Στα τηλεοπτικά πάνελ -και δυστυχώς όχι μόνο σ’ αυτά- οι δημοσιογράφοι έχουν αντικαταστήσει τους πολιτικούς. Οχι μόνο σαν φυσικές παρουσίες, αυτό είναι το λιγότερο. Αλλά σαν εκπρόσωποι κομματικών απόψεων. Και μερικές φορές και σαν εκπρόσωποι επιχειρηματικών συμφερόντων. Δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, συμβαίνει κάποια χρόνια τώρα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει τίποτα. Η πολύχρονη επανάληψη δεν σημαίνει απαραίτητα και αποδοχή, ότι πρόκειται δηλαδή για κάτι που «έτσι πρέπει να γίνεται». Το αντίθετο. Αυτό δεν πρέπει να γίνεται. Προφανώς η προσωπική άποψη δεν θα ακυρώσει την πραγματικότητα, δεν υπάρχουν τέτοιες ψευδαισθήσεις. Θα έπρεπε όμως η προσωπική αυτή άποψη να αθροιζόταν στις απόψεις όλων εκείνων που κάνουν αυτή τη δουλειά και δεν θέλουν να θεωρούνται φορείς κομματικών απόψεων. Είναι ένα άλλο θέμα αυτό όμως, για το οποίο ούτε καν το σωματείο των δημοσιογράφων δεν έχει δείξει ιδιαίτερη ανησυχία.
Αυτή την πολύχρονη πραγματικότητα τη βιώνουμε καθημερινά και μάλλον δεν πρέπει να την κατατάξουμε στα δεδομένα άνευ σημασίας. Η ποιότητα της ενημέρωσης, ιδιαίτερα σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής, πολιτικής και πολιτιστικής κρίσης, έχει τεράστια σημασία. Σίγουρα μεγαλύτερη απ’ ό,τι φανταζόμαστε. Τα γεγονότα παρερμηνεύονται, κρύβονται σημαντικές πλευρές τους και μένουν στη σκιά παράμετροι μείζονος σημασίας. Και μια τέτοια παραποιημένη παράθεση μπορεί και επηρεάζει πολιτικές, αλλά και συνειδήσεις. Και σ’ αυτό το καθόλου καθαρό παιχνίδι, οι δημοσιογράφοι έχουμε ανάλογες ευθύνες.
Δεν αναφέρομαι μόνο σε αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας πολύ πρόσφατα για τον ρόλο δημοσιογράφων στα παιχνίδια της τρόικας. Πως, δηλαδή, οι εκπρόσωποι των δανειστών, με συνεργασία κυβερνήσεων που υλοποιούσαν μνημόνια, προωθούσαν παραποιημένες ειδήσεις και στοιχεία προκειμένου να «περάσουν» τις πολιτικές τους. Αποκαλύψεις στις οποίες έπαιξαν τον ειδικό ρόλο τους και δημοσιογράφοι, αποκαλύψεις που ωστόσο σίγουρα δεν συνάντησαν την προσοχή που τους έπρεπε. Αναφέρομαι κυρίως σε αυτή την καθημερινή «πληροφόρηση», ιδιαίτερα από τα τηλεοπτικά δελτία, όπου δημοσιογράφοι καλούνται να αντικαταστήσουν κομματικούς εκπροσώπους.
Τις ημέρες που πέρασαν, η ιστορία των φαρμάκων με την περίφημη τροπολογία Γεωργιάδη κυριάρχησε στην επικαιρότητα. Δεν είναι μια απλή ιστορία. Παίζονται τεράστια οικονομικά συμφέροντα γύρω από το κύκλωμα φαρμάκων, γενόσημων, εταιρειών παρασκευής και των σχετικών λόμπι. Συμφέροντα στα οποία και οι δημοσιογράφοι (για την ακρίβεια, κάποιοι δημοσιογράφοι) έπαιξαν και πάλι έναν περίεργο ρόλο. Στην καλύτερη περίπτωση λόγω αφέλειας, στη χειρότερη λόγω ιδιοτέλειας.
Ο μέσος θεατής ή και αναγνώστης ακόμα κυρίαρχων (από πλευράς επιρροής) μέσων ενημέρωσης αμφιβάλλω αν κατανόησε το ζήτημα. Δεν βοηθήθηκε από τους πολιτικούς -που ακολουθούσαν απλώς κομματικές γραμμές-, δεν βοηθήθηκε ούτε από τους δημοσιογράφους που έμοιαζαν να παίζουν το ίδιο παιχνίδι με τους προηγούμενους. Κυριάρχησε και εδώ, όχι τυχαία, το απόλυτο χάος. Ακούγαμε για τιμές, εισαγόμενα, ισραηλινές εταιρείες, γενόσημα, αλλά δεν ακούγαμε όλη την αλήθεια. Και πώς θα μπορούσε να ακουστεί αυτή, όταν δημοσιογράφοι αντιμετώπιζαν το θέμα αφενός μεν με βαθύ έλλειμμα γνώσης, αφετέρου δε με κατευθυνόμενη πληροφόρηση. Κατευθυνόμενη είτε από πολιτικούς φορείς είτε από επιχειρηματικά συμφέροντα. Το παράδειγμα μιας οπαδικής εφημερίδας, η οποία άφησε στην άκρη την ομάδα της για να προβάλει με πηχυαίους τίτλους τη μια πλευρά της «αλήθειας» στον πόλεμο των φαρμάκων, είναι κάτι περισσότερο από ενδεικτικό. Οταν μάλιστα, με τα ιδιοκτησιακά συμφέροντα τής (επαναλαμβάνω, οπαδικής) εφημερίδας ταυτίζονται και οικονομικά συμφέροντα στον συγκεκριμένο χώρο, το παράδειγμα ξεπερνάει τον χαρακτηρισμό «ενδεικτικό» και πάει πολύ μακρύτερα.
Σε μια χώρα με στοιχειώδη ανεξάρτητα Μέσα, ένας τίτλος θα έπρεπε να κυριαρχεί: «Τι συμβαίνει με τον πόλεμο των φαρμάκων». Και πίσω από αυτό τον τίτλο να καταγράφεται ουδέτερα η πραγματικότητα ώστε ο αναγνώστης, ο θεατής, ο ακροατής να κρίνει. Με τη βοήθεια των ανθρώπων που έχουν γνώση για το θέμα, γνώση που δεν επηρεάζεται από ποικιλώνυμα συμφέροντα. Προφανώς και υπάρχουν τέτοια Μέσα σε αυτή τη χώρα. Αλλά είναι λίγα και σίγουρα όχι με τέτοιο βαθμό επιρροής ώστε να πληροφορούν αντικειμενικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Αυτό το κομμάτι «πληροφορείται» και κρίνει από δημοσιογράφους που διασυνδέονται με επιχειρηματικά συμφέροντα και δημοσιογράφους που διασυνδέονται με κομματικά συμφέροντα…