Ευρώπη των πολιτών

Χρίστος Αλεξόπουλος 19 Ιουλ 2015

Σύμφωνα με δελτίο τύπου της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (08.07.2015) στο πλαίσιο έρευνας, που πραγματοποίησε η ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 3.884.700 άτομα. Για πολίτες 18 έως 64 ετών το ποσοστό αυτών, που αντιμετωπίζουν συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, είναι 37,6 %, ενώ για όσους είναι άνω των 64 ετών το ποσοστό ανέρχεται σε 14,9 %. Η παιδική φτώχεια κινείται στο επίπεδο του 25,5 %. Εάν ταυτοχρόνως λάβουμε υπόψη και τις τεράστιες ουρές των συνταξιούχων και όχι μόνο μπροστά στις τράπεζες λόγω της επιβολής «ελέγχου κεφαλαίων» δημιουργείται η αίσθηση, ότι η ελληνική κοινωνία ασφυκτιά και βιώνει την πραγματικότητα σε συνθήκες αναξιοπρέπειας. Και ενώ αυτά τα δεδομένα αποτυπώνουν το μέγεθος της κρίσης και των μεγάλων προβλημάτων, που αυτή συνεπάγεται, σύμφωνα με έρευνα πεδίου της Metron Analysis για την εφημερίδα «Παραπολιτικά» (11.07.2015) οι Έλληνες πολίτες επιλέγουν παραμονή της χώρας στο ευρώ (84 %) και επιθυμούν συμφωνία με τους δανειστές και εταίρους (75 %).

Μόνο που η προσδοκώμενη αλληλεγγύη από τις υπόλοιπες κοινωνίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης γίνεται ορατή στο πλαίσιο πολιτικών αποφάσεων ευρωπαϊκών οργάνων (συμβούλιο κορυφής, Eurogroup), τα οποία βεβαίως με την λειτουργία τους υπηρετούν συστημικές ανάγκες της Ε.Ε. και στηρίζουν συγκεκριμένο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, το οποίο κατά κύριο λόγο προωθεί το εθνικό συμφέρον κυρίως των οικονομικά ισχυρών χωρών. Οι Πολίτες αρχίζουν να αποτελούν παράμετρο της πολιτικής από τη στιγμή, που αντιμετωπίζονται ως φορείς συστημικών ρόλων. Γι’αυτό και τα εφαρμοζόμενα μέτρα σε περιπτώσεις κρίσης, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας, είναι σκληρά και οδηγούν ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας στα όρια της ανθρωπιστικής κρίσης. Παρά ταύτα ο ελληνικός λαός βλέπει το μέλλον του μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα στον σκληρό της πυρήνα, που είναι η Ευρωζώνη. Έχει συνειδητοποιήσει, ότι εκτός Ευρώπης το μέλλον θα είναι ζοφερό. Το ζήτημα όμως είναι, ποιά Ευρώπη μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των ευρωπαϊκών κοινωνιών και στις προκλήσεις του μέλλοντος σε ένα πολύ αβέβαιο και πολύπλοκο διεθνές περιβάλλον, το οποίο μετασχηματίζεται με πολύ μεγάλη ταχύτητα.

Η κρίση στην Ευρωζώνη και η αντιμετώπιση της από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, ιδιαιτέρως σε σχέση με την ελληνική περίπτωση, δείχνει, ότι σε θεσμικό επίπεδο υπάρχει μεγάλη ανεπάρκεια και έλλειψη βούλησης για την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος με στόχο την ευημερία των λαών και όχι την διασφάλιση των «κεκτημένων» των ευρωπαϊκών οικονομικών και πολιτικών ελίτ. Αυτή η πολιτική ανεπάρκεια απειλεί την ευρωπαϊκή συνοχή και προδιαγράφει μια πορεία αυτοδιάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η εμμονή στο «εθνικό συμφέρον» ως στοιχείου νομιμοποίησης πολιτικών επιλογών, οι οποίες ουσιαστικά δεν υπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον, αλλά στηρίζουν την κυριαρχία των οικονομικών και πολιτικών ελίτ στην διαχείριση της ευρωπαϊκής πορείας προς το μέλλον, είναι καταστροφική και αποδυναμώνει τους λόγους ύπαρξης της Ενωμένης Ευρώπης. Με την λογική, η οποία κυριαρχεί αυτή την περίοδο, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού και την ευδοκίμηση της εσωστρέφειας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ταυτοχρόνως επανέρχονται στο προσκήνιο τα αρνητικά στερεότυπα της ιστορίας και δηλητηριάζουν τις σχέσεις των λαών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η απαράδεκτη στάση της γερμανικής κυβέρνησης στην περίπτωση της αντιμετώπισης της ελληνικής κρίσης χρέους, η οποία θέτει σε κίνδυνο το όλο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο με αυτό τον τρόπο οδηγείται σε κατάρρευση. Αυτή την προβληματική εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Paul Grugman σε άρθρο του στους New York Times, όταν αναρωτιέται, αν «υπάρχει κάτι που να τραβήξει την Ευρώπη από το χείλος του γκρεμού», ή «ποιός θα εμπιστευθεί ποτέ τις καλές προθέσεις της Γερμανίας μετά από αυτό;». Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η γερμανική κυβέρνηση γίνεται καταλύτης για την αναβίωση στερεότυπων, τα οποία δηλητηριάζουν την προοπτική διαπολιτισμικής προσέγγισης των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Έχει ενδιαφέρον ένα άρθρο στο Spiegel online (12.07.2015) με τίτλο «Griechen in Deutschland: Beschimpft, genervt – und voller Hoffnung» (Έλληνες στη Γερμανία: Καθυβριζόμενοι, εκνευρισμένοι – και γεμάτοι ελπίδα»), στο οποίο αποτυπώνονται οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί για τους Έλληνες, όπως «τεμπέληδες Έλληνες», «πτωχευμένοι Έλληνες», ή «φέρτε πίσω τα λεφτά μας». Από το άλλο μέρος στην Ελλάδα επανέρχονται χαρακτηρισμοί, οι οποίοι παραπέμπουν στο ιστορικό παρελθόν της Γερμανίας την περίοδο των Ναζί. Αυτό δε δεν αφορά μόνο στην Ελλάδα. Αρκεί να δει κάποιος τίτλους εφημερίδων τόσο στην Ευρώπη όσο και σε διεθνές επίπεδο. Η γερμανική κυβέρνηση κλονίζει την προοπτική της χώρας της σε βάθος χρόνου.

 Η σύνοδος κορυφής για την λήψη αποφάσεων σχετικά με την οριστική αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος (12.07.2015) ουσιαστικά ανέδειξε την ανυπαρξία ευρωπαϊκής στρατηγικής και την έλλειψη πολιτικής βούλησης για την προώθηση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Δυστυχώς οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υπηρετούν εθνικά συμφέροντα, τα οποία μάλιστα δεν ωφελούν τους πολίτες αλλά οργανωμένα συμφέροντα υπερεθνικών διαστάσεων, όπως είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αυτό που δεν γίνεται όμως σε θεσμικό επίπεδο με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του στόχου της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, μπορεί να γίνει στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Με άλλα λόγια η κοινωνία με εργαλεία τις δομές της κοινωνίας πολιτών και τα κόμματα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στην θεσμική διακυβέρνηση των κρατών-μελών την αλλαγή πορείας. Σε αυτά τα δύο επίπεδα πρέπει να αναπτυχθεί δυναμική σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, η οποία θα στοχεύει στην δημιουργία ενιαίων δομών με την έννοια των δικτύων των διαφόρων οργανώσεων, με κριτήριο την θεματική τους αναφορά στον τομέα της κοινωνίας πολιτών (πολιτισμικές, περιβαλλοντικές κ.λ.π.) και περιεχόμενο την ανάπτυξη προβληματισμού και θέσεων ευρωπαϊκής εμβέλειας, ώστε να τίθενται οι βάσεις για την διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης και προτάσεων αντίστοιχης εμβέλειας. Με αυτό τον τρόπο θα δοθεί η ευκαιρία για την έκφραση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος, το οποίο θα εμπεριέχει και την διάσταση της αλληλεγγύης. Ταυτοχρόνως μέσα από τον διάλογο μεταξύ των τοπικών κοινωνιών θα δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη διεργασιών, οι οποίες θα προωθήσουν την λογική του πολιτισμού της ενσυναίσθησης και της αλληλεξάρτησης των επιμέρους κοινωνιών στην κοινή πορεία προς το μέλλον. Είναι λυπηρό αυτό που γίνεται τώρα με την καλλιέργεια αρνητικών στερεότυπων μεταξύ των ευρωπαίων πολιτών, τα οποία στηρίζονται σε αντιδραστικό και γενικευτικό τρόπο σκέψης και προσέγγισης της πραγματικότητας.

 Στο πολιτικό επίπεδο πρέπει οι πολιτικές οργανώσεις βάσης και όχι τα ηγετικά όργανα να διασυνδέονται με στόχο την ανάπτυξη διαλόγου, ο οποίος θα παρέχει τη δυνατότητα προσέγγισης διαφορετικών κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δεδομένων και θα οδηγεί στην επεξεργασία και διαμόρφωση ευρωπαϊκής εμβέλειας θέσεων και προτάσεων. Όσο συνεχίζεται η πρακτική του διαλόγου στο επίπεδο των πολιτικών ελίτ με στόχο πάντα την εξεύρεση συμβιβασμού μεταξύ συμφερόντων, τα οποία έχουν εθνικό φορτίο, κάθε φορά που γίνεται συμβούλιο κορυφής, η προοπτική της πολιτικής ενοποίησης θα μοιάζει με «όνειρο καλοκαιριάτικης νύχτας». Το αποτέλεσμα της υπάρχουσας πραγματικότητας στο χώρο της ευρωπαϊκής πολιτικής αποδίδεται με ανάγλυφο τρόπο από τον τίτλο άρθρου στο γερμανικό περιοδικό Spiegel online (12.07.2015) «Vorschlage der Euro-Gruppe: Der Katalog der Grausamkeiten»  («Προτάσεις του Eurogroup: Ο κατάλογος με τις φρικαλεότητες»). Είναι δε πολύ σημαντικό να επισημανθεί, ότι οι συνθήκες έχουν ωριμάσει για την μετάβαση στο επόμενο στάδιο της ευρωπαϊκής πολιτικής οργάνωσης. Επειδή μάλιστα ο χρόνος κινείται με μεγάλη ταχύτητα και είναι πιο πυκνός σε προϋποθέσεις, οι λαοί της Ευρώπης πρέπει να βιαστούν. Παράλληλα είναι σκόπιμο να επισημανθεί η συνεχής άνοδος του ευρωσκεπτικισμού και του αδιέξοδου εθνικισμού σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα, η οποία πλέον βασίζεται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και την αλληλεξάρτηση των οικονομιών. Όπως είπε και ο Έλληνας πρωθυπουργός μετά την σύνοδο κορυφής στις Βρυξέλλες η «Ευρώπη χρειάζεται αλλαγές». Μόνο που αυτό δεν επιτυγχάνεται σε επίπεδο κορυφής, αλλά ωριμάζει και επιβάλλεται μετά από διεργασίες βάσης, κοινωνικής και πολιτικής.