Όταν η UNRRA έφθασε στην Ελλάδα, το 1944, υπολόγισε ότι οι ασθενείς με ελονοσία έφθαναν τα τρία εκατομμύρια, σε έναν πληθυσμό 7 και κάτι εκατομμυρίων! Οι παλιότεροι θυμούνται ακόμη την εποχή που η ελονοσία θέριζε, την εποχή του κινίνου και του DDT. Μα όσοι γεννήθηκαν τα τελευταία 50 χρόνια αμφιβάλω αν έχουν καν ακούσει το όνομα της αρρώστιας. Έχει εκριζωθεί σε όλον τον αναπτυγμένο κόσμο, από την δεκαετία του 60. Σκοτώνει, όμως, ακόμη περίπου 500.000 ανθρώπους το χρόνο στον κόσμο. Και οι μισοί θάνατοι αφορούν παιδιά στην υποσαχάρια Αφρική. Γι’ αυτό και, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας ανακοίνωσε την περασμένη Τετάρτη ότι ενέκρινε ένα πρώτο εμβόλιο κατά της ελονοσίας, εδώ μεν η είδηση πέρασε απαρατήρητη, στον υπόλοιπο κόσμο, όμως, ήταν η μεγάλη είδηση της ημέρας.
Είναι η πρώτη φορά που δημιουργείται εμβόλιο εναντίον αυτής της πανάρχαιας νόσου. Κι είναι η πρώτη φορά, λένε οι ειδικοί, που αναπτύσσεται, γενικά, εμβόλιο για νόσο που οφείλεται σε παράσιτο. Το εμβόλιο δεν είναι, βέβαια, τέλειο. Αντιμετωπίζει μόνον έναν, τον πιο θανατηφόρο, από πέντε παράγοντες που προκαλούν την ασθένεια. Οι κλινικές δοκιμές έδειξαν ότι η αποτελεσματικότητά του είναι μόλις 50% τον πρώτο χρόνο και πέφτει, μέχρι να μηδενιστεί τον τέταρτο χρόνο. Κι όμως η έγκρισή του πανηγυρίστηκε ως σωτήρια. Υπολογίστηκε ότι με όλες του τις ατέλειες, το εμβόλιο θα σώζει την ζωή περίπου 23.000 νηπίων κάτω των 5 ετών, κάθε χρόνο.
Δεν το λες και λίγο.
Η ιστορία του εμβολίου για την ελονοσία θα μπορούσε να προσγειώσει την συζήτηση που βράζει γύρω μας, για το άλλο εμβόλιο, εκείνο κατά του covid από τα νέφη της υστερικής συνωμοσιολογίας στο έδαφος της πραγματικότητας. Πάει κάτι περισσότερο από ένας αιώνας που ξέρουμε ότι τα εμβόλια δεν είναι τέλεια, δεν προστατεύουν 100%, σπανιότατα μπορεί να έχουν παρενέργειες, αλλά ξεριζώνουν θανατηφόρες ασθένειες. Σώζουν ζωές. Σαν αυτές που βλέπουμε να χάνονται κάθε μέρα, εβδομάδες τώρα, με έναν ρυθμό περίπου 30 την ημέρα, ένα μικρό χωριό κάθε εβδομάδα. Για την ακρίβεια: Ένα ανεμβολίαστο χωριό κάθε εβδομάδα.
Η αλήθεια είναι αυτή. Μπορεί στην συνολική διάρκεια της πανδημίας η επίδοση της Ελλάδας στον μακάβριο δείκτη των θανάτων να την κατατάσσει χαμηλά, στην 17η θέση μεταξύ των 27. Μα από τις αρχές Σεπτεμβρίου βρίσκεται σταθερά στις 3-4 χειρότερες θέσεις, με ρυθμό 17 νεκρούς ανά ένα εκατομμύριο κατοίκους, το δεκαπενθήμερο, έναντι μόλις δύο της Πορτογαλίας. Δεν υπάρχει μυστήριο εδώ. Οι κακές επιδόσεις ως προς τις συνέπειες της πανδημίας είναι σε ευθεία αναλογία με τις κακές επιδόσεις στον ρυθμό εμβολιασμού. Ο κρισιμότερος, νομίζω, δείκτης είναι αυτός: Το ποσοστό εμβολιασμού στις ηλικίες 80 και πάνω είναι στην Ελλάδα 74%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 86% και στις άλλες χώρες του νότου εντυπωσιακά υψηλότερα: 100% σε Ισπανία, Πορτογαλία και Μάλτα, 97,7% στην Ιταλία, 97,4% στην Κύπρο.
Το ερώτημα είναι, φυσικά, γιατί συμβαίνει αυτό. Γιατί ένας στους τέσσερις ηλικιωμένους συμπολίτες μας μένει ανεμβολίαστος; Δεν υπάρχει έλλειψη εμβολίων, η οργάνωση του εμβολιασμού πήρε από την πρώτη στιγμή άριστα και το επιχείρημα «η κυβέρνηση δεν πείθει» μοιάζει πολιτικάντικη ταυτολογία μάλλον παρά εξήγηση.
Υπάρχουν άραγε κοινωνικοί ή πολιτιστικοί λόγοι που εξηγούν την ελληνική εξαίρεση; Είναι το τείχος δυσπιστίας που, σε μεγάλο βαθμό, χωρίζει την ιδιωτική από την δημόσια σφαίρα, σε χώρες όπως η Ελλάδα; Είναι η επίδραση των social media καθώς η Ελλάδα είναι η δεύτερη χώρα στον κόσμο, μετά την Νιγηρία, ως προς το ποσοστό πολιτών (και μάλιστα μεγαλύτερων ηλικιών) που έχουν ως κύρια ή αποκλειστική πηγή ενημέρωσής τους τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ειδικά το Facebook, που τους εκθέτουν υπερβολικά, περισσότερο απ’ ότι σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην αντί-εμβολιαστική τερατολογία; Είναι η επιρροή της εκκλησίας που, στην καθ’ ημάς ανατολή, δεν πειθαρχεί στον λόγο των επισκόπων (η ιεραρχία έχει πάρει καθαρή και συχνά μαχητική θέση υπέρ των εμβολιασμών) αλλά διαχέεται μεταξύ παπά της ενορίας, μοναστηριών και παρά-εκκλησιαστικών κύκλων που εμπορεύονται ανορθολογισμό; Φταίει το Facebook, φταίνε οι καλόγεροι ή μήπως φταίει που ξεχάσαμε την εποχή του κινίνου, την εποχή όπου τα εμβόλια ήταν, χωρίς δεύτερη σκέψη, ευλογία;
Σε κάθε περίπτωση, το ερώτημα ζητά απάντηση. Και μου φαίνεται αυτονόητο ότι την απάντηση αυτή, ο πολιτικός κόσμος, τουλάχιστον εκείνοι που ανήκουν στο λεγόμενο δημοκρατικό τόξο, θα έπρεπε να την αναζητούν από κοινού, αλληλέγγυοι σε ένα μέτωπο ορθολογισμού, εντός του οποίου αναπτύσσεται ο πολιτικός ανταγωνισμός, όχι εκτός των τειχών του. Μα, δυστυχώς, η πολιτική ζωή, χρόνια τώρα, είναι αιχμάλωτη μιας αντίληψης της πολιτικής ως παιγνίου μηδενικού αθροίσματος. Ό,τι χάνω εγώ το κερδίζεις εσύ, όπου κερδίζεις εσύ, χάνω εγώ. Δεν υπάρχει σημείο σύμπτωσης. Ούτε θέμα που εξαιρείται από την πολιτική ύλη. Ούτε τα εμβόλια, ούτε οι φρεγάτες. Μα όταν όλα είναι πολιτικά, ακόμη και τα εμβόλια, η πολιτική πεθαίνει.
Η πολιτική, ως παραγωγή και αντιπαράθεση ιδεών, ως επεξεργασία και αντιπαραβολή συγκεκριμένων, εναλλακτικών λύσεων για τα κοινωνικά προβλήματα- αυτή η εκδοχή πολιτικής πεθαίνει. Μένει μόνον η πολιτική ως απλή (και λαίμαργη) διεκδίκηση εξουσίας. Ένας σύγχρονος Αμερικανός διανοούμενος το έχει ονομάσει «μεσανατολικό πολιτικό σύνδρομο». Κι είναι φανερό ότι το σύνδρομο ενδημεί παρ’ ημίν, όπως παλιότερα η ελονοσία. Κι είναι, ίσως, κι αυτός ένας από τους παράγοντες της δυσκολίας στην οποία σκοντάφτουν τα εμβόλια.
Πηγή: www.kreport.gr