έχουν ευκολότερη πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, καθώς τα επιστημονικά επαγγέλματα (δικηγόροι, μηχανικοί, γιατροί κ.ά) έχουν συνήθως στενότερες σχέσεις με την εξουσία. Επίσης, οι πλούσιοι, δηλ. βιομήχανοι, μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοπλιστές κ.ά., έχουν τους κατάλληλους μηχανισμούς για να αποφεύγουν τη φορολογία, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά παγκοσμίως.

Είναι, όμως, μόνο τα επιστημονικά επαγγέλματα και οι πλούσιοι που φοροδιαφεύγουν, όπως αναφέρει το ΔΝΤ; Στην πραγματικότητα φοροδιαφεύγουν σχεδόν όλοι όσοι αποκτούν εισοδήματα, χωρίς να είναι αποκλειστικά μισθωτοί και συνταξιούχοι. Μ? άλλα λόγια, ένα ποσοστό εργαζομένων περίπου 40% στη χώρα μας, που δεν προσφέρουν εξαρτημένη εργασία, μπορούν να αποφύγουν λιγότερο ή περισσότερο τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Ακόμη και ένας απροσδιόριστος αριθμός μισθωτών και συνταξιούχων εργάζονται λιγότερες ή περισσότερες ώρες πέραν της κανονικής εργασίας τους, συχνά χωρίς να δηλώνουν τα εισοδήματά τους, για να συμπληρώσουν, ιδιαίτερα σήμερα, τους πενιχρούς μισθούς τους ή τις πολύ χαμηλές συντάξεις τους.

Το πρόβλημα συνεπώς της φοροδιαφυγής, όπως και της παραοικονομίας, φαίνεται να είναι στενά συνδεδεμένο με τη δομή της ελληνικής κοινωνίας, με το επίπεδο της ανάπτυξής της και με το επίπεδο εισοδημάτων που η ελληνική οικονομία μπορεί να προσφέρει. Σ? ένα δημοκρατικό καθεστώς το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να έρθει αντιμέτωπο όχι μόνο με τα επιστημονικά επαγγέλματα και τους πλούσιους, αλλά και με την πλειονότητα των εργαζομένων μη μισθωτών, μικροεμπόρων, επαγγελματιών, τεχνιτών, αγροτών, μεσολαβητών και άλλων πάσης φύσεως επαγγελμάτων που υπάρχουν στην ελληνική οικονομία, η οποία βρίσκεται σ? ένα ενδιάμεσο στάδιο ανάπτυξης.

Ομως, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι, ακριβώς λόγω της παραοικονομίας και της απόκρυψης εισοδημάτων από το κράτος μέσω της φοροδιαφυγής, η ελληνική κοινωνία έχει αποδειχθεί εξαιρετικά ελαστική απέναντι στην τεράστια πίεση που έχει υποστεί τρία χρόνια με τα προγράμματα προσαρμογής. Ισως, αν η ελληνική κοινωνία και οικονομία ήταν παρόμοια με αυτή της Γερμανίας, η κοινωνική έκρηξη να είχε πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις, εφ? όσον το επίσημο ΑΕΠ της χώρας μας έχει σωρευτικά μειωθεί κατά 25% και η επίσημη ανεργία έχει φθάσει στο 27% του ενεργού πληθυσμού.

Προφανώς, όλα τα παραπάνω δεν «αθωώνουν» ούτε τις υπαρκτές πολιτικές ευθύνες για τη σύλληψη της φοροδιαφυγής ούτε αγνοούν την ανάγκη για ένα αποτελεσματικότερο φοροεισπρακτικό μηχανισμό και για ένα απλούστερο φορολογικό σύστημα. Υπογραμμίζουν, όμως, ότι το πρόβλημα της φοροδιαφυγής στη χώρα μας έχει βαθιές κοινωνικές και οικονομικές αιτίες και οι απλουστευτικές προσεγγίσεις δεν βοηθούν στην επίλυσή του. Γιατί είναι βέβαιο ότι αν οι μισθωτοί στη χώρα μας αποτελούσαν το 90% και οι μισθοί και συντάξεις ήταν αρκετά υψηλοί, όπως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία μπορεί να είχαν περιορισθεί σε ανάλογα με τις χώρες αυτές επίπεδα.