Φέρνει ζάλη ο επικοινωνιακός πεντοζάλης

Πόπη Διαμαντάκου 16 Μαρ 2015

Ε??χει γίνει εθνικό και παγκόσμιο θέμα η μιντιακή υπερέκθεση κυβερνητικών παραγόντων, από τον υπουργό Οικονομικών ώς την πρόεδρο της Βουλής και ενδιαμέσως ορισμένοι ακόμη υπουργοί, οι οποίοι παραμένουν λαλίστατοι είτε σε πάνελ είτε σε όποιο μικρόφωνο προταθεί. Βρεθήκαμε λαός και κυβερνώντες στο επίκεντρο μιας παγκόσμιας μιντιακής σαπουνόπερας, η οποία σύμφωνα με τους πάγιους κανόνες του δημοφιλούς αυτού τηλεοπτικού είδους, προσφέρει άφθονο ηθικοπλαστικό θέαμα.

Η αλήθεια είναι ότι η μιντιακή φρενίτιδα που ξέσπασε με επίκεντρο πρόσωπα της καινούργιας ελληνικής κυβέρνησης ήταν αναμενόμενη και όχι μόνο λόγω των ενδυματολογικών τους αποκλίσεων, αλλά και λόγω της ενθουσιώδους χρήσης έως και κατάχρησης συμβολισμών για τη διαμόρφωση ενός νέου εθνικού αφηγήματος, του «πρώτη φορά αριστερά».

Γνωρίζουν όμως πολύ καλά όσοι ασχολούνται με την επικοινωνία ότι η ζωή στον κόσμο των συμβόλων ενέχει σοβαρότατους κινδύνους, ιδίως όταν πρόκειται για την πολιτική επικοινωνία. Γιατί η σημερινή αλήθεια μπορεί να γίνει η αυριανή παρωδία.

Κάπως έτσι βρεθήκαμε από τις εκλογές και εντεύθεν στη δίνη ενός άγριου επικοινωνιακού χορού, όπου σύμβολα του χθες, όπως και δηλώσεις, εξαγγελίες, υποσχέσεις, τροφοδότηση καθ’ υπερβολήν καημών και ελπίδων, καλές προθέσεις και πολιτικάντικοι ελιγμοί, εξελίσσονται σε προβλήματα του σήμερα με τη μορφή μιας αλληλουχίας παραδοξοτήτων. Και αυτές ως γνωστόν αποτελούν την ιδανική αφορμή για αλλεπάλληλα επεισόδια μιας σαπουνόπερας, όπου η Ελλάδα έχει τον ρόλο πότε της απατηθείσας πλην αγαθής κόρης, η οποία υπερασπίζεται την τιμή και την υπόληψή της, και πότε της βαμπιρικής, παρασιτικής πλην μοιραίας φιγούρας, που όλοι αγαπούν να μισούν στις σαπουνόπερες.

Οπως κι αν έχει, η μιντιακή υπερέκθεση εγχώριων κυβερνητικών εκπροσώπων, με αλλεπάλληλες συνεντεύξεις και αντικρουόμενες δηλώσεις, η αντιστροφή των εννοιών, το παιχνίδι των λέξεων, η συμβολοποίηση της δημόσιας τηλεόρασης, όπως και των απολυμένων καθαριστριών, παράγουν ήδη έναν εξωφρενικό θόρυβο, ο οποίος πόρρω απέχει από το να συγκροτεί μια νέα εθνική αφήγηση.

Πολύ περισσότερο όταν «απαντούν» σε αυτόν, εξίσου θορυβωδώς, αλλά έχοντες πλήρως τον επικοινωνιακό έλεγχο, ως πιο έμπειροι και κυρίως οργανωμένοι ως προς τον στόχο τους, Ευρωπαίοι και λοιποί αξιωματούχοι (Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ κ.λπ.), παίζοντας επίσης το παιχνίδι των συνεντεύξεων, των λέξεων και της συμβολοποίησης του «ελληνικού δράματος» ή «κωμωδίας», αναλόγως τον πολιτικό τους στόχο. Σε αυτό συμμετέχουν και μιντιακοί κολοσσοί από το BBC και την Bild ώς τους Financial Times. Παγκόσμιο και ευρύ το επικοινωνιακό πεδίο, όλοι ακούν όλους, κάθε λέξη και φράση έχει νόημα, ερμηνεύεται και αξιολογείται.

Ως εκ τούτου μπορεί να μη χορεύουν οι αγορές τον δικό μας πεντοζάλη, που υποσχέθηκε σε έναν προεκλογικό του ευφημισμό ο πρωθυπουργός, αλλά χορεύουμε όλοι σε μια ξέφρενη παρωδία του, κοιτώντας ο ένας τον άλλον μήπως και καταλάβουμε από τον διπλανό ή τον απέναντι κάτι που εμείς δεν εννοήσαμε.

Υπάρχει ένας βασικός κανόνας πάντως στη λειτουργία των ενημερωτικών Μέσων, ότι όσο πιο θολή είναι η πραγματικότητα μέσα από μια ομίχλη συμβόλων και ακατάσχετης φλυαρίας αξιωματούχων, κυβερνητικών και αντιπολιτευομένων στα πάνελα, τόσο μεγαλύτερη μπορεί να γίνει η δική τους αξιοπιστία, αναπαράγοντας τη σύγχυση ως ξένη προς τη δική τους λειτουργία κατάσταση.

Κάπως έτσι η υπερέκθεση πολιτικών στους προβολείς και τα μικρόφωνα, όποιο ρόλο και θέση κι αν έχουν, κάθε άλλο παρά οδηγεί στην κατανόηση των θέσεών τους ή στη σύνθεση μιας νέας πραγματικότητας, στην οποία να αναδεικνύονται μάλιστα ρυθμιστές. Κοινώς παγιδεύεται το φιλοθεάμον, άρα ο τόπος ολόκληρος, σε μια επικίνδυνη ακινησία, με διαλείμματα φαντασμαγορίας εκκεντρικών συμπεριφορών και λάιφ στάιλ φωτογραφήσεων.

Οποια προσπάθεια κι αν γίνεται για τη διαμόρφωση νέων προτύπων του αφηγήματος «πρώτη φορά αριστερά», το πρόβλημα για την κατανόηση και την αποδοχή του δεν περιορίζεται στη συμμετοχή στην κυβέρνηση ενός ξένου με τις αρχές της αριστεράς κόμματος όπως οι ΑΝΕΛ, ούτε στην εκκεντρική, μιντιακή περσόνα του υπουργού Οικονομικών κ. Βαρουφάκη, αλλά στην απουσία ελέγχου και συντονισμού του Επικοινωνιακού Οικοδομήματος.

Ενός οικοδομήματος, το οποίο προβάλλει σαν γίγαντας με σπασμωδικές κινήσεις και δεν ελέγχει η δεξιά του τι ποιεί η αριστερά του, πού πατά το ένα πόδι και πού το άλλο, πού στρέφει την κεφαλή και πού την πλάτη. Κι αν στο μακό μπλουζάκι που φορεί γράφει «δημοψήφισμα», χωρίς να σημαίνει κάτι, όπως οι στάμπες με τις κεφαλές του Τσε κάποτε σε εφηβικά T-shirt, ποιον να πείσει, όταν λίγες εβδομάδες πριν, αναφερόταν και πάλι από κυβερνητικά χείλη, όπως και από εκείνα της προέδρου της Βουλής, όταν υποδεχόταν τον νέο Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Εκτός και αν αυτοί επίσης εννοούσαν κάτι άλλο και όχι την παραμονή μας στο ευρώ. Τα  Μέσα  από  μόνα τους πάντως δεν είναι ούτε καλοπροαίρετα ούτε εξ ορισμού κακοπροαίρετα, αποτυπώνουν, καθρεφτίζουν και ναι, μεγεθύνουν το ελάττωμα, όπου αυτό υπάρχει.