Φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης

Χρίστος Αλεξόπουλος 28 Ιουλ 2013

Ιούλιος του 2013, δηλαδή πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και ήδη φαίνονται τα πρώτα επικίνδυνα σημάδια κοινωνικής αποσύνθεσης. Ξυλοκοπούνται υπουργοί και γενικότερα πολιτικά πρόσωπα δημοσίως, οι εκπρόσωποι του ελληνικού λαού στη Βουλή επικοινωνούν χαρακτηρίζοντας ο ένας τον άλλο δωσίλογο, πουλημένο, προδότη, ενώ δεν διστάζουν στο πλαίσιο της κοινοβουλευτικής τους δραστηριότητας να απειλούν αλλήλους με σφαγές και εκτελέσεις. Ο ευτελισμός και η χυδαιότητα της γλώσσας είναι πρωτοφανή. Στο πλαίσιο κενών περιεχομένου μονολόγων και χωρίς ίχνος σεβασμού στους έλληνες πολίτες απαξιούν ή είναι ανίκανοι να αρθρώσουν πολιτικό λόγο με τεκμηριωμένες προτάσεις και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για την έξοδο από την κρίση, η οποία απειλεί να ισοπεδώσει τη χώρα. Δυστυχώς όμως το πρόβλημα και ο κατήφορος δεν σταματούν εδώ. Με την ίδια λογική ανευθυνότητας κινείται και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Η φοροδιαφυγή συνεχίζει να ευδοκιμεί. Σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία στον τύπο το 80% αυτών, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στον τουρισμό στη Ρόδο, φοροδιαφεύγουν. Η Ρόδος είναι μόνο ένα τυχαίο παράδειγμα. Η γελοιότητα δε του θέματος αναδεικνύεται με επίταση, διότι ο τουρισμός είναι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας και οι προσδοκίες μεγάλες σε σχέση με την συμβολή του στην παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος. Είναι δε σχήμα οξύμωρο, ο πρωθυπουργός της χώρας να εξαγγέλει μείωση του Φ.Π.Α. στην εστίαση από 23 % σε 13 % και οι επαγγελματίες του χώρου να επισημαίνουν, ότι μάλλον δεν θα μειωθούν οι τιμές, διότι απορρόφησαν οι ίδιοι προηγούμενες αυξήσεις. Δεν περιορίζεται όμως το πρόβλημα στη φοροδιαφυγή. Η αυτοδικία, ως έκφραση πολιτικής αντίθεσης, αρχίζει να ανεβάζει τα ποσοστά της. Το να φάει ένα πολιτικό πρόσωπο ξύλο έχει αρχίσει να αποτελεί καθημερινότητα, αν σε πραγματικό επίπεδο όχι σε αυτό το βαθμό, στη σκέψη ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας νομιμοποιείται ως τρόπος έκφρασης της αντίθεσης. Η βίαιη συμπεριφορά κερδίζει έδαφος, ενώ ο διάλογος ως μέσο επικοινωνίας και συνεννόησης χάνει το νόημα του. Οι διάφοροι πολιτειακοί θεσμοί και ιδιαιτέρως η δημόσια διοίκηση θεωρούνται αναξιόπιστοι ή ότι δεν υπηρετούν τον έλληνα πολίτη. Συνεχώς διευρύνεται στην κοινωνική βάση η αίσθηση, ότι δεν υπάρχουν κανόνες και δικαιοσύνη στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και ότι πρέπει να διεκδικούνται όλα με κάθε μέσο. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και η αίσθηση του κοινωνικού συμφέροντος δεν βιώνονται ως υπαρκτό πλαίσιο της καθημερινότητας του απλού πολίτη. Σε ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας και ιδιαιτέρως στους νέους δημιουργείται ή μάλλον παγιώνεται η εντύπωση, ότι οι μόνες εναλλακτικές λύσεις, που απομένουν, είναι ή η διεκδίκηση με κάθε μέσο και τρόπο μιας «θέσης στον ήλιο» ή η μετανάστευση.

Και ενώ τα φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης ακολουθούν ανοδική πορεία, το πολιτικό σύστημα, το οποίο φέρει την κύρια ευθύνη για αυτήν την κατάσταση, αδυνατεί να επαναπροσδιορίσει τη στάση του και να κινηθεί ως πρωτοπορεία στην προσπάθεια να ανακάμψει η χώρα. Σίγουρα είναι ένα δύσκολο εγχείρημα, διότι η παρακμή δεν αφορά μόνο στο ίδιο, αλλά στο σύνολο της κοινωνίας. Πρέπει να επαναπροσδιορίσουν το περιεχόμενο τους πολλά κοινωνικά συστήματα, ώστε να αρχίσει η ελληνική κοινωνία να λειτουργεί με βάση κανόνες, αίσθηση της μεγάλης σημασίας της υπηρέτησης του κοινωνικού συμφέροντος και πίστη σε ένα καλύτερο μέλλον. Όμως το πολιτικό σύστημα είναι εκείνο, το οποίο με τις αποφάσεις του δεσμεύει το μέλλον και προσδιορίζει την ισορροπία των υπολοίπων κοινωνικών συστημάτων, ενώ με την λειτουργία του οριοθετεί και τη δυνατότητα ανάπτυξης πνεύματος συνεργασίας τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Χωρίς λογική συνεργασίας και συνεννόησης, ώστε να αναδεικνύονται τα κοινά σημεία και να καθίστανται οι συναινέσεις εφικτές, δεν μπορεί να υπάρξει ιστορική συνέχεια και δημιουργικότητα σε κοινωνικό επίπεδο, ούτε και να συνειδητοποιείται η μεγάλη και καθοριστική σημασία του κοινωνικού συμφέροντος για την πρόοδο και την ευημερία ενός τόπου. Δυστυχώς στο πλαίσιο μιας στρεβλής ανάπτυξης της χώρας, η οποία δεν είχε βάσεις και θεμέλια με προοπτική,η ελληνική κοινωνία έχασε κάθε επαφή με την έννοια του κοινωνικού συμφέροντος. Υποκαταστάθηκε από τον ατομικισμό, την διαφθορά, την πελατειακή λογική και τον ανταγωνισμό. Σε αυτή την πορεία παρακμής το πολιτικό σύστημα φέρει τεράστια ευθύνη. Και αυτό αφορά στο σύνολο των σχηματισμών, οι οποίοι συνθέτουν το πολιτικό σύστημα. Απλά διαφοροποιείται η ποσόστωση σε σχέση με τον βαθμό της ευθύνης.

Άμεσα πρέπει να αλλάξουν τα κοινωνικά συστήματα όπως το οικονομικό, το εκπαιδευτικό, το πολιτικό, το σύστημα της δημόσιας διοίκησης και πολλά άλλα, ώστε να αρχίσει η ανάκαμψη όχι μόνο της οικονομίας αλλά και της κοινωνίας συνολικά. Για να γίνει αυτό, πρέπει να αρχίσουν σταδιακά, αλλά με ταχύτητα, να πληρούνται βασικές προϋποθέσεις. Κατ΄αρχήν από τη μικρή ηλικία, στο σχολείο, πρέπει να μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα να συνεργάζονται και να σκέπτονται, αλλά και να σχεδιάζουν σε βάθος χρόνου και όχι να αρκούνται μόνο στο παρόν, όταν αναπτύσσουν δραστηριότητα. Οι επιπτώσεις της δραστηριοποίησης στο παρόν δεσμεύουν και οριοθετούν το μέλλον. Εάν είχαν ακολουθήσει αυτή την αρχή οι πολιτικοί και τα κόμματα αλλά και τα άλλα κοινωνικά συστήματα, όπως το οικονομικό, το συνδικαλιστικό, το υγείας και πολλά άλλα, δεν θα έφτανε η Ελλάδα στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Δεν μπορεί γιά παράδειγμα οι κοινωνικοί εταίροι να μην είναι σε θέση να κάνουν συμβιβασμούς με στόχο τη διασφάλιση του κοινωνικού συμφέροντος. Αυτό δεν σημαίνει, ότι πρέπει να καταργούνται οι ιδεολογικές αφετηρίες των εταίρων. Οι όποιες αλλαγές όμως πρέπει να διαθέτουν την αποδοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας, για να γίνουν αποδεκτές. Οι βίαιες ανατροπές δεν καρποφορούν πλέον σε ένα κόσμο, ο οποίος διαπλέκεται στο έπακρο και χαρακτηριζεται από μεγάλο βαθμό αλλελεξάρτησης. Γι΄αυτό και η πραγματική πρόοδος στη σύγχρονη εποχή στηρίζεται στη δυνατότητα μιας κοινωνίας να κάνει στο σωστό χρόνο τις μεταρρυθμίσεις, τις οποίες χρειάζεται η δυναμική της εξέλιξης.

Εάν δεν πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις όμως, καμμιά μεταρρύθμιση δεν είναι εφικτή. Κατ΄αρχήν το πολιτικό σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να κάνει ουσιαστικό διάλογο με βάση μακροπρόσθεσμο σχεδιασμό, τουλάχιστον σε βάθος 20ετίας και πέρα από ιδεολογικές διαφορές, να βρίσκει κοινά σημεία, ώστε να μπορεί να καταλήξει σε συμβιβασμούς και συναινέσεις. Αυτό δεν σημαίνει, ότι παραιτούνται τα κόμματα από τη σημαντική παράμετρο της δημοκρατίας, την άσκηση κριτικής. Απεναντίας είναι απαραίτητη για λειτουργικούς λόγους, αρκεί να έχει ουσία και να είναι εποικοδομητική΄και να μην εξαντλείται στο λαϊκισμό του «όχι σε όλα» η στην απόρριψη όλων των προτάσεων της αντιπολίτευσης. Η παγκόσμια πραγματικότητα στην ιστορική της πορεία έχει αμβλύνει τις μεγάλες ιδεολογικές διαφορές του παρελθόντος και η συνεννόηση είναι πλέον πιο εύκολη. Τα προβλήματα της σύγχρονης εποχής υπερβαίνουν τα όρια των τοπικών κοινωνιών και των εθνικών οντοτήτων. Οι λύσεις στα όποια προβλήματα, όπως αυτό που αντιμετωπίζει και η Ελλάδα, κινούνται σε υπερεθνικό επίπεδο και απαιτούν την διεθνή ή ευρωπαϊκή συνεργασία. Γι΄αυτό δεν έχει νόημα ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός των αγνών προθέσεων του ενός κόμματος σε αντιδιαστολή με τη κυβερνητική πολιτική.

Εάν η προϋπόθεση του διαλόγου πληρούται, τότε πρέπει να έχει προοπτική ολοκλήρωσης σε βάθος χρόνου, όπως το επιβάλλει ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός τουλάχιστον 20ετίας, χωρίς, όπως ήδη έχει επισημανθεί, να παραιτούνται οι διαλεγόμενοι από το δικαίωμα και καθήκον άσκησης κριτικής.

Προϋπόθεση για τέτοιας ποιότητας πολιτική λειτουργία είναι, οι νοητικές διεργασίες τόσο στο πολιτικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο να μην βασίζονται σε μια στατική θεώρηση του χρόνου. Αυτή η παράμετρος είναι πολύ σημαντική, διότι ουσιαστικά καταδεικνύει, ότι σε αυτή την περίπτωση δεν προσεγγίζεται η πραγματικότητα στη δυναμική προβολή της στο χρόνο, οπότε δεν γίνεται αντιληπτή και η ανάγκη συναινέσεων για να υπάρχει συνέχεια. Αυτή η δυναμική λειτουργία της νόησης σε σχέση με την προσέγγιση της πραγματικότητας στην Ελλάδα χρειάζεται να οικοδομηθεί με πολύ μεγάλη επιμονή και συστηματικό σχέδιο. Ο λόγος για αυτή την δυσκολία σχετίζεται με την ανυπαρξία δυναμικών δομών στην κοινωνία και την μη ύπαρξη πολιτισμικής συνέχειας. Δεν παράγει η Ελληνική κοινωνία πλέον πολιτισμικές αξίες. Η όποια αναφορά γίνεται σε αυτές, έχει συνήθως φολκλορική διάσταση. Ως περιφερειακή κοινωνία αρκείται στην κατανάλωση αξιών, οι οποίες στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος διοχετεύονται εδώ και χρόνια στο κοινωνικό σώμα. Οπότε στο επίπεδο της νόησης υπάρχει στασιμότητα ως προς τον τρόπο ζωής και μια άλλη εντελώς διαφορετική οπτική, η οποία δεν βασίζεται στη δυναμική σχέση με το χρόνο. Αυτό θα προϋπέθετε την ενεργητική παρουσία στο γίγνεσθαι τοπικό, εθνικό και υπερεθνικό με τρόπο δημιουργικό, παραγωγικό. Κάτι τέτοιο όμως μειώνει τον καταναλωτισμό και αυξάνει την κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας, διότι η δημιουργικότητα σημαίνει και αλλαγές και τομές στην κοινωνία, οι οποίες αναζητούν μια νέα ισορροπία στη σχέση ατομικής και συλλογικής οντότητας ή με άλλα λόγια σε μια σύγχρονη οριοθέτηση της έννοιας και του περιεχομένου του κοινωνικού συμφέροντος.

Όσο περισσότερο συνειδητοποιείται από τους πολίτες η έννοια και η μεγάλη σημασία του κοινωνικού συμφέροντος σε σχέση με την ευημερία τους, τόσο περισσότερο ενισχύεται η κοινωνική συνοχή και αντιμετωπίζονται τα φαινόμενα κοινωνικής αποσύνθεσης. Για να επιτευχθεί όμως αυτή η λειτουργική ισορροπία μεταξύ ατομικής και συλλογικής οντότητας, πρέπει να συμβάλλουν όλα τα κοινωνικά συστήματα, προεξάρχοντος του πολιτικού, το οποίο παίζει καθοριστικό ρόλο, διότι οι αποφάσεις του δεσμεύουν μεμονομένα άτομα και συλλογικές οντότητες, όπως είναι τα κοινωνικά συστήματα. Δεν φτάνει, δηλαδή, να παίρνουν ρυθμιστικές αποφάσεις η κυβέρνηση και η Βουλή, οι οποίες δεσμεύουν τη λειτουργία του συστήματος υγείας και οι γιατροί και οι συναλλασόμενοι για λόγους υγείας πολίτες με αυτούς να αναιρούν τις αποφάσεις με την ευδοκίμηση της πρακτικής με το «φακελάκι». Ούτε και η λογική της μίζας με την υπερτιμολόγηση των φαρμάκων. Για να μην διαταράσσονται όμως οι λειτουργικές ισορροπίες, πρέπει να υπάρχει και ένα αξιόπιστο κράτος, το οποίο φροντίζει για την τήρηση της νομιμότητας και την εφαρμογή των αποφάσεων. Και αυτό στον τόπο μας δεν υπάρχει, διότι το πολιτικό σύστημα μέχρι τώρα το χρησιμοποίησε για την προώθηση της πελατειακής λογικής και την εξυπηρέτηση συμφερόντων επιλεγμένων κοινωνικών ομάδων. Το αποτέλεσμα είναι, αυτή την χρονική στιγμή να μην είναι λειτουργική η δημόσια διοίκηση είτε διότι είναι διαπλεκόμενη, είτε διότι οργανωτικά δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Δεν έχει μάθει να σχεδιάζει και μάλιστα μακροπρόθεσμα, ούτε και να έχει συνείδηση του ρόλου της για την ανάγκη αποκατάστασης μιας νέας ισορροπίας μεταξύ ατομικής και συλλογικής οντότητας. Για να είναι ελπιδοφόρα η πορεία προς το μέλλον, θα πρέπει να γίνουν μεταρρυθμίσεις και αλλαγές ουσίας, οι οποίες άπτονται και του τρόπου λειτουργίας και των συνηθειών της ελληνικής κοινωνίας. Και αυτό είναι δύσκολο και απαιτεί χρόνο, ενώ συχνά θα προσεγγίζει τα όρια ανοχής της. Δεν υπάρχει όμως άλλος δρόμος.