Στην Ελβετία, στις 5 Ιουνίου 2016, θα πραγματοποιηθεί δημοψήφισμα, στο οποίο οι Ελβετοί πολίτες θα αποφασίσουν, εάν το κράτος θα παρέχει το λεγόμενο «άνευ όρων βασικό εισόδημα» σε κάθε Ελβετό, το οποίο θα του διασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή, ενώ ταυτοχρόνως θα συμβάλλει στην πραγμάτωση της ελευθερίας και της ισότητας όλων σε σχέση με τις παρεχόμενες ευκαιρίες εξέλιξης.
Αυτοί οι προβληματισμοί δεν είναι προνόμιο μόνο των Ελβετών. Στη Φιλανδία η εκλεγείσα το 2015 κυθέρνηση σκοπεύει να αρχίσει με ένα πιλοτικό πρόγραμμα παροχής βασικού εισοδήματος. Παρόμοιες ιδέες ακούγονται και στην Ολλανδία.
Φαίνεται, ότι η θέση του πατέρα του φιλελευθερισμού του Άγγλου φιλόσοφου John Locke, πως «ο άνθρωπος γεννιέται με έννομη αξίωση για ολοκληρωμένη ελευθερία και ισότητα με κάθε άλλον άνθρωπο», βρίσκει ανταπόκριση και μάλιστα με την αξιοποίηση του ρυθμιστικού ρόλου της πολιτικής στο επίπεδο λήψης αποφάσεων και του κράτους στην εφαρμογή τους.
Σταδιακά ο φιλελευθερισμός αποκτά κοινωνική αναφορά και ως κοινωνικός φιλελευθερισμός εκφράζει την θέση, ότι η ελευθερία και η ισότητα των ευκαιριών δεν προκύπτουν μόνο μέσω των τυπικών δικαιωμάτων μετά την γέννηση ενός ατόμου. Χρειάζεται και η παρεμβατική ενεργοποίηση του κράτους, διότι πραγματική ελευθερία σημαίνει, ότι πρέπει να πληρούνται οι οικονομικές προϋποθέσεις για την πραγμάτωση της.
Αυτή η οπτική βρίσκεται στον αντίποδα του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος προωθεί την ελαχιστοποίηση της επιρροής του κράτους στο οικονομικό γίγνεσθαι, επειδή αυτό αυτορυθμίζεται σε αντιδιαστολή με τον κλασσικό φιλελευθερισμό, που θεωρεί αναγκαία την παρέμβαση του κράτους για την ασφαλή λειτουργία των αγορών.
Στο πλαίσιο δε του κοινωνικού φιλελευθερισμού το κράτος λειτουργεί ως εκφραστής του κοινωνικού συμφέροντος και όχι του κρατισμού ή των συμφερόντων συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων.
Για να μπορέσει το κράτος να παίζει αυτό το ρόλο όμως, πρέπει να υπάρχει κοινωνική συναίνεση και νομιμοποίηση. Ειδάλλως καραδοκεί ο κίνδυνος του κρατισμού και της αξιοποίησης της δημόσιας διοίκησης από τα κόμματα για την προώθηση του πελατειακού συστήματος και της κομματοκρατίας.
Προϋπόθεση για την επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης και κατ’ επέκταση νομιμοποίησης είναι η ύπαρξη ανεξάρτητης και ισχυρής κοινωνίας πολιτών, η οποία θα είναι σε θέση να εκφράζει την κοινωνική βούληση από το ένα μέρος και από το άλλο θα λειτουργεί ως κινητήρια δύναμη για την ενεργητική παρουσία των ενημερωμένων και με άποψη πολιτών στα κοινά για το «καλό» του συνόλου της κοινωνίας και όχι μόνο το ατομικό ή της επαγγελματικής ομάδας αναφοράς τους.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, ότι στην Ελβετία η πρωτοβουλία για την πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος ξεκίνησε από ενεργούς πολίτες, οι οποίοι συγκέντρωσαν 126.000 υπογραφές από τον Οκτώβρη του 2013.
Βεβαίως υπάρχει και η περίπτωση της ενεργοποίησης των διαφόρων επαγγελματικών κλάδων με στόχο την διεκδίκηση της ικανοποίησης αιτημάτων, που τους αφορούν, αλλά δεν συμπορεύονται με το κοινωνικό συμφέρον.
Αυτό συμβαίνει, όταν το συντεχνιακού χαρακτήρα συμφέρον βασίζεται σε κριτήρια, τα οποία δεν συνάδουν με την λογική της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά εξαντλούν τα όρια τους στην προώθηση ατομικών συμφερόντων. Σε αυτή την περίπτωση ακολουθούνται πρακτικές, οι οποίες και τους νόμους υπερβαίνουν και την έννοια του δικαίου υπερφαλαγγίζουν.
Σε δύσκολες περιόδους δε, όπως αυτή που περνάει τώρα η Ελλάδα, το οξύμωρο σχήμα είναι, ότι μερικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες οφείλουν την ευημερία και τον πλούτο σε μη κοινωνικά δίκαιες πρακτικές, όπως είναι η φοροδιαφυγή, συμπλέουν στην διεκδίκηση με άλλες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες ενεργοποιούνται διεκδικητικά με δίκαια αιτήματα.
Πολύ θετική επίδραση για την πρόκληση τέτοιων φαινομένων ασκεί η κυριαρχία συνθηκών φόβου για την οικονομική κατάσταση τόσο σε προσωπικό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Για παράδειγμα στο πλαίσιο της παρουσίας των εκπροσώπων των δανειστών και εταίρων για την διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση, στις αρχές Φεβρουαρίου 2016, πραγματοποιήθηκε συνάντηση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας με αυτούς για τα «κόκκινα δάνεια».
«Σύμφωνα με πηγές από την εγχώρια νομισματική αρχή, αποφασίσθηκε μέχρι και το τέλος Φεβρουαρίου (2016) η οριστικοποίηση του πλαισίου για τις αδειοδοτήσεις εταιρειών, που θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον για την διαχείριση των προβληματικών δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών» (news. in. gr, 4 Φεβρουαρίου 2016).
Αυτό αφορά τόσο σε στεγαστικά όσο και σε επιχειρηματικά «κόκκινα δάνεια» και προκαλείται ανασφάλεια και φόβος.
Η έρευνα «Consumer Confidence» της Nielsen το επιβεβαιώνει (Ethnos online, 2.2.2016). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας αυξήθηκε κατά 6 μονάδες το ποσοστό των Ελλήνων, που πιστεύουν, ότι η χώρα θα συνεχίσει να είναι σε οικονομική ύφεση και το 2016, φτάνοντας το 85% των ερωτηθέντων.
Επίσης 8 στους 10 ανησυχούν και για την προσωπική τους οικονομική κατάσταση. Το 35%, έναντι 33% πριν από ένα τρίμηνο, διαθέτει τα χρήματα, που περισσεύουν, για την αποπληρωμή χρεών, πιστωτικών καρτών και δανείων.
Οι φόβοι των πολιτών για το μέλλον, προσωπικό και συλλογικό, επιβεβαιώνονται στην πράξη με την φτωχοποίηση της μεσαίας κοινωνικής τάξης, τον πιο υψηλό δείκτη ανεργίας στην Ευρώπη, την αύξηση των κοινωνικών ανισοτήτων και του πλούτου μιας ολιγάριθμης οικονομικής ελίτ.
Από το άλλο μέρος η ακολουθούμενη πολιτική της ασφυκτικής λιτότητας και της υπερφορολόγησης εκείνων, οι οποίοι δεν μπορούν να φοροδιαφύγουν ή είναι συνειδητά συνεπείς φορολογούμενοι πολίτες, διαμορφώνουν κλίμα απαισιοδοξίας σε σχέση με το μέλλον και οδηγούν τους νέους στη μετανάστευση και στην αναζήτηση ευκαιριών μακριά από την κοινωνία αναφοράς τους. Και αυτό συμβάλλει στην ακόμη πιο γρήγορη γήρανση της κοινωνίας.
Οι πολίτες αμφισβητούν πλέον την δυνατότητα εξασφάλισης των απολύτως αναγκαίων για την αξιοπρεπή επιβίωση τους στην πατρίδα τους. Το κράτος έχει μετατραπεί, σύμφωνα με την δική τους οπτική, σε μέσο εκμετάλλευσης και εξόντωσης τους. Αρκεί να προσεγγίσει κάποιος την εκρηκτική ατμόσφαιρα, η οποία προς το παρόν δημιουργείται σε λεκτικό επίπεδο, στις διαδηλώσεις των αγροτών και των άλλων κοινωνικών ομάδων κατά των υπό διαμόρφωση ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος και θα αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος από την ακολουθούμενη νεοφιλελεύθερη πολιτική τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Στο τελευταίο η σκληρότητα είναι σχεδόν απάνθρωπη.
Διαμορφώνονται όμως οι προϋποθέσεις για την σταδιακή συνειδητοποίηση της ανάγκης αλλαγής του ισχύοντος μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Το θέμα είναι, ποιές κοινωνικές και πολιτικές δομές θα ηγηθούν της προσπάθειας πολιτικής έκφρασης και πραγμάτωσης μιας εναλλακτικής πρότασης, η οποία θα στηρίζεται στην ελευθερία και στην αρχή της ισότητας των πολιτών μεταξύ τους, αλλά θα αξιοποιεί το κράτος για τις αναγκαίες ρυθμίσεις στον οικονομικό τομέα, ώστε η πραγμάτωση αυτών των αρχών να έχει αποτέλεσμα και να μην γίνεται μόνο σε θεωρητικό επίπεδο.
Ειδάλλως θα απειληθεί η κοινωνική συνοχή, η πραγμάτωση της ελευθερίας θα παραμείνει όνειρο χωρίς προοπτική, η κοινωνική αλληλεγγύη δεν θα αποκτήσει δομικό χαρακτήρα, αλλά θα βασίζεται στις «αγαθοεργίες και στην μεγαλοψυχία» των ολίγων εχόντων, οι οποίοι θα ελέγχουν οικονομικά και πολιτικά τη χώρα και ο ρυθμιστικός ρόλος του κράτους και της πολιτικής θα παραμείνει στα αζήτητα.
Έτσι επαληθεύεται και η θέση του Noam Chomsky, ότι η ελεύθερη αγορά δεν υπήρξε, ούτε υπάρχει. Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που την ελέγχουν, δεν αφήνουν περιθώρια μείωσης των προνομίων τους και διαμόρφωσης άλλων ισορροπιών, οι οποίες εμπεριέχουν μεγαλύτερο φορτίο κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας.
Πολύ περισσότερο βέβαια δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «άνευ όρων βασικό εισόδημα» σε όλους τους πολίτες, το οποίο θα διασφαλίζει μια αξιοπρεπή ζωή και παράλληλα θα συμβάλλει στην πραγμάτωση της ελευθερίας και της ισότητας όλων σε σχέση με τις παρεχόμενες ευκαιρίες εξέλιξης, όσο το κράτος θα υπηρετεί το νεοφιλελευθερισμό και τις οικονομικές ελίτ χωρίς αμφισβήτηση.