Ε????ίσαι γλείφτης του Τσίπρα». «Και εσύ είσαι κωλοτούμπας». Εξαίρετη πρωινή τηλεοπτική ενημέρωση! Παρουσιαστής και πολιτικός όρθιοι, έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Καλά καλά δεν έχει καταλάβει τον λόγο ο αγουροξυπνημένος τηλεθεατής, αλλά μικρή σημασία έχει. Στην οθόνη δύο καθημερινά, οικεία πρόσωπα, Γιώργος Παπαδάκης και Αδωνις Γεωργιάδης. Καθηλώνεται. Αυτό είναι το σπουδαίο. Μπροστά του εξελίσσεται ένα εκ των συνηθέστερων ευγενών σόου υψηλής υπευθυνότητας δύο επαγγελματιών της δημοσιότητας. Συνεπείς προς τον τηλεοπτικό εαυτό τους τον αφήνουν αχαλίνωτο να ξεσπά ο εις εναντίον του άλλου, παράγοντας θέαμα της δέουσας τοξικότητας, στην οποία επί μακρόν εθίζει, αυτού του είδους η τηλεόραση, το κοινό της.
Μια χώρα στο χείλος του γκρεμού και μια χούφτα εκ των πολιτικών και τηλεοπτικών διασημοτήτων της δίνει ακόμη, με λυσσώδες πάθος, τη μάχη της τηλεθέασης, της ατάκας που θα προκαλέσει, του καβγά που θα συζητηθεί. Εχουμε τόσο εθιστεί σε αυτή τη φαντεζί, με τηλεοπτικούς όρους, δημοκρατία, που ελάχιστους παραξενεύει ή έστω ελάχιστα συζητείται πλέον το συνολικό θέαμα της ακατάσχετης φλυαρίας ανά τα παντός είδους πάνελα, με πολιτικούς, οι οποίοι υποβοηθούμενοι από τους κατάλληλους παρουσιαστές, ουρλιάζουν ότι καταστρεφόμαστε ή σωζόμαστε -αναλόγως το κόμμα στο οποίο ανήκουν- αφήνοντας υπαινιγμούς για διαπλοκές, για υπόγειες συνεργασίες και «κολεγιές» με εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Εξοχη ατμόσφαιρα πλήρους παρακμής του διαλόγου σε μια χώρα, η οποία βαυκαλίζεται ότι τον εφηύρε.
Η εν λόγω εκπομπή έχει μακρά ιστορία σε υπερπαραγωγές εκτόνωσης θυμού – από τις κορυφαίες της στιγμές το χαστούκι Κασιδιάρη. Αλλά δεν αποτελεί παρά απλώς συμπυκνωμένο παράδειγμα ενός είδους ενημερωτικής -κατ’ ευφημισμόν- τηλεόρασης, η οποία καθιερώθηκε από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ιδιόμορφου εγχώριου μοντέλου τηλεοπτικού ανταγωνισμού.
Ο συνδυασμός του κυνισμού στο κυνήγι της τηλεθέασης, με την πλήρη απουσία οποιουδήποτε κανόνα, οποιουδήποτε δημοκρατικού δέους εν κατακλείδι, στην παραγωγή θεάματος, οδήγησε στην καθιέρωση αυτού του τοξικού πολτού δήθεν ενημερωτικής τηλεόρασης. Μιας τηλεόρασης, όχι περιθωριακής, όπως αλλού, αλλά αντιθέτως, αποτέλεσε την επίσημη δεξαμενή τηλεοπτικών και πολιτικών προτύπων της χώρας καθιερώνοντας ανάλογο δημόσιο λόγο. Λόγο αποσπασματικό, ανερμάτιστο, ο οποίος ευτελίζει τον δημοκρατικό διάλογο σε φαρσοκωμωδία.
Ηταν στα χρόνια της ευδαίμονος αφασίας, που εθιστήκαμε σε αυτό τον μη λόγο, πάντα επίφοβο να καταλήξει σε χειροδικία. Τότε εκχωρήθηκε εκ της πολιτικής σκηνής στην τηλεοπτική η αρμοδιότητα να διαμορφώνει κλίμα, να συντάσσει επιχειρήματα και να αναδεικνύει πρωταγωνιστές προς τροφοδότηση και ανανέωση των κομματικών της θιάσων, μέσα από γεγονότα, τα οποία πληρούσαν τηλεοπτικούς όρους.
Για να είμαστε συνεπείς ως προς το κλίμα εκείνης της εποχής, αυτή ήταν μια μέθοδος άσκησης εξουσίας, η οποία δεν ακολουθήθηκε μόνον από την εγχώρια πολιτική σκηνή. Το σύγχρονο πολιτικό μάνατζμεντ είχε αναγάγει σε υψηλή τέχνη την αφομοίωση τηλεοπτικών όρων στη δημιουργία ενός «δημοφιλούς μύθου» κάθε πολιτικού, ο οποίος διεκδικούσε ψήφο, αρχηγία ή διακυβέρνηση. Για τον Σαρκοζί έλεγαν οι Γάλλοι αναλυτές το 2007, ότι είχε μετατρέψει την εκτελεστική εξουσία σε εξουσία «εκτέλεσης» γυρίσματος, με την τηλεοπτική και κινηματογραφική έννοια του όρου. Και ήταν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, που Αμερικανοί πολιτικοί αναλυτές έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου για τις δημοκρατίες, οι οποίες γίνονται όλο και λιγότερο διαβουλευτικές, ενώ οι πολίτες κατακλύζονται από το συμβολικό θέαμα της πολιτικής και αδυνατούν να κρίνουν τους πολιτικούς και την ορθότητα των επιλογών τους.
Ολη αυτή η μετατόπιση του πολιτικού προς το τηλεοπτικό, η οποία προκαλούσε ήδη επί δύο δεκαετίες συζητήσεις και μέσα από αυτές, διαμόρφωνε μια στοιχειώδη συνείδηση στους πολίτες των χωρών όπου διεξάγονταν και ως εκ τούτου στοιχειώδη συγκρότηση της κρίσης τους, έτυχε ενθουσιώδους αντιγραφής από μια χώρα, όπου δεν υπήρξε ποτέ συγκροτημένη αντίληψη για τον ρόλο της τηλεόρασης στη λειτουργία της δημοκρατίας και τα όρια του θεάματος. Ασυγκράτητο το πολιτικοτηλεοπτικό θέαμα επί ένα τέταρτο του αιώνα, παράγει σε αυτό τον τόπο συνθήκες σύγχυσης και αλλεπάλληλων συγκρούσεων πανελικής αισθητικής.
Πρόκειται για την αισθητική, η οποία διαμορφώθηκε από την άκριτη και συλλήβδην εφαρμογή της βασικής αρχής του τηλεοπτικού ανταγωνισμού, αυτή στην οποία βασίζεται το κυνήγι της τηλεθέασης και που είναι η διαμόρφωση και η συντήρηση ενός κοινού σε μόνιμη κατάσταση ανωριμότητας. Κατάσταση χάρη στην οποία μπορεί να απολαμβάνει ως έκπληξη αλλεπάλληλα, παρόμοια τηλεοπτικά επεισόδια. Πόσους καβγάδες των ιδίων αντέχει να δει; Κι όμως, τους ξαναβλέπει, σαν να μένει ακίνητος ο χρόνος.
Δυστυχώς αυτή η κίνηση, αέναων κύκλων γύρω από γεγονότα, τα οποία επανεμφανίζονται, τυγχάνουν πλούσιας αρθρογραφικής επεξεργασίας -ευτυχώς η ανησυχία δεν έχει εκλείψει- αλλά χωρίς να καταλήγουμε σε ρήξη με τις αιτίες αναπαραγωγής τους, αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της δημόσιας σφαίρας, ένα είδος πλέον πολιτισμικού χαρακτηριστικού. Αλλά είναι όλως διόλου τηλεοπτικό.