—ένα διήγημα του Βασίλη Πεσμαζόγλου—
Ιούνιος 2018, Αθήνα
Το κουδούνι χτύπησε επίμονα. Ή έτσι του φάνηκε. Ανοίγοντας την πόρτα, ο Μάνος αντίκρισε δύο καλογυμνασμένους τύπους. Ο ένας πανύψηλος, ο άλλος κοντοστούπης. Αμφότεροι μαυροντυμένοι, με τατουάζ στα μπράτσα. Έμοιαζαν με μπράβους. Τα φαινόμενα απατούν; Ενίοτε, όχι πάντα. «Ήρθαμε να σου μιλήσουμε», είπε ο ψηλός, κοιτάζοντάς τον μέσα από γυαλιά που έκρυβαν τα μάτια του και καθρέφτιζαν το πρόσωπο του εκάστοτε συνομιλητή του. Γυαλιά ηλίου. Ηλίου φαεινότερον το απειλητικόν του πράγματος.
Δεν χρειάστηκε να τους προσκαλέσει μέσα. Μπήκαν πριν απαντήσει. Στρογγυλοκάθισαν στον ξεφτισμένο καναπέ, απέναντι από το σχολικών προδιαγραφών ξύλινο γραφειάκι με τον υπολογιστή και το ρούτερ.
Τα φαινόμενα μάλλον δεν απατούσαν. Έμοιαζαν με κάτι μαφιόζους που είχε δει σε ταινίες. Ανάβοντας τσιγάρο χωρίς να ζητήσει την άδεια, ο διοπτροφόρος δίμετρος φαλακρός τύπος του δήλωσε με τον δέοντα στόμφο:
«Έχουμε να σου κάνουμε μια πρόταση». Εξυπακουόταν ότι θα έπρεπε να τη δεχτεί.
Καθώς έψαχνε να βρει τασάκι, είδος εν ανεπαρκεία στο δια ροπάλου αντικαπνιστικό διαμέρισμά του, ο Μάνος σκέφτηκε όλα όσα είχαν προηγηθεί. Όπως η ζωή που παρελαύνει μπροστά στα μάτια του μελλοθάνατου.
«Για όλα φταίει η Μαίρη», σκέφτηκε.
Ναι, η Μαίρη. Είχαν περάσει δύο χρόνια από τότε.
Διαβάστε τη συνέχεια στο dimartblog