Φέτος στις διακοπές διάβασα Βαρουφάκη!

Παντελής Καψής 07 Αυγ 2017

«Νιώθω μόνος Δανάη». Είναι αργά το βράδυ του Σαββάτου της 25ης Μαρτίου κι ο Γιάνης Βαρουφάκης, όπως γράφει στο βιβλίο του «Adults in the room», απολαμβάνει μερικές στιγμές οικιακής θαλπωρής με την σύζυγό του Δανάη. Έχει προηγηθεί μια γεμάτη μέρα. Το πρωί στους εορτασμούς στα Χανιά είχε την περίφημη στιχομυθία με μια γυναίκα που τον προτρέπει να πάνε σε ρήξη με τους δανειστές.
«Είμαστε μαζί σας» του λέει.
«Ναι αλλά θα πρέπει να είστε μαζί μας και την επόμενη μέρα της ρήξης» της απαντά αυτός.
Οι δηλώσεις του φαίνεται ότι προκάλεσαν μια μικρή ενόχληση στο Μαξίμου και αργότερα, το απόγευμα, σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε με τον Αλέξη Τσίπρα του έδωσε εξηγήσεις.
«Πρέπει να προετοιμάζουμε τον κόσμο» για το ενδεχόμενο ρήξης του λέει.
Οι διαπραγματεύσεις, όπως ξέρουμε, δεν προχωρούσαν, η ρευστότητα στις τράπεζες χειροτέρευε καθημερινά κι ήταν ορατό πια το αδιέξοδο. Ο Τσίπρας δεν τον αντέκρουσε ευθέως. Ο Βαρουφάκης ωστόσο έχει αρχίσει από τότε να νιώθει ότι δεν έχει την υποστήριξη που χρειάζεται στις συγκρούσεις του με τους εταίρους και την τρόικα. Ιδίως όταν επιμένει στην ανάγκη να ενεργοποιηθεί το «plan X», το μονομερές κούρεμα δηλαδή των ομολόγων που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η ενεργοποίηση του παράλληλου συστήματος πληρωμών. Οι υποψίες του αυτές θα επιβεβαιωθούν τον επόμενο μήνα όταν, σιγά σιγά, θα παραγκωνίζεται από τις διαπραγματεύσεις, θα αποκτά έναν όλο και πιο διακοσμητικό ρόλο και οι πρώην σύντροφοί του, σχεδόν χωρίς καμία εξαίρεση, θα στραφούν εναντίον του.
Φταίνε οι άλλοι
Το ενδιαφέρον είναι ότι ο Βαρουφάκης, ακόμα και σήμερα, δεν νιώθει την παραμικρή ανάγκη αυτοκριτικής. Αυτός δεν φταίει ποτέ. Δεν μπορεί ούτε να διανοηθεί ότι ενδεχομένως να ευθύνεται και ο ίδιος για την απομόνωση του και για την παταγώδη αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Φταίνε πάντα οι άλλοι. Και στο βιβλίο του, επιφυλάσσει βαρύτατες κατηγορίες για τους πρώην συναδέλφους του υπουργούς που μετείχαν στο «πολεμικό συμβούλιο». Ο Δραγασάκης, ο οποίος έβαλε βέτο στην υλοποίηση του «plan X», ήταν άνθρωπος των τραπεζών. Ο Χουλιαράκης, ούτε λίγο ούτε πολύ ήταν υπάλληλος της τρόικας. Ο Σαγιάς, ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, επεξεργαζόταν νομοσχέδια οικονομικού περιεχομένου πέραν των αρμοδιοτήτων του και προσπαθούσε να του τα επιβάλει. Έπαιξε ακόμα καθοριστικό ρόλο στην «παλινόρθωση» του καθεστώτος στην ΕΡΤ, με τον διορισμό του στενού του φίλου Λάμπη Ταγματάρχη. Ο Ρουμπάτης, ο διοικητής της ΕΥΠ, ενδιαφερόταν για τον ΟΠΑΠ προσπαθώντας να επιβάλει τον διορισμό συγκεκριμένου προσώπου στην επιτροπή παιγνίων. Όλοι τους είτε έχουν λερωμένη την φωλιά τους είτε έχουν τα δικά τους ύποπτα κίνητρα. Εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα οι κ Παπάς και Τζαννακόπουλος που εμφανίζονται ωστόσο να στερούνται σοβαρότητας, κάτι σαν μαζορέτες του Τσίπρα. Αρκούνται σε μεγαλόστομες διακηρύξεις χωρίς αντίκρισμα. Μια φορά, ο νυν κυβερνητικός εκπρόσωπος, για παράδειγμα, εκρήγνυται και λέει ότι αν θέλει (ο Βαρουφάκης) να υπογράψει Μνημόνιο, θα πρέπει να περάσει «πάνω από το πτώμα του». Όσο ξέρω ο Τζαννακόπουλος χαίρει άκρας υγείας.
Για τους μόνους που επιφυλάσσει μια σχετικά ήπια αντιμετώπιση ειναι οι κ. Τσίπρας και Τσακαλώτος. Ο δεύτερος είναι αδελφή ψυχή, μοιράζονται το ίδιο ακαδημαϊκό περιβάλλον, την ίδια κουλτούρα, το ίδιο χιούμορ, την ίδια περιφρόνηση για τους άλλους υπουργούς. Ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Όμως ο Τσακαλώτος είναι και κομματικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και στο τέλος, σημειώνει ο Βαρουφάκης, υπερίσχυσε ο κομματικός του εαυτός. Με ίδιον όφελος βεβαίως καθώς αναλαμβάνει την ευθύνη των διαπραγματεύσεων στη θέση του Γιάνη. Αυτό όμως μοιάζει να το συγχωρεί ο Βαρουφάκης, ίσως σε ένδειξη συντεχνιακής αλληλεγγύης. Όσο για τον Τσίπρα, ο Βαρουφάκης εξακολουθεί να πιστεύει οτι δεν έλεγε ψέματα όταν τον διαβεβαίωνε ότι δεν πρόκειται να συμβιβαστεί. Τον τύλιξε όμως η Μέρκελ και οι συνεργάτες του και τελικά δεν άντεξε την ρήξη, φοβήθηκε «το Γουδή». Ο Βαρουφάκης φυσικά παραβλέπει την άνεση με την οποία τον διαβεβαίωναν, παρόντος του Τσίπρα, ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης είναι μόνο για κομματική χρήση. Αλλά βέβαια αν παραδεχθεί ότι είχε μπλέξει με ψεύτες, ότι δηλαδή και ο Τσίπρας έλεγε ψέματα, τότε προκύπτει εύλογα το ερώτημα πώς δέχθηκε να συνεργαστεί μαζί τους. Με δυο λόγια, το ερμηνευτικό σχήμα του Βαρουφάκη είναι ότι η διαπραγμάτευση απέτυχε και οδήγησε σε τρίτο μνημόνιο επειδή υπονομεύτηκε από μέσα, από την ίδια την κυβέρνηση και επειδή ο πρωθυπουργός δεν άντεξε το ενδεχόμενο της ρήξης. «Λιοντάρια που καθοδηγούνται από γαϊδάρους» όπως γράφει χαρακτηριστικά.
Ανθρωπάκια
Ανάλογη απαξιωτική εκτίμηση έχει ο Βαρουφάκης και για τους περισσότερους από τους ξένους ομολόγους του. Ανθρωπάκια που δεν τολμούν να αντισταθούν στον Σόιμπλε. Ο Μοσκοβισί, ο Σαπέν, ο Παντοάν, όλοι, λέει, τον ενθαρρύνουν ιδιωτικώς και τον αποδοκιμάζουν δημοσίως. Ακόμα και η Λαγκάρντ ενώ στις ιδιωτικές τους συνομιλίες συμφωνεί συχνά μαζί του και βλέπει το αδιέξοδο της πολιτικής των Ευρωπαίων, τελικά συντάσσεται με τον Σόιμπλε. Όσο για τον Ντράγκι παρά τις διακηρύξεις του για αυτονομία της τράπεζας και απόλυτο σεβασμό στους κανόνες, στην πραγματικότητα λειτουργεί ξεδιάντροπα πολιτικά και χρησιμοποιεί το όπλο της πιστωτικής ασφυξίας για να υποχρεώσει την κυβέρνηση να υποχωρήσει. Απόλυτα υποτακτικός του είναι βέβαια και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, ο οποίος είναι ο ντόπιος εκφραστής της τρόικας, όπως και το σύνολο των αντιπολιτευόμενων μέσων ενημέρωσης, που κατά τον Βαρουφάκη είναι εξαγορασμένα από τις τράπεζες και εκτελούν διατεταγμένη υπηρεσία. Παρά τις ακαδημαϊκές του περγαμηνές, ο κόσμος τελικά του Γιάννη Βαρουφάκη είναι σε μαύρο άσπρο. Μια τεράστια Συνομωσία με πρωταγωνιστές και κομπάρσους. Δεν αφήνει κανένα περιθώριο αναστοχασμού, δεν έχει καμία αμφιβολία, δεν αναγνωρίζει στους εγχώριους τουλάχιστον αντιπάλους του, μέσα κι έξω από το κόμμα, την δυνατότητα έντιμης διαφωνίας. Όλοι είναι διεφθαρμένοι ή πιόνια διεφθαρμένων. Ο ορισμός της παλαιοκομμουνιστικής σκέψης.
Εξαίρεση από αυτή την άκρως υποτιμητική εικόνα αποτελεί ο Σόιμπλε. Ο οποίος εμφανίζεται περίπου ως τραγική φυσιογνωμία. Ένας ευρωπαϊστής, με συγκρότηση και άποψη, ο οποίος αναγκάζεται τελικά να ομολογήσει ότι δεν βλέπει λύση στο αδιέξοδο που δημιουργείται. Στην πραγματικότητα βέβαια προσπαθεί σχεδόν ως το τέλος, να πείσει τον Βαρουφάκη και τον Τσίπρα να ζητήσουν την «προσωρινή» έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας «κατανοεί» απολύτως τις ενστάσεις του Βαρουφάκη και την απροθυμία του να δεχθεί την συμφωνία που του προτείνεται. Όταν μάλιστα τον ρωτάει ευθέως ο Βαρουφάκης αν αυτός, στη θέση του, θα υπέγραφε το Μνημόνιο, του απαντά αφήνοντας τον «έκπληκτο» : «Ως πατριώτης, όχι. Είναι κακό για τον λαό σας».
Είναι εντυπωσιακό πώς κατά τεκμήριο έξυπνοι άνθρωποι τυφλώνονται από τον εγωισμό τους. Ο Βαρουφάκης ξέρει από την αρχή πως στόχος του Σόιμπλε είναι να πετάξει την Ελλάδα από το ευρώ. Και αντί να δει σε αυτή την «εξομολόγηση» την κακότεχνη προσπάθεια του να τον κάνει να υποστηρίξει και αυτός το Γκρέξιτ, την εκλαμβάνει ως δικαίωση των απόψεών του. Φιλοτεχνεί ταυτόχρονα μια πολύ βολική εικόνα: Οι δυο μεγάλοι ευρωπαΐοι πολιτικοί, τα δύο μεγάλα κεφάλια που συγκρούονται αλλά μόνο αυτοί μπορούν να δουν καθαρά την πραγματικότητα και να μιλήσουν επι ίσοις όροις. Η αποθέωση του ναρκισσισμού.
Την ίδια τυφλότητα επιδεικνύει και στο πως αντιμετωπίζει την στάση των υπολοίπων παραγόντων. Όλοι είτε τοποθετούνται αρνητικά είτε επιδεικνύουν κατανόηση για την κατάσταση της Ελλάδας, τον προτρέπουν να έρθει σε συμφωνία με την τρόικα. Αμερικανοί, Ρώσοι, Κινέζοι και φυσικά όλοι οι υπουργοί των οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι εξαιρέσεις μετριούνται στα δάχτυλα και αυτές από παράγοντες που δεν έχουν ούτε μπορούν να έχουν ενεργή συμμετοχή στις διαπραγματεύσεις. Αντί όμως να συνειδητοποιήσει ότι δεν έχει κανένα σύμμαχο, ο Βαρουφάκης προτιμά να βλέπει μια τεράστια συνομωσία και να εκφράζει την περιφρόνηση του, μερικές φορές με συμπεριφορές κακομαθημένου εφήβου. Δίνει μαθήματα οικονομικών, χρησιμοποιεί μελοδραματικές εκφράσεις, συνομιλεί με την ιστορία αλλά στο τέλος δεν μπορεί να καταλάβει την δυναμική των πραγμάτων που οδηγούν στην αυτοακύρωσή του.
Έχει σχέδιο
Αλλά όχι. Ο Βαρουφάκης έχει σχέδιο. Το έχει αναπτύξει από την πρώτη στιγμή στον πρωθυπουργό κι έχουν συμφωνήσει ότι θα το θέσουν σε εφαρμογή όταν είναι η κατάλληλη στιγμή. Κι είναι απλό: Θα απειλήσουν με κούρεμα τα ομόλογα που κατέχει η Ευρωπαϊκή Τράπεζα. Αυτό θα προκαλέσει πανικό στον Ντράγκι γιατί με βάση την νομολογία, αν η τράπεζα υποστεί απώλειες από τις αγορές των ομολόγων, τότε όλο το πρόγραμμα της νομισματικής χαλάρωσης καταρρέει. Για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη ο πανικόβλητος Ντράγκι θα πείσει τότε την Μέρκελ να υποχωρήσει και να αποδεχθεί έναν έντιμο συμβιβασμό με την Ελλάδα με γενναία αναδιάρθρωση του χρέους. Για να πιάσει βέβαια ο εκβιασμός πρέπει να είναι έτοιμοι να τον πραγματοποιήσουν. Δεν επιτρέπονται μπλόφες. Οπότε μπαίνει στο παιχνίδι το «plan X». Το σύστημα των παράλληλων πληρωμών δηλαδή, το οποίο θα επιτρέψει στην Ελλάδα να επιβιώσει μέχρι να έρθουν στα σύγκαλά τους οι Ευρωπαίοι. Γιατί, διαβεβαίωνε ο Γιάνης τον Τσίπρα, αν έχουν «λογική» συμπεριφορά, τότε οι πιθανότητες συμβιβασμού είναι 100%! Επειδή όμως οι ελίτ, όπως σημειώνει στο βιβλίο του, ενίοτε είναι «αυτοκαταστροφικές», οι πραγματικές πιθανότητες είναι 50%. Εναλλακτικά Γκρέξιτ οπότε το σύστημα των παράλληλων πληρωμών θα αποτελέσει τον μηχανισμό για την μετάβαση στη δραχμή.
Αυτό όλο κι όλο ήταν το μεγαλοφυές σχέδιο του Γιάνη. Να εκβιάσουμε τους Ευρωπαίους με τα ομόλογα της ΕΚΤ. Και η μόνη αυτοκριτική που κάνει, «mea maxima culpa» όπως γράφει, είναι ότι δεν ενεργοποίησε το σχέδιο νωρίτερα, στο τέλος Φεβρουαρίου, όταν διαπίστωσε την απροθυμία των εταίρων να αποδεχθούν την κατάργηση του προγράμματος.
Δεν θέλει πολύ σκέψη για να καταλάβει κανείς ότι μια τέτοια πολιτική οδηγούσε με μαθηματική σχεδόν βεβαιότητα στην έξοδο από το ευρώ. Ο Βαρουφάκης βέβαια δεν είναι χαζός. Το καταλαβαίνει πολύ καλά. Και ταυτόχρονα παραδέχεται ότι το Γκρέξιτ ισοδυναμεί με καταστροφή. Υποστηρίζει λοιπόν ότι είναι προτιμότερη η καταστροφή από τον αργό θάνατο των Μνημονίων. Έχει κανείς την αίσθηση ότι καταλήγει σε αυτή την επιλογή, μόνο και μόνο για να μην παραδεχθεί ότι η μεγάλη ιδέα του οδηγεί σε αδιέξοδο.
Ουσιαστικά άλλωστε κάθε πιθανότητα επιτυχούς έκβασης του εκβιασμού είχε ακυρωθεί από την στιγμή που ο ίδιος ο Σόιμπλε, με την σύμφωνη γνώμη πολλών ιδίως μέσα στην Γερμανία και το CDU, επιδίωκε το Γκρέξιτ. Ακόμα και αν δεχθεί κανείς όλους τους συλλογισμούς του Γιάννη, είναι φανερό ότι η Μέρκελ δεν θα άντεχε ποτέ να φανεί ότι υποκύπτει. Με άλλα λόγια το υπερόπλο που νομίζει ότι διέθετε αυτοακυρωνόταν από την στιγμή που θα έμπαινε σε εφαρμογή. Δεν το καταλάβαινε αυτό ο Βαρουφάκης; Η απάντηση ενδεχομένως να βρίσκεται στον ψυχισμό του. Ένας άνθρωπος που νομίζει ότι είναι πιο έξυπνος από τους άλλους, έχει μια φοβερή ιδέα που θεωρεί ότι οδηγεί σε πλήρη ανατροπή τις διαπραγματεύσεις και ως το τέλος δεν αντέχει να παραδεχτεί ότι έχει λάθος.
Υπάρχει όμως και μια ηθική διάσταση. Ο Βαρουφάκης θεωρεί το Γκρέξιτ καταστροφή. Απαντώντας για παράδειγμα σε όσους τον κατηγορούσαν ότι είχε σαν στόχο την έξοδο από το ευρώ λέει ότι «ακριβώς το αντίθετο ήταν αλήθεια». Και συνεχίζει αναφερόμενος στην επικοινωνία που είχε με τον πρώην υπουργό οικονομικών της Αγγλίας: «η συμβουλή του Νόρμαν (σ.σ. Νόρμαν Λαμόντ) ήταν να το σκεφτώ διπλά πριν καν το διανοηθώ, τέτοιο ήταν το κόστος και τα δεινά της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα». Αν όμως αυτό ισχύει, τότε ασφαλώς θα έπρεπε να παραδεχτεί ότι το δίλημμα άμεση καταστροφή με Γκρέξιτ ή παράταση της αβεβαιότητας με την ελπίδα αναδιάρθρωσης του χρέους στο μέλλον, είναι υπαρκτό. Και ότι όσοι πιστεύουν το δεύτερο, ακόμα και μέσα στα πλαίσια της δικής του λογικής, δεν είναι αναγκαστικά όργανα της τρόικας. Δεν το κάνει. Αντιθέτως συνεχίζει την φρασεολογία και την λογική των αγανακτισμένων. Την συκοφαντία και την διαβολή της αντίθετης άποψης. Κι αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα του βιβλίου. Δεν διαθέτει στοιχειώδη πολιτική και διανοητική εντιμότητα. Με μια έννοια ο Βαρουφάκης αδικεί τον εαυτό του γιατί την κριτική του στα προγράμματα διάσωσης, τις επιπτώσεις τους στην ελληνική οικονομία, τις υπεραισιόδοξες ή και ανεδαφικές τους προβλέψεις, ακόμα και την πολιτική ιδιοτέλεια πολλών παρεμβάσεων, θα μπορούσαν να τις συμμεριστούν πολλοί. Όχι όμως την πρόταση του και πολύ περισσότερο τις πολιτικές του εκτιμήσεις.
Και η ΕΥΠ
Αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο δεν έχει ενδιαφέρον. Το αντίθετο. Υπάρχουν πολλά που προκαλούν ενδιαφέρον κι ενδεχομένως θα πρέπει να απασχολήσουν και την Βουλή. Προσωπικά για παράδειγμα μου προκάλεσε εντύπωση η στενή εμπλοκή της ΕΥΠ στις διαπραγματεύσεις. Σε πολλές συσκέψεις είναι παρών ο Γιαννης Ρουμπάτης. Σε μια μάλιστα φέρεται να δίνει πληροφορίες για υπαλλήλους του υπουργείου των οικονομικών, κάτι που όσο γνωρίζω είναι παράνομο. Μετά από μια συνάντησή τους για παράδειγμα, ο Βαρουφάκης γράφει: «περισσότερο από όλα εκτίμησα ότι μου επιβεβαίωσε πως ολόκληρα τμήματα στο υπουργείο μου αναφερόντουσαν αλλού και με έκανε κοινωνό στο πόσο στενές ήταν οι σχέσεις των επικεφαλής αυτών των τμημάτων με στελέχη της τρόικας». Αυτό φυσικά δεν αποτρέπει, μετά από μερικούς μήνες, την σύγκρουση με τον Ρουμπάτη. Έχει βάλει το χέρι του ο Τσίπρας βέβαια που τον ενημερώνει πως ο Ρουμπάτης έχει στρέψει εναντίον του τον Παππά και τον Σαγιά διοχετεύοντας τους πληροφορίες ότι μαζί με τον Σόιμπλε μεθοδεύει το Γκρέξιτ. Ίντριγκες, μυστικές υπηρεσίες, αμοιβαία καχυποψία, ο ορισμός του ηθικού πλεονεκτήματος.
Αγάπη και μίσος
Αυτό είναι ένα επίσης εξαιρετικά ενδιαφέρον στοιχείο που προκύπτει από το βιβλίο. Οι σχέσεις δηλαδή αγάπης και μίσους στην κυβέρνηση. Οι αντιπαραθέσεις δεν περιορίζονται στους συνήθεις ανταγωνισμούς, τις διαφωνίες και τα συντροφικά μαχαιρώματα. Οι περισσότεροι μοιάζει να έχουν την δική τους ατζέντα με βάση την οποία προσδιορίζουν την στάση τους. Ο Δραγασάκης είναι από την αρχή επιφυλακτικός απέναντι του, και ο Βαρουφάκης το αποδίδει στις «φήμες» που τον φέρουν να είναι άνθρωπος των τραπεζών. Φροντίζει μάλιστα να αφαιρέσει από τον Βαρουφάκη κάθε αρμοδιότητα που σχετίζεται με το τραπεζικό σύστημα και να τις μεταφέρει στο γραφείο του στην αντιπροεδρία. Ο Ρουμπάτης στρέφεται εναντίον του όταν δεν βάζει έναν δικό του άνθρωπο στην επιτροπή παιγνίων. Ο Χουλιαράκης τον υπονομεύει και παίζει το παιχνίδι της τρόικας καθώς είχε ήδη θέση στην Τράπεζα της Ελλάδος να τον περιμένει αν τα έσπαγε με την κυβέρνηση. Θα τον απέλυα την ίδια στιγμή, λέει σε κάποιο σημείο ο Βαρουφάκης. Τελικά ο Χουλιαράκης έγινε υπουργός.
Ο Γιάνης δεν είναι άνθρωπος που κρατά μυστικά. Έτσι δεν διστάζει να αποκαλύψει και τις ακριτομύθιες του Τσίπρα για υπουργούς του. Για τον Δραγασάκη, λέει, χρησιμοποιεί μια έκφραση που δεν μπορεί να γραφτεί, τον Τσακαλώτο θέλει να τον αφήσει να βράσει λίγο στην κοινοβουλευτική ομάδα επειδή του μίλησε άσχημα ενώ τον Σταθάκη δεν θέλει να τον δει στα μάτια του. Όσο για τον Λαφαζάνη, τον έβαλε στην κυβέρνηση για να μην κατουράει απέξω. Αυτά για όσους τρέφουν συντροφικές αυταπάτες.
Ξεχωριστό κεφάλαιο είναι οι τράπεζες. Ο Βαρουφάκης είναι λάβρος. Θεωρεί ότι βρίσκονται πίσω από κάθε επίθεση εναντίον του, έφτασαν μάλιστα μέχρι το σημείο να απειλήσουν το παιδί της συντρόφου του. Τις πρώτες πρωινές ώρες μιας Κυριακής, γράφει στο βιβλίο, μόλις έχει γυρίσει το παιδί από την βραδινή του έξοδο, χτυπά το τηλέφωνο και μια άγνωστη φωνή λέει «τι καλά που ο γιος σας επέστρεψε» περιγράφοντας στη συνέχεια την ακριβή διαδρομή που ακολούθησε. Υπάρχουν καλύτερα θέματα για να ασχολείστε από το ζήτημα των τραπεζών «αν θέλετε το παιδί να επιστρέφει σπίτι τα βραδιά» καταλήγει το τηλεφώνημα. Σε άλλο σημείο καταγγέλλει ένα μεγάλο σκάνδαλο μόνο που χρησιμοποιεί ψευδώνυμα. Ο «Άρης» και ο «Ζορμπάς», δυο τραπεζίτες που καταληστεύουν τις τράπεζες τους για να παραμείνουν στις διοικήσεις μετά την ανακεφαλαιοποίηση. Να λοιπόν κάτι ακόμα που πρέπει να διευκρινιστεί ενδεχομένως στη Βουλή. Ισχύουν οι καταγγελίες του; Αν ναι, τι έκανε ο ίδιος και η κυβέρνηση για να τις οδηγήσουν στη δικαιοσύνη;
Υπάρχει φυσικά ένα ζήτημα, κατά πόσο λέει αλήθεια ο Βαρουφάκης. Άλλωστε μια τουλάχιστον φορά έχει συλληφθεί ψευδόμενος, τότε που προσπάθησε να αρνηθεί ότι έδειξε το δάχτυλο στη Μέρκελ. Είναι άλλωστε συνηθισμένο άνθρωποι που έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους να βλέπουν παντού συνομωσίες εναντίον τους. Κι ο Βαρουφάκης έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Ακόμα και οι πιο ασήμαντες και τετριμμένες λεπτομέρειες γι’ αυτόν έχουν σημασία. Μετά από μια συνάντηση στη Νέα Υόρκη πραγματοποιεί, γράφει, το πιο «άγριο» όνειρό του, να περπατήσει μόνος στη βροχή χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς. Μια άλλη φορά τον φωτογραφίζουν πάνω στη μοτοσυκλέτα του μαζί με τον Τσακαλώτο κι έτσι, σημειώνει, η φωτογραφία δυο υπουργών πάνω σε μοτοσυκλέτα κυκλοφόρησε στα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου. Και βέβαια μας ανακοινώνει ότι σνομπάρει το υπουργικό αυτοκίνητο. Μου φτάνει η μοτοσυκλέτα μου, λέει. Ξεχειλίζει η αυταρέσκεια. Και ταυτόχρονα περισσεύουν οι πομπώδεις εκφράσεις, οι αναφορές στο «αίμα, ιδρώτας και δάκρυα» του Τσώρτσιλ, στην ελληνική επανάσταση ή στον ναζισμό. Όσο για ανακρίβειες μία σίγουρα έχει ενδιαφέρον. Οι τηλεοπτικοί σταθμοί, υποστηρίζει, δεν παρουσίασαν ποτέ κέρδη, ούτε πριν από την κρίση. Προσπαθεί έτσι να τεκμηριώσει την άποψη του ότι ήταν πάντα υποχείρια των τραπεζών. Δεν είναι έτσι. Για την ακρίβεια μπορεί να υποστηριχθεί ότι ίσχυε το αντίθετο. Οι τράπεζες έδιναν γενναία ποσά σε διαφημίσεις, ελπίζοντας ότι έτσι θα έχουν την ησυχία τους. Όσο για τους τηλεοπτικούς σταθμούς ορισμένοι είχαν κέρδη και μεγάλα.
Από την αφήγηση Βαρουφάκη δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ο Καμμένος. Η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, ισχυρίζεται, του προκαλεί «ναυτία». Την δικαιολογεί ωστόσο απόλυτα με το επιχείρημα ότι στήριξαν απολύτως τις διαπραγματεύσεις. Σε κάποια δύσκολη φάση τον πλησίασε ο Καμμένος και του είπε να μην τον ανησυχούν οι Γερμανοί γιατί του βρήκε πολλά δισεκατομμύρια από τις ΗΠΑ και ένα swap που θα κάνει ανώδυνη την έξοδο από το ευρώ! Το σχέδιο αποδείχθηκε φυσικά άλλη μια ωραιότατη φούσκα.
Στοιχειοθετούν όλα αυτά ποινικές ευθύνες του Βαρουφάκη; Προσωπικά δεν τις βλέπω. Άλλωστε όποιος και αν ήταν στη θέση του το αποτέλεσμα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικό. Μπορεί οι ιδιοτροπίες του Βαρουφάκη να κυριάρχησαν στα ΜΜΕ, η χώρα όμως πλήρωσε τις εμμονές του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα. Είναι άλλο ζήτημα φυσικά αν θα πρέπει κάποτε, με κάποιο τρόπο, να μάθουμε τι ακριβώς έγινε. Πώς βρεθήκαμε τόσο κοντά στην καταστροφή. Και πώς η πολιτική της χώρας καθορίστηκε από τόσο ανίδεους ή ακατάλληλους ανθρώπους.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην athensvoice.gr