Σε μια εποχή κατ’ εξοχήν αντιηρωική όπως η σημερινή, όταν κουβαλάς στις πλάτες σου το βάρος μιας ηρωικής πράξης, όπως ο Μανώλης Γλέζος, όταν έχεις στις αποσκευές σου το πιστοποιητικό ηρωικής γνησιότητας, τότε, ό,τι κι αν κάνεις προστίθεται στο αποθεματικό κεφάλαιο του ηρωισμού σου.
Συναντάς, ας πούμε, με όλες τις δυνατές επισημότητες, τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, και παρά την πολιά σου κόμη εξακολουθείς να συμπεριφέρεσαι όπως την ημέρα εκείνη που σκαρφάλωσες στον Ιερό Βράχο για να κατεβάσεις τη σημαία του Τρίτου Ράιχ.
Κι ενώ εκείνος υποκλίνεται μπροστά σου και σε αποκαλεί και «ήρωα» και «ζωντανό μύθο», εσύ, με την αυστηρότητα που σου επιβάλλει ο ηρωισμός σου, τον κολλάς στον τοίχο διότι δεν ήρθε να σε συναντήσει στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, γιατί θα πάει στα Γιάννενα για τους Εβραίους και το Ολοκαύτωμα, αλλά δεν θα τιμήσει τους ομήρους και όσους εκτελέστηκαν στο απόσπασμα. Ασε πια εκείνο το θέμα των αποζημιώσεων που πάει να γίνει η λυδία λίθος του ανέξοδου πατριωτισμού μας. Και όταν εκείνος αναγνωρίζει το «ηθικό» χρέος εσύ, ως ήρωας που είσαι, αναρωτιέσαι «τι θα πει;». Ο εστί μεθερμηνευόμενον: «Θείο, κόψε κάνα ευρώ να το κλείσουμε το ζήτημα». Και για να αποδείξεις και την ανωτερότητά σου, του απευθύνεις και μια δωρεάν συγχώρηση από το ύψος του ηρωισμού σου.
Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να δω σε όλο αυτό το χιλιοπαιγμένο μελόδραμα τίποτε παραπάνω από ένα ακόμη επεισόδιο του δωρεάν ηρωισμού ο οποίος προσφέρεται για να καλύψει το στερητικό σύνδρομο που μας έχει προκαλέσει η έλλειψη πολιτικής.
Ασε εκείνο το λεπτό άρωμα επαρχιώτικης λεβεντιάς. Οπου έρχεται ο υπουργός στην πλατεία, τον κερνάς κοψίδια, και μετά του θυμίζεις πως σου χρωστάει εκείνα τα πέντε χιλιόμετρα ασφάλτου που σου τα είχε υποσχεθεί.
Ενας Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν ζητάει το δίκιο του από τον ομόλογό του. Ή είναι σε θέση να το απαιτήσει, ή το αφήνει στους διπλωμάτες του για τα περαιτέρω.
Τα λοιπά είναι για εσωτερική κατανάλωση, για τα εγχώρια καλλιστεία ηρωισμού και πατριωτισμού, που μας δίνουν την ευκαιρία να επιβραβεύουμε ο ένας τον άλλον και να αγκαλιαζόμαστε σφιχτά, όλο και πιο σφιχτά.