Ο Ματέο Ρέντσι είναι βιαστικός. Ετών 39, πρώην τηλεαστέρας, Δήμαρχος της ωραιότερης πόλης του κόσμου, της Φλωρεντίας, αρχικά χριστιανοδημοκράτης και στη συνέχεια «μετα-πολιτικός» (όπως λέμε «μετρο-σέξουαλ»), έχασε στον πραγματικό προκριματικό για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος, πριν από τις περσινές εθνικές εκλογές. Δεν πτοήθηκε όμως, ούτε κατέβασε ταχύτητα. Επωφελήθηκε από την αυτοχειρία του Μπερσάνι, του ανθρώπου που τον νίκησε, καθώς και από τη γκρίζα σοβαρότητα του Λέττα, του ανθρώπου που έγινε Πρωθυπουργός. Ξαναδιεκδίκησε την ηγεσία των Δημοκρατικών, την κέρδισε χωρίς αντίπαλο κι αμέσως μετά έριξε, με ένα αντάξιο της παλιάς Φλωρεντίας παλατιανό πραξικόπημα, τον Λέττα και πήρε τη θέση του. Κάποιοι θα του έβγαζαν το καπέλο με το γνωστό ρεφρέν της «δυναμικότητας», της «ανανέωσης» κ.λπ. Όσοι βλέπουμε τα πράγματα λίγο πιο πολιτικά και λίγο πιο μακροσκοπικά, έχουμε κάθε λόγο να ανησυχούμε.
Γιατί ο Ρέντσι παρουσιάζεται ως η «τελευταία ελπίδα της ευρωπαϊκής Αριστεράς», ενώ δεν έχει σχεδόν καμία σχέση με την ευρωπαϊκή Αριστερά. Ο πήχης είναι πράγματι ψηλά, μόνο που πρόκειται για τον προσωπικό του πήχη, άντε και της Ιταλίας (όχι ότι δεν έχει σημασία για την Ευρώπη ο ιταλικός πήχης, αλλά δεν καθορίζει την ευρωπαϊκή Αριστερά). Ο νέος Πρωθυπουργός ξεκινά με την εικόνα και το λόγο του μοντέρνου, αλλά στη βάση τριών τουλάχιστον κινήσεων που είναι το ακριβές αντίθετό τους: μηχανορράφησε για την εξουσία, αθέτησε όλες τις υποσχέσεις του («δεν θα ρίξω τον Πρωθυπουργό», «δεν θα πω ποτέ ψέματα»…) και βάζει στη θέση των ιδεών διαφημιστικά σλόγκαν. Γιατί μόνο έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί ο ορισμός της «πραγματικής» Αριστεράς ως εκείνης που «επιτρέπει σε περισσότερες μανάδες να συνοδεύουν τα παιδιά τους στο σχολείο». Ή, ο ορισμός ως στόχου «μιας μεταρρύθμισης κάθε μήνα».
Το χαρτί του Ρέντσι είναι η αυτοπεποίθηση στον ηλικιακό και πολιτικό μετα-μοντερνισμό του. Αν καταφέρει, σε πείσμα των ετικετών, να αλλάξει την Ιταλία, θα έχει δείξει, στο δυσκολότερο γήπεδο του κόσμου (ίσως μαζί με το ελληνικό), ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι εφικτές και οι ετικέτες Δεξιός – Αριστερός, ξεπερασμένες. Βέβαια αυτό το «αλλάξει» το έχει από τώρα προσδιορίσει: μεγαλύτερη ευελιξία της Αγοράς, ιδίως της Αγοράς εργασίας (δηλαδή λιγότερη προστασία για τους εργαζόμενους), περισσότερες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις, ανοίγματα συνόρων και προϊόντων και μέσω όλων αυτών, καταπολέμηση της ύφεσης, της ανεργίας και της «ιταλικής μελαγχολίας». Δεν εκπλήσσει που η ιταλική Δεξιά στηρίζει, νεκρανασταίνει μάλιστα, τον Μπερλουσκόνι. Αυτή η «Αριστερά» της πάει γάντι. Αλλά η κουρασμένη χώρα τα έχει δει όλα, αφήνεται να δοκιμάσει και τη μετα-πολιτική.
Μακάρι το πείραμα να πετύχει, οι εμφανείς πολιτικές αδυναμίες να υπερκαλυφθούν από πράξεις υπέρ της ανάπτυξης και της ισότητας. Τότε η ευρωπαϊκή Αριστερά θα βρει ίσως ένα αστέρι, πάντως όχι ένα μοντέλο – γιατί το μόνο δυνατό μοντέλο για την Αριστερά είναι να επιβάλει το εκσυγχρονισμένο πρόγραμμά της και όχι το παραδοσιακό πρόγραμμα των αντιπάλων της. Σε αντίθετη περίπτωση, θα αποδειχτεί ότι ισχύει ήδη για τον Ρέντσι, αλλά και για την ευρωπαϊκή Αριστερά, που δεν χρειαζόταν ένα ακόμα χτύπημα, εκείνο που είχε πει ο Στίβεν Σόντεμπεργκ όταν, με την πρώτη του ταινία, είχε κερδίσει το μεγάλο βραβείο στις Κάννες: “Από δω και πέρα όλα θα είναι κατήφορος.”