Ευρωζώνη: Υπαρξιακή κρίση ή νέο Status quo;

Μάνος Τζιρίτας 03 Οκτ 2012

I. Ο «ΝΕΟΣ ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ»

.

Επί δυόμισι χρόνια τώρα, ακούγεται στην Ελλάδα η ρητορική ενός «Νέου Διαφωτισμού»: πρέπει επιτέλους να δώσουμε στους Ευρωπαίους, στους Γερμανούς, στο ΔΝΤ να καταλάβουν. Πρέπει να τους εξηγήσουμε, να τους διαφωτίσουμε, να τους δείξουμε πού κάνουν λάθος και πώς να αντιμετωπίσουν την κρίση απλά, γρήγορα και αποτελεσματικά. Φαντάζεται κανείς, ακούγοντας την εγχώρια αντιμνημονιακή ρητορική, ότι δανειστές, εταίροι και τρόικα χρειάζονται ένα καλό φροντιστήριο στις βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας γιατί δεν την κατέχουν καλά και όλο κάνουν γκάφες.

.

Αν έχει παρακολουθήσει κανείς τον διεθνή τύπο στο ίδιο διάστημα, θα έχει διαπιστώσει πως όλος ο κόσμος συμφωνεί ότι η διαχείριση της κρίσης από μέρους της ΕΕ υπήρξε ανεπιτυχής, ανεπαρκής ή σε λάθος κατεύθυνση. Έγκριτοι αναλυτές, κορυφαίοι οικονομολόγοι, τα πιο έγκυρα διεθνή έντυπα ομονοούν σε αυτό. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, τεχνοκράτες ειδικοί και πολιτικοί ηγέτες των δανειστών να μην καταλαβαίνουν; Είναι, βεβαίως, αφελές να πιστεύει κανείς ότι πρόκειται για ζήτημα ελλιπούς κατάρτισης, άγνοιας ή βραδύνοιας – όπως φαίνεται να πιστεύουν πολλοί έλληνες ψηφοφόροι, οι οποίοι έφεραν στην πρωθυπουργία έναν πολιτικό που βάσισε την αντιπολιτευτική του τακτική ακριβώς στον ισχυρισμό ότι αυτός μπορούσε να εξηγήσει στους Ευρωπαίους δυο-τρία πραγματάκια και να τελειώνουμε, και στην αξιωματική αντιπολίτευση έναν που ισχυριζόταν ότι θα τους έδινε να καταλάβουν, ήθελαν δεν ήθελαν.

.

Η άρνηση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να κινηθεί προς την κατεύθυνση που σχεδόν όλοι οι άλλοι θεωρούν ενδεδειγμένη οφείλεται στον ισχύοντα συσχετισμό δυνάμεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη διαφορετική ιεράρχηση των ζητημάτων, στις τακτικές ή στρατηγικές προτεραιότητες των παικτών που επηρεάζουν καθοριστικά τη διαχείριση της κρίσης – σε μια διαφορετική οπτική γωνία, εν ολίγοις, η οποία επιβάλλει τη δική της λογική. Έχουν αναλυθεί όλα αυτά επανειλημμένως και εκτενώς από άλλους, αλλά ίσως θα βοηθούσε να δούμε αυτό το ζήτημα με τους όρους της επιστημολογικής θεωρίας του Thomas Khun περί επιστημονικών «Παραδειγμάτων».

.

Για τον Kuhn, η ιστορία της επιστήμης είναι η ιστορία των επιστημονικών επαναστάσεων, η δομή των οποίων συναρτάται με τον ανταγωνισμό μεταξύ γενικών ερμηνευτικών και ερευνητικών μοντέλων. Τα μοντέλα αυτά, που ο Kuhn ονομάζει Παραδείγματα, αποτελούν γενικώς αναγνωρισμένα ερμηνευτικά σχήματα τα οποία παρέχουν υποδείγματα προβλημάτων και λύσεων στην επιστημονική κοινότητα. Ένα επιστημονικό Παράδειγμα είναι ένας ορισμένος τρόπος αντίληψης του κόσμου, ασύμβατος και ασύμμετρος με εκείνον ενός διαφορετικού Παραδείγματος. Έτσι, επιστήμονες που εργάζονται κάτω από διαφορετικά επιστημονικά Παραδείγματα είναι σαν να ζουν σε διαφορετικές πραγματικότητες, και αντιλαμβάνονται διαφορετικά τα προβλήματα και τις πιθανές λύσεις τους – «εργαζόμενοι σε διαφορετικούς κόσμους, οι δύο ομάδες επιστημόνων βλέπουν διαφορετικά πράγματα όταν κοιτάζουν από το ίδιο σημείο προς την ίδια κατεύθυνση». [i] Ως εκ τούτου, είναι ουσιαστικά αδύνατον ο ανταγωνισμός μεταξύ Παραδειγμάτων να κριθεί αντικειμενικά, μέσω ορθολογικής παραβολής τους με σκοπό την επιλογή του καταλληλότερου.

.

Κάτι ανάλογο βλέπουμε να συμβαίνει στη διαχείριση της παρούσας κρίσης. Όλοι έχουν μπροστά τους τα ίδια δεδομένα, αλλά το πρόβλημα που βλέπουν δεν είναι το ίδιο. Συνεπώς, ούτε και οι λύσεις που προκρίνουν. Οι απόπειρες διαλόγου μεταξύ των μεν και των δε μοιάζουν με διάλογο κουφών. Εκεί που άλλοι βλέπουν τον κίνδυνο της παρατεινόμενης ύφεσης και του αποπληθωρισμού, η Γερμανία βλέπει τον μπαμπούλα του πληθωρισμού και επιμένει στις πολιτικές λιτότητας. Το ΔΝΤ χρόνια τώρα είναι πιστό στα δόγματα του νεοφιλελευθερισμού. Τίποτε από αυτά δεν είναι τυχαίο, βέβαια· όλα εντάσσονται σε δίκτυα συσχετισμού ισχύος – για να θυμηθούμε και τον Foucault – και στον διαρκή ανταγωνισμό για τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. (Με δυο λόγια, είναι πολλά τα λεφτά!)

.

Πάντως, παγιωμένες ιδεολογικές θέσεις, οι βασικές αρχές με τις οποίες αντιλαμβάνεται κανείς την πραγματικότητα, δεν αλλάζουν εύκολα – οι «πιστοί» προσπαθούν πάντα να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στις πεποιθήσεις τους. Ένα επιστημονικό Παράδειγμα κλονίζεται όταν βρεθεί μπροστά σε δεδομένα που δεν μπορεί να εξηγήσει ικανοποιητικά, αλλά δεν εγκαταλείπεται ούτε τότε από όλους τους οπαδούς του. Μερικοί θα προσπαθούν μέχρι τέλους να συμβιβάσουν το Παράδειγμά τους με τα εμπειρικά δεδομένα (ή το αντίστροφο). Συνεπώς, το πολιτικό και τεχνοκρατικό κατεστημένο δεν πείθεται από την παράθεση επιχειρημάτων, δεν πείθεται καν από την προφανή ανεπάρκεια των πολιτικών του (αλλά και το «προφανής» και το «ανεπάρκεια», πάλι, προϋποθέτουν μια ορισμένη οπτική γωνία, εξαρτώνται από το πού στεκόμαστε σε σχέση με το πρόβλημα).

.

II. ΔΩΣ’ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

.

Το κυρίαρχο Παράδειγμα στην Πολιτική Οικονομία τις τελευταίες δεκαετίες είναι η ιδεολογία και η πολιτική πρακτική στην οποία έχει δοθεί το όνομα «νεοφιλελευθερισμός», συχνά ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Η επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού ήρθε ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του προηγούμενου Παραδείγματος ­–που βασιζόταν λίγο-πολύ στις αρχές του Κεϋνσιανισμού– να λύσει τα προβλήματα που έθετε η οικονομική πραγματικότητα γύρω στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αυτή η φαινομενικά «αντικειμενική διαπίστωση» θα μπορούσε να αναδιατυπωθεί ως εξής: ως αποτέλεσμα της αδυναμίας του Κεϋνσιανισμού να δώσει, στα προβλήματα που οι ελίτ (οι κυρίαρχες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού) θεωρούσαν επιτακτικά, λύσεις αποδεκτές (από αυτές τις ίδιες κυρίαρχες ελίτ). Έτσι, ο νεοφιλελευθερισμός –αμιγής ή «συμμιγής»– επιβλήθηκε με την αναγκαιότητα του μονόδρομου, ώστε για ένα διάστημα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αντιστρέφοντας τη δήλωση του Μίλτον Φρίντμαν, ότι «τώρα, είμαστε όλοι νεοφιλελεύθεροι».

.

Φυσικά, σε κάθε ιστορική στιγμή, οι εκάστοτε κυρίαρχες δυνάμεις επιχειρούν να καθορίσουν τους κανόνες του παιχνιδιού, προφανώς με τρόπο συμμετρικό προς τα συμφέροντά τους και επιζητώντας να εδραιώσουν/επαυξήσουν τα πλεονεκτήματά τους, και με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, ανάλογα με τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων στο εν λόγω σύστημα. Από τη στιγμή που οι νέοι κανόνες έχουν τεθεί, όλοι οι συμμετέχοντες είναι υποχρεωμένοι να κάνουν την επιλογή είτε (α) να τους τηρήσουν και να επιχειρήσουν να παίξουν καλά το παιχνίδι ώστε να βγουν κερδισμένοι από τη νέα διαρρύθμιση, είτε (β) να προσπαθήσουν να τους υπονομεύσουν, διακινδυνεύοντας να τεθούν εκτός παιχνιδιού. Είναι προφανές ότι όσο μικρότερη συστημική βαρύτητα έχει ένας παίκτης τη «στιγμή εκκίνησης» του παιχνιδιού, τόσο μικρότερες είναι οι πιθανότητες να πετύχει η δεύτερη στρατηγική. [ii]

.

Έτσι, μία εδραιωμένη (επιβεβλημένη, από μια άλλη οπτική γωνία) πολιτικοοικονομική πραγματικότητα δρα ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, περιορίζοντας δραστικά το πεδίο δράσης ακόμη και όσων δεν είναι ευμενώς διατεθειμένοι απέναντί της (η θεωρία του «μονόδρομου»). Αυτό εξηγεί πώς πολιτικές δυνάμεις που δεν είναι «εγγενώς» νεοφιλελεύθερες (από τους Νέους Δημοκρατικούς του Κλίντον και τους Νέους Εργατικούς του Μπλερ ως το SPD του Σρέντερ και το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ’90) υιοθέτησαν –άλλοτε πιο επιδέξια κι άλλοτε πιο αδέξια– στοιχεία της νεοφιλελεύθερης ατζέντας. Υπ’ αυτήν την έννοια, η κριτική που δέχονται από τα αριστερά τους δεν είναι αβάσιμη, αλλά οι θεωρίες συνωμοσίας που συχνά τη συνοδεύουν είναι, βέβαια, υπεραπλουστευτικές και δεν λαμβάνουν υπόψη την εξαιρετικά σύνθετη δυναμική των εξελίξεων.

.

Στο πλαίσιο αυτού του ιδεολογικού κλίματος, η Συνθήκη του Μάαστριχτ ενσωμάτωνε πολλές από τις κύριες συνιστώσες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διακυβέρνησης (με βασική παραδοχή ότι χρόνια ελλείμματα μπορούν να παραχθούν μόνο από τον δημόσιο τομέα, καθώς ο ιδιωτικός αυτορυθμίζεται, κάνοντας πάντα τις απαραίτητες διορθώσεις ώστε να αποφεύγει τις εκτροπές – εξ ου και η έμφαση στους αυστηρούς δημοσιονομικούς κανόνες). Σε ένα εκτενές άρθρο του στο τελευταίο τεύχος της NewYorkReviewofBooks, [iii]ο Τζορτζ Σόρος επισημαίνει ότι η υιοθέτηση του Ευρώ υποβίβασε de facto ορισμένα από τα κράτη-μέλη σε ρόλο περιφερειακών οικονομιών. (Υποβίβασε de facto , καθώς όλα τα κράτη-μέλη είναι de jure ισότιμα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.)

.

Η ιεράρχηση κέντρου-περιφέρειας έχει αναλυθεί ως δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού συστήματος, μέσω του οποίου επιτυγχάνεται ένας καταμερισμός εργασίας που ευνοεί τη συσσώρευση και αναπαραγωγή του Κεφαλαίου. Εδώ, αυτό πήρε τη μορφή των αλληλοτροφοδοτούμενων πλεονασμάτων-ελλειμμάτων Βορά-Νότου. Ο Σόρος παρατηρεί εύστοχα ότι ο φονταμενταλισμός της αγοράς είναι που κάνει τις ευρωπαϊκές αρχές να αντιμετωπίζουν την κρίση ως καθαρά δημοσιονομικό ζήτημα, ενώ είναι πασιφανές ότι το πρόβλημα είναι δομικό και πολύ πιο σύνθετο.

.

Όταν έχεις ένα ορισμένο μοντέλο περιγραφής και κατανόησης της πραγματικότητας, είναι πολύ δύσκολο να διαχειριστείς φαινόμενα ή κρίσεις που δεν προβλέπονται από αυτό. Μάλιστα, είναι δυνατόν τέτοια φαινόμενα να διαφύγουν τελείως την προσοχή σου, καθώς δεν είσαι νοητικά προδιατεθειμένος να τα «δεις». Αλλά και όταν ακόμη είναι τόσο αναπόδραστα εμφανή ώστε να μην είναι δυνατόν να αγνοηθούν, αυτό που θα κάνεις είναι να προσπαθήσεις να τα κατανοήσεις βάση του σχήματος που έχεις στη διάθεσή σου· δεν θα είναι δυνατόν να το κάνεις αυτό επιτυχώς, όμως, γιατί το μοντέλο που χρησιμοποιείς δεν σου λέει τι είναι αυτό το φαινόμενο, ούτε σου παρέχει τα εργαλεία για να το διαχειριστείς.

.

Έτσι, η Ευρωπαϊκή Ένωση έδεσε η ίδια τα χέρια της τόσο κατά την περίοδο που δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις της κρίσης όσο και όταν αυτή εκδηλώθηκε – το μοντέλο δεν προέβλεπε την πιθανότητα μιας τέτοιας κρίσης ούτε, φυσικά, εργαλεία για την αντιμετώπισή της. Η ίδια η δομή του Ευρώ ήταν δυνάμει ένας μηχανισμός παραγωγής «ηθικού κινδύνου», ο οποίος ενεργοποιήθηκε με την εκδήλωση της κρίσης του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έκτοτε, πιεσμένη από την πείσμωνα πραγματικότητα, οι ευρωπαϊκή ηγεσία κάνει κάθε φορά το μικρότερο δυνατό βήμα ώστε να αποφύγει ίσα-ίσα την άμεση ολοκληρωτική καταστροφή.

.

III . ΕΥΡΩΠΗ ΔΥΟ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ Ή ΕΥΡΩΠΗ ΥΨΗΛΩΝ ΤΑΧΥΤΗΤΩΝ;

.

Σύμφωνα με την άποψη που διατυπώθηκε από τον R . Daniel Kelemen , καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και Διευθυντή του Κέντρο Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Rutgers , στο περιοδικό ForeignAffairs τον περασμένο Μάιο, αυτή η τακτική αντιμετώπισης της κρίσης μέσω ad hoc , επί μέρους μέτρων έχει ήδη δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ώστε να μπορούμε να μιλάμε πλέον όχι για κρίση, αλλά για μια νέα κατάσταση ισορροπίας. [iv] Ο Kelemen πιστεύει ότι ένα νέο σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης της ευρωζώνης έχει ήδη διαμορφωθεί στα βασικά του χαρακτηριστικά, και ότι είναι πιο βιώσιμο από το καθεστώς Μάαστριχτ, το οποίο έχει στην πράξη αντικαταστήσει. Έχοντας ουσιαστικά αποσοβήσει τον κίνδυνο της διάλυσης, θα συνεχίσει να ισχύει για το ορατό μέλλον, δίνοντας τη δυνατότητα στην ευρωπαϊκή ηγεσία να προχωρήσει στην αργή διαδικασία της δομικής αναδιάρθωσης και προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Θα μπορούσε να δει κανείς πρόσφατες κινήσεις όπως την απόφαση για απεριόριστες αγορές ομολόγων («Οριστικές Νομισματικές Συναλλαγές») από την ΕΚΤ και την πρόταση της Επιτροπής για τραπεζική ένωση ως επιβεβαίωση αυτής της άποψης. Δεν είναι κάτι νέο αυτό – η «μέθοδος Μονέ» ήταν πάντα η προτιμώμενη τακτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης: μικρά βήματα προς την κατεύθυνση της ενοποίησης, βήματα που θα μπορούσαν ρεαλιστικά να κερδίσουν μια πανευρωπαϊκή συναίνεση, σχεδιασμένα ώστε το καθένα να κάνει σε βάθος χρόνου επιτακτική την ανάγκη για το επόμενο, κοκ. (Στον Μονέ αποδίδεται άλλωστε η φράση: «Οι κρίσεις είναι ο μέγας ενοποιός».)

.

Ο Σόρος, από την άλλη μεριά, επιμένει ότι η επιστροφή σε μια Ευρώπη της ισοτιμίας προϋποθέτει τη δημιουργία ενός νομισματικού συστήματος όπου δανειστές και δανειζόμενοι θα συμμερίζονται την ευθύνη για τη διατήρηση της σταθερότητας, σύμφωνα με το ιδανικό του Κέυνς. Θεωρεί ότι η τακτική που ακολουθείται ως σήμερα μπορεί μεν να κρατήσει το Ευρώ εν ζωή επ’ αόριστο, αλλά οδηγεί σε μια άνιση Ευρώπη, όπου η μόνιμη πόλωση κέντρου-περιφέρειας θα παγιώσει την ιεραρχική δομή του συστήματος, παγιδεύοντας τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου σε μόνιμη υστέρηση, καθώς θα είναι αδύνατον να συγκλίνουν με τους πλεονασματικούς εταίρους τους. Μακροπρόθεσμα, το αναπόφευκτο αποτέλεσμα θα είναι η διάλυση αυτής της ευρωζώνης δύο ταχυτήτων, καθώς οι χώρες της δεύτερης ταχύτητας δεν θα έχουν άλλη επιλογή για να σπάσουν τον φαύλο κύκλο της οικονομικής και δημοσιονομικής καχεξίας από το να την εγκαταλείψουν.

.

Το κλειδί για να αποτραπεί αυτή η εξέλιξη είναι, φυσικά, η στάση της Γερμανίας. Η Γερμανία πρέπει να αποφασίσει να ασκήσει «ευμενή ηγεμονία» ( benevolent hegemony ) ή να φύγει η ίδια. Παρ’ ότι η αποχώρηση της Γερμανίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα νέο, βιώσιμο ευρωπαϊκό σύστημα, [v] θα πρέπει να θεωρείται μάλλον απίθανη, λόγω του υψηλού άμεσου κόστους που θα είχε, κυρίως για την ίδια τη Γερμανία.

.

Το σενάριο της «ευμενούς ηγεμονίας» δεν φαίνεται προς το παρόν να έχει πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες εφαρμογής, ακριβώς γιατί θα συνεπαγόταν την υιοθέτηση ενός εντελώς νέου μοντέλου, την εγκατάλειψη βαθιά ριζωμένων παραδοχών, ριζική αλλαγή οπτικής γωνίας – και οικονομικό κόστος. Αλλά θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια Ευρώπη με πιο ισότιμους όρους για όλα τα μέλη – οικονομικό παιχνίδι σε «αλφαδιασμένο γήπεδο», όπως λένε οι αγγλοσάξονες ( a level playing field ) – και να θέσει τις βάσεις για υψηλούς ρυθμούς εναρμονισμένης ανάπτυξης.

.

III. ΠΩΣ ΣΤΡΙΒΕΙ Ο ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ;

.

Αργά. Εκτός από όσα είπαμε παραπάνω για τις ιδεολογικές αγκυλώσεις και τα Παραδείγματα, η γερμανική κοινή γνώμη είναι πολύ απρόθυμη να δεχτεί περισσότερες θυσίες για τον Νότο, ενώ η γαλλική θα ήταν πολύ δύσκολο να πειστεί να εκχωρήσει ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας της σε μια πιο ομοσπονδιακή Ευρώπη. Ένας παράγοντας που περιπλέκει τα πράγματα είναι ότι έχει δημιουργηθεί τώρα μία κατάσταση μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας» της ευρωζώνης που ευνοεί τη διαπραγματευτική τακτική «στο χείλος του γκρεμού», την τακτική της «ακροσφαλούς διαπραγμάτευσης» ( brinkmanship ), όπως εξηγεί ο Douglas Elliott του Ιδρύματος Brookings – τη διαπραγματευτική τακτική του πυρηνικού ανταγωνισμού, όπου κάθε πλευρά έχει λόγους να θεωρεί ότι η πιο επωφελής στάση είναι να εμφανίζεται ως αδιάλλακτη και διατεθειμένη να ωθήσει τα πράγματα στα άκρα, ακόμη κι αν αυτό θα σήμαινε την καταστροφή των πάντων, προκειμένου να περάσει το δικό της. Ο Elliot προειδοποιεί, όμως, ότι η τακτική αυτή εμπεριέχει πάντα υψηλό ρίσκο που μπορεί όντως να οδηγήσει σε καταστροφή από μια λάθος κίνηση, έναν εσφαλμένο υπολογισμό· ειδικά δε στην περίπτωση της ευρω-κρίσης, το ρίσκο επιτείνεται από τη δύναμη των αγορών, τις οποίες μια τέτοια διαπραγματευτική τακτική υψηλού ρίσκου μπορεί να οδηγήσει σε πανικό, με αποτέλεσμα τη διασπορά της κρίσης σε ολόκληρη την Ευρώπη. [vi]

.

Η άποψη του Σόρος είναι ότι ένα «κοινό μέτωπο» της Γαλλίας με την Ισπανία και την Ιταλία θα μπορούσε να «παρουσιάσει ένα οικονομικά αξιόπιστο και πολιτικά ελκυστικό πρόγραμμα που θα μπορούσε να διασώσει την κοινή αγορά και να προτάξει και πάλι την Ευρωπαϊκή Ένωση ως το ιδεαλιστικό όραμα που φλόγισε τη φαντασία των λαών», ωθώντας τη Γερμανία να κάνει μία από τις δύο επιλογές: ηγεσία ή αποχώρηση. Προειδοποιεί, ωστόσο, ότι η θέση της Γαλλίας είναι επισφαλής και σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τη σύμπλευση με τη Γερμανία για την ‘‘έξωθεν καλή μαρτυρία’’ της, ενώ Ισπανία και Ιταλία βρίσκονται σε ακόμη πιο δύσκολη θέση, πολιτικά. Τη σημασία του ρόλου της Γαλλίας τονίζει ακόμη πιο εμφατικά και ο Kemal Dervis, καθηγητής οικονομικών και διευθυντής του προγράμματος Παγκόσμιας Οικονομίας και Ανάπτυξης του Ινστιτούτου Brookings . Θυμίζει ότι η Γαλλία είναι η πιο υγιής δημογραφικά χώρα της ευρωζώνης, ο πολιτικός σύνδεσμος Βορρά και Νότου σε ευρωπαϊκό επίπεδο και σημαντική παρουσία στη διεθνή πολιτική σκηνή. «Η Γαλλία, υπό τη νέα της κεντροαριστερή κυβέρνηση, πρέπει να καταδείξει ότι το ‘‘ευρωπαϊκό μοντέλο’’ οικονομίας της αγοράς σε συνδυασμό με ισχυρή κοινωνική αλληλεγγύη μπορεί να μεταρρυθμιστεί και να ενισχυθεί, αντί να εγκαταλειφθεί». [vii]

.

ΠΟΙΟΣ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟΣ;

.

Αν υπάρχει ένα μονόδρομος για την Ευρώπη, αυτός είναι η σύγκλιση, η θεσμική και πολιτική της ενίσχυση και η ανάκτηση του ρόλου της ως ενός από τους πόλους του νέου παγκόσμιου συστήματος που διαμορφώνεται ήδη. «Σε οποιονδήποτε πιθανό κόσμο του 2030, ακόμη και η Γερμανία θα είναι μια μικρή ως μεσαία δύναμη. Τότε, ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την υπεράσπιση των ελευθεριών και για την προώθηση των κοινών συμφερόντων όλων των Ευρωπαίων θα είναι να δρουν μαζί και να μιλούν με μία φωνή», σημειώνει ο καθηγητής Ευρωπαϊκών Σπουδών στην Οξφόρδη, Timothy Garton Ash . [viii] Η δυναμική της παγκοσμιοποίησης και της μετατόπισης του κέντρου βάρους του παγκόσμιου πολιτικοοικονομικού συστήματος αφήνει προς το παρόν την Ευρώπη πίσω. Η διάσπασή της ή η ακόμη και η επιβίωσή της ως ενός ανομοιογενούς, χαλαρού κλαμπ με περιοχές χρόνιας οικονομικής υστέρησης θα την καταδικάσει σε ρόλο περιφερειακό στον νέο συσχετισμό δυνάμεων του 21ου αιώνα.

.

Σε ένα βιβλίο του 2006, ο καθηγητής Ιστορίας και συστηματικός μελετητής των ευρωπαϊκών θεσμών John Gillingham προειδοποιούσε γι’ αυτό, επισημαίνοντας εύστοχα ότι «η ευημερία της Δύσης εξαρτάται τώρα από την ομαλή λειτουργία [ενός μηχανισμού] που είναι πέρα από τον έλεγχό της». [ix] Δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι η πορεία αυτή είναι αναστρέψιμη, ενδεχομένως δεν είναι, αλλά η Ευρώπη δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιχειρήσει να την αναστρέψει. Η μόνη ελπίδα, καταλήγει ο Τζορτζ Σόρος στο άρθρο του, ίσως βρίσκεται σε ένα νέο φιλοευρωπαϊκό κίνημα «της κοινωνίας των πολιτών, της επιχειρηματικής κοινότητας» και των λαών της Ένωσης που θα υποχρεώσει τη Γερμανία να αναθεωρήσει τη στάση της και να αναλάβει τον ιστορικό της ρόλο για την αναβίωση του ευρωπαϊκού ιδεώδους.

.


.

.

.

[i]Thomas Kuhn, The Structure of Scientific Revolutions, University of Chicago Press, 1962, σ . 149 ( Ελληνική έκδοση : Ηδομήτωνεπιστημονικώνεπαναστάσεων, Σύγχρονα Θέματα , 1997)..

.

[ii] Ο Immanuel Wallerstein , ένας από τους σημαντικούς σύγχρονους μελετητές του καπιταλισμού στην ιστορική του εξέλιξη, ισχυρίζεται ότι ακόμη και τα «αντισυστημικά κινήματα» είχαν πάντα περιορισμένη επιτυχία (όσον αφορά τις αντισυστημικές του φιλοδοξίες), λόγω των περιορισμών που επέβαλλε στη δράση τους το ίδιο το σύστημα που φιλοδοξούσαν να ανατρέψουν – για παράδειγμα, επιχειρούσαν συνήθως να αποκτήσουν τον πολιτικό έλεγχο ενός κράτους, πράγμα που, όταν πετύχαιναν, τα υποχρέωνε να δράσουν εντός του διακρατικού συστήματος που αποτελεί μέρος του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού εργασίας. ( βλ . Immanuel Wallerstein, Historical Capitalism, Verso, σ . 65-69, 86-88, 107-108.).

.

[iii]George Soros, “The Tragedy of the European Union and How to Resolve it”, The New York Review of Books, 27/09/12. ( http://www.nybooks.com/articles/archives/2012/sep/27/tragedy-european-union-and-how-resolve-it/ – 22/09/12).

.

[iv] Το άρθρο στα ελληνικά: http :// foreignaffairs . gr / articles /68793/ r – daniel – kelemen / i – nea – katastasi – stin – eyropi [16/09/12].

.

[v] «Το ευρώ θα έπεφτε … Οι χρεωμένες χώρες θα ανακτούσαν την ανταγωνιστικότητά τους· το χρέος τους θα μειωνόταν σε πραγματικούς όρους και, καθώς θα είχαν τον έλεγχο της ΕΚΤ, η απειλή της χρεοκοπίας θα εξανεμιζόταν… Ίσως να προκαλεί έκπληξη, αλλά η ευρωζώνη, ακόμη και χωρίς τη Γερμανία, θα είχε καλύτερη αξιολόγηση βάση των καθιερωμένων δεικτών δημοσιονομικής φερεγγυότητας από τη Βρετανία, την Ιαπωνία ή τις ΗΠΑ… Η Γερμανία, αφού προσαρμοστεί στις αρχικές απώλειες, θα μπορούσε κατόπιν να ανακτήσει τη θέση της ως κορυφαίου παραγωγού και εξαγωγέα προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας»..

.

[vi] Douglas J. Elliot, “Will this Greek Tragedy Climax in the Death of the Euro?”, 31/05/2012. ( http://www.brookings.edu/research/papers/2012/05/31-greece-euro-elliott – 24/09/12).

.

[vii]Kemal Dervis, “Europe’s Vital French Connection” ( http://www.brookings.edu/research/opinions/2012/09/13-europe-french-connection-dervis – 22/09/12).

.

[viii]Timothy Garton Ash, “The Crisis of Europe”, Foreign Affairs, September/October 2012. ( http://www.foreignaffairs.com/articles/138010/timothy-garton-ash/the-crisis-of-europe – 22/09/12)..

.

[ix]John Gillingham, Design for a New Europe, Campbridge University Press, σσ . 58-63. (Στο ίδιο βιβλίο περιγράφει με εντυπωσιακή ακρίβεια τους συστημικούς κινδύνους που οδήγησαν στην κρίση λίγα χρόνια αργότερα. Βλ. σσ. 63-70).

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.

.