Η ψηφοφορία στη Βουλή για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι φανερή –ως μη όφειλε: σε κανένα πολίτευμα του κόσμου, ούτε στο δικό μας πριν από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, δεν νοείται κάμψη του κανόνα μυστικότητας για την εκλογή ενός προσώπου. Μια κακή θεσμική στιγμή -ο τρόπος διεξαγωγής μιας συγκεκριμένης ψηφοφορίας- έφερε μια ακόμη χειρότερη: την ανατροπή ενός θεμελίου της δημοκρατίας, που θέλει τις επιλογές με πολιτειακή σημασία να γίνονται εν συνειδήσει και χωρίς τις πιέσεις της κοινής γνώμης και των μέσων ενημέρωσης.
Να, όμως, που, στη σημερινή συγκυρία, αυτό το λάθος έχει ένα «καλό»: θα φανερώσει πώς αντιλαμβάνονται το ρόλο τους, τη Δημοκρατία και τη χώρα οι 300 βουλευτές μας – καθένας ξεχωριστά και φανερά. Κι έτσι θα μας «μιλήσει», πιο εύγλωττα από οτιδήποτε άλλο, και για τους εκπροσώπους μας και για το συλλογικό εαυτό μας και για τη μοίρα που μας αξίζει.
Θα ψηφίσουν οι βουλευτές με βάση το κομματικό ή το γενικό συμφέρον; Κι όσοι διαλέξουν, διανοητικά ή ψυχικά, το δεύτερο, πώς θα ερμηνεύσουν άραγε το συμφέρον της Πολιτείας; Ως δικαίωμα στην ομαλότητα, που δεν σημαίνει ισοπέδωση ή μη αλλαγή, αλλά ισορροπία των θεσμών (ο Πρόεδρος, έστω και με τον κυρίως συμβολικό του ρόλο, είναι υπερβολικά σημαντικό πρόσωπο για να μετατραπεί σε πρόφαση) και κυρίως δικαίωμα στην ελπίδα της μελλοντικής ομαλότητας (αφού μια ενδεχόμενη μη εκλογή θα ανοίξει ένα ασκί στο οποίο ο Αίολος φυσά ήδη με μανία); Ή ως ευκαιρία για δοκιμασία ορίων –του πολιτεύματος, της αντοχής ατόμων, ομάδων και συστημάτων εντός και εκτός Ελλάδας, εν τέλει του «υποδείγματος της μεταπολίτευσης»- μπροστά σε εκείνο που ορισμένοι –στο πολιτικό σύστημα και στην κοινωνία- βλέπουν ως μια προϊούσα εξάντληση; Κι έναντι του μοναδικού προτεινόμενου για το αξίωμα πώς θα σταθούν; Φέρνοντας σε δεύτερη μοίρα την –ούτως ή άλλως όχι φανατική- κομματική του ταυτότητα και προβάλλοντας προσόντα όπως η μετριοπάθεια, το ήθος και η δυνατότητα να σταθεί και να βοηθήσει τη χώρα σε διεθνές επίπεδο; Ή κάνοντας τον σύμβολο ενός πράγματι προβληματικού «συστήματος», που επιπλέον, στα μάτια όσων βλέπουν έτσι τα πράγματα, το μόνο που θέλει είναι να διασωθεί και να ανακυκλωθεί; Και, τέλος, πώς θα μετρήσουν και πώς θα ζυγίσουν μέσα τους τις έμμεσες αλλά σαφείς και κρισιμότατες «παράπλευρες» συνέπειες της εκλογής ή της μη εκλογής- οικονομικές, κυρίως, αλλά και κοινωνικές (βάθεμα μιας πόλωσης που ήδη έχει κάνει την Ελλάδα μια χώρα χωρίς ιστό), πολιτικές (με τη βεβαιότητα έντασης και την ορατή πιθανότητα αλλεπάλληλων συγκρούσεων), «ταυτοτικές» (τι εικόνα δίνει, στον εαυτό του και προς τα έξω, ένα πολιτικό προσωπικό και ένα κοινωνικό σώμα που δεν μπορούν να βρουν σημείο συνεννόησης ούτε καν μπροστά στον κίνδυνο της αυτοανάφλεξης);
Η φανερή ψηφοφορία θα φέρει τους βουλευτές αντιμέτωπους με τους εαυτούς τους, με τα κόμματα τους και τον τρόπο που εκείνα καταλαβαίνουν κι επιβάλλουν την πειθαρχία. Θα τους φέρει επίσης κοντύτερα σε με μια κοινή γνώμη που περιμένει αμήχανη αλλά ενστικτωδώς ανοιχτή σε όλες τις πιθανότητες, χωρίς, εφόσον η ψυχραιμία έχει προ καιρού χαθεί, να τις αξιολογεί.. Από τους ταγούς περιμένει κάποια ιεράρχηση. Και, από αύριο, κάποιο σήμα για το τι έρχεται για όλους μας.