Η κινητικότητα στον χώρο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, της κεντροαριστεράς, του προοδευτικού κέντρου, είναι ένα θετικό γεγονός στις δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα. Όπως θετικό γεγονός είναι και η 1η Πανελλαδική Συνεδρίαση των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία.
Όμως, οι ζυμώσεις στελεχών και οι κινήσεις κορυφής, που μακάρι να έχουν ευτυχή κατάληξη, δεν πρέπει να μας εμποδίσουν να θέσουμε το κεντρικό ζήτημα του πολιτικού χώρου της κεντροαριστεράς.
Το κεντρικό ερώτημα είναι: υπάρχει κοινωνική ζήτηση, στην Ελλάδα της κρίσης, για μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική προσφορά; Υπάρχει κοινωνικό ακροατήριο σε αυτή τη χώρα, σε συνθήκες κρίσης, για μια ατζέντα παρόμοια με εκείνη που έχει επιτρέψει στα σοσιαλδημοκρατικά κόμμα της Ευρώπης να πρωταγωνιστούν στις χώρες τους, παρά τα σοβαρά προβλήματα αναπροσδιορισμού της ταυτότητάς τους;
Ας είμαστε ειλικρινείς. Η απάντηση είναι ΟΧΙ. Ο λαός της κεντροαριστεράς στην Ελλάδα αποδείχτηκε η πλέον ευπαθής και ευάλωτη κοινωνική ομάδα στον μεσσιανισμό του αριστεροδέξιου λαϊκισμού, του φαιοκόκκινου μετώπου. Μετακινήθηκε μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ, έτεινε ευήκοον ους στις σειρήνες των δημαγωγών, και εξακολουθεί, ακόμα και σήμερα, να τον υποστηρίζει σε μεγάλο ποσοστό, όπως δείχνουν όλες οι δημοσκοπήσεις. Όχι πως και ο χώρος της κεντροδεξιάς έμεινε αλώβητος από την επέλαση του ανορθολογισμού, της ασυναρτησίας και των ψεμάτων. Όμως οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Στην κεντροαριστερά οι απώλειες είναι της τάξης του 90%, ενώ η κεντροδεξιά έχασε ένα 25% περίπου των δυνάμεών της. Η διαφορά αυτή είναι τόσο μεγάλη, ώστε συνιστά ποιοτική διάκριση. Είναι η διαφορά ανάμεσα στον διασωληνωμένο ασθενή στην εντατική και στον τραυματία που δεν απειλείται η ζωή του.
Πρόκειται για βαθύτατη ανθρωπολογική κρίση, συνολικά στη χώρα, που όμως εντοπίζεται κυρίως σ’ εκείνους που κάποτε συγκροτούσαν τον λαό της κεντροαριστεράς.
Πρέπει, λοιπόν, να ξεκινήσουμε με μια θαρραλέα παραδοχή: Ο λαός της κεντροαριστεράς, στην Ελλάδα της κρίσης, και μαζί του όλοι εμείς, εζυγίσθημεν, εμετρήθημεν, και ευρέθημεν ελλιπείς.
Οικοδομώντας μια νέα σχέση
Τούτων δοθέντων, πώς μπορεί να δομηθεί μια νέα σχέση ανάμεσα σε αυτούς που συνεχίζουν να ασπάζονται τις αρχές της σοσιαλδημοκρατίας και σ’ ένα ευρύτερο κοινωνικό ακροατήριο; Είναι μια μάχη χαμένη εξαρχής; Οι χαμένες μάχες είναι εκείνες που δεν δόθηκαν. Αρκεί να υπάρχει ορθή στόχευση και να μην επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος. Επισημαίνω παρακάτω δύο κορυφαία λάθη που έχουν κατά καιρούς εμφιλοχωρήσει στον χώρο μας.
Το πρώτο λάθος είναι η αυταπάτη ότι συνεχίζοντας την κάποτε πολιτικά προσοδοφόρα μετωπική αντιδεξιά ρητορεία, θα διευκολύνουμε τα απολωλότα πρόβατα της κεντροαριστεράς να επανέλθουν στην κοίτη τους, σφάζοντας τον μόσχο τον σιτευτό του Ευαγγελίου. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται δηλώσεις του τύπου «με τη Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη μας χωρίζει άβυσσος».
Το δεύτερο λάθος είναι η λογική των ίσων αποστάσεων του κεντροαριστερού χώρου από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία. Απόρροια αυτού του λάθους είναι το αίτημα για Οικουμενική Κυβέρνηση από την παρούσα Βουλή, με άλλον πρωθυπουργό. Αίτημα εμφανώς ανυπόστατο, που δεν αντέχει στη στοιχειώδη πολιτική, πραγματολογική και ανθρωπολογική βάσανο.
Και τα δύο λάθη προκύπτουν από μια λανθασμένη ανάγνωση της παρούσας συγκυρίας. Πρόκειται για την αδυναμία κατανόησης ότι στην Ελλάδα της κρίσης το κύριο μέτωπο πολιτικής αντιπαράθεσης δεν είναι ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, αλλά ανάμεσα στις φιλοευρωπαϊκές, δημοκρατικές δυνάμεις, από τη μία, και στις εθνικολαϊκιστικές, αντιδημοκρατικές, αντιευρωπαϊκές δυνάμεις, από την άλλη.
Για να το θέσω με διαφορετική ορολογία: Η Νέα Δημοκρατία είναι πολιτικός αντίπαλος της Σοσιαλδημοκρατίας. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα παραφερνάλια του είναι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας. Με τον πολιτικό αντίπαλο μπορείς να συμμαχήσεις και να συγκυβερνήσεις εάν χρειαστεί, όπως έχει γίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Με τους εχθρούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της Ευρώπης δεν έχεις κανένα σημείο τομής. Είσαι απέναντι. Η κυβέρνηση αυτή πρέπει να ψηφίσει τα μέτρα που είναι αναγκαία για την αξιολόγηση και την καταβολή της δόσης και να φύγει. Κάθε ημέρα που παραμένει στην εξουσία επιφέρει επιπρόσθετη ζημιά στη χώρα που μπορεί να μην είναι ανατάξιμη.
Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, μου είναι ακατανόητη μια ορισμένη ρητορεία που εκπορεύεται από τον δικό μας χώρο και υποστηρίζει ότι «είμαστε υπέρ των μεταρρυθμίσεων μόνον εάν έχουν προοδευτικό πρόσημο». Τι ακριβώς σημαίνει αυτό; Η αξιολόγηση στο Δημόσιο τι πρόσημο έχει; Το κλείσιμο ζημιογόνων οργανισμών του Δημοσίου είναι νεοφιλελευθερισμός ή στοιχειώδης εκσυγχρονισμός άνευ προσήμου; Η περικοπή πρόωρων συντάξεων είναι πλήγμα στα κεκτημένα λαϊκά δικαιώματα ή στοιχειώδης εφαρμογή των αρχών του κράτους δικαίου; Η υποχρέωση των γιατρών να είναι παρόντες στις εφημερίες είναι πλήγμα στο λαϊκό κίνημα;
Η μάχη της Ηγεμονίας, ή η Πολιτική Έρημος της σοσιαλδημοκρατίας
Ποια, λοιπόν, θα έπρεπε να είναι η δική μας στρατηγική; Πρώτα και κύρια, θα πρέπει να αντιληφθούμε ότι μια νέα στρατηγική όπως αυτή που θα σκιαγραφηθεί κατωτέρω, κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγήσει τον χώρο σε μια (πρόσκαιρη;) αντιδημοφιλία. Θα είναι η Πολιτική μας Έρημος. Εάν διστάσουμε, θα εξαφανιστούμε.
Πρώτο και κύριο στοιχείο για έναν νέο λόγο της σοσιαλδημοκρατίας είναι η Αλήθεια και η αποδόμηση των ψεμάτων του φαιοκόκκινου μετώπου. Είναι ό,τι πιο προοδευτικό στην Ελλάδα της κρίσης. Είναι πλήγμα στο μαλακό υπογάστριο των εχθρών της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι η αποκάλυψη της φενάκης, των ψευδών υποσχέσεων.
Δεύτερο, η υιοθέτηση των στοιχειωδών μεταρρυθμίσεων για να αρχίσουμε να γινόμαστε μια φυσιολογική χώρα, χωρίς πρόσημα και μεμψιμοιρίες. Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα της κρίσης είναι ορφανές. Δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο που να τις υποστηρίζει με σθένος. Αρκούμαστε στην εύκολη δικαιολογία ότι είναι άνωθεν υπαγορευμένες και παίζουμε το παιγνίδι των λαϊκιστών.
Η σοσιαλδημοκρατία, αρθρώνοντας τον λόγο της αλήθειας πρέπει να τονίσει κυρίως τις δικές μας ευθύνες. Όλα αυτά σε μια χώρα όπου το 70% των ψηφοφόρων θεωρεί ότι έχει ψηφίσει σωστά και ταυτόχρονα ότι το 70% των υπολοίπων κατοίκων έχει ψηφίσει λάθος.
Τρίτο, να υπερασπιστούμε το δημοκρατικό κεκτημένο της Μεταπολίτευσης, της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, που δέχεται αμφίπλευρη, μηδενιστικού χαρακτήρα, επίθεση από τους αριστερούς και δεξιούς λαϊκιστές, με κορύφωση το σύνθημα «η χούντα δεν τελείωσε το 1973». Η θεσμικά πληρέστερη και ανεκτικότερη περίοδος της ελληνικής ιστορίας, που συνοδεύτηκε από πρωτοφανή ευημερία, με όλα της τα προβλήματα, με κυρίαρχο τη λεηλασία του κράτους από τις ομάδες συμφερόντων, δεν είναι δυνατόν να απαξιώνεται ισοπεδωτικά και να δίνει τροφή στην απολιτική ρητορεία.
Σε αυτά τα πλαίσια πρέπει επίσης να υπερασπιστούμε, κάτι που δεν το κάνουμε όσο πρέπει, το θετικό κεκτημένο των κυβερνήσεων Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, 2012-2014. Να υπερασπιστούμε ένα μοντέλο διακυβέρνησης που, παρά τα λάθη του και τους δισταγμούς του, έφτασε τη χώρα στο παρά πέντε της εξόδου από την κρίση. Δεν είναι δυνατό να αφήνεται μόνος ο Ευάγγελος Βενιζέλος, που αρθρώνει έναν εξαιρετικά τεκμηριωμένο λόγο για εκείνη την περίοδο, να υπερασπίζεται αυτό το κεκτημένο, και κάποιοι να συμπεριφέρονται ενοχικά για το 2012-14 και τους «Σαμαροβενιζέλους», που ήταν ό,τι καλύτερο σε επίπεδο διακυβέρνησης έχει δει αυτή η χώρα στη διάρκεια της κρίσης.
Πρέπει να δώσουμε τη μάχη των ιδεών, τη μάχη της Ηγεμονίας. Πρέπει να αποφασίσουμε ότι δεν έχει νόημα να είμαστε αρεστοί, πρέπει να γίνουμε χρήσιμοι. Η ενσυναίσθηση για τα θύματα της κρίσης δεν πρέπει να μας οδηγήσει να αφήσουμε τον λαϊκισμό και τη δημαγωγία να μπουν ξανά από το παράθυρο στον πολιτικό λόγο του χώρου μας.
Αλλιώς, δεν έχουμε λόγο ύπαρξης.
* Τα κύρια σημεία του παρόντος κειμένου εκφωνήθηκαν στην 1η Πανελλαδική Συνεδρίαση των «Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία», που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο ξενοδοχείο «The Stanley», το Σάββατο 16 Απριλίου 2016. Αφιερώνεται στον Βαγγέλη Καργούδη, που μας αποχαιρέτησε βιαστικά.