Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η επιδίωξη της Ελληνικής κυβέρνησης για την ανάληψη της διαχείρισης του μεταναστευτικού προβλήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τον νέο Έλληνα επίτροπο, ο οποίος θα αναλάβει καθήκοντα τον Οκτώβριο του 2014. Είναι κατανοητή αυτή η επιδίωξη, εάν λάβουμε υπόψη το βάρος που δέχεται η χώρα από τις μεταναστευτικές εισροές, αρκεί όμως να υπάρχει μια ρεαλιστική και βιώσιμη πολιτική πρόταση με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους, οι οποίοι ισορροπούν τις επιδιώξεις όλων των πλευρών και μοιράζουν δίκαια τις επιπτώσεις αυτού του προβλήματος στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στο επίπεδο του γενικευτικού πολιτικού λόγου είναι εύκολο να διατυπώνονται απόψεις και στοχεύσεις, οι οποίες εκφράζουν και την κοινή γνώμη.Το θέμα όμως είναι να συνοδεύονται και από τεκμηρίωση, η οποία βασίζεται σε μια ρεαλιστική ανάλυση και προσέγγιση της πραγματικότητας τόσο σε εθνικό και ευρωπαϊκό όσο και σε πλανητικό επίπεδο.
Ειδάλλως δημιουργούνται ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα.
Είναι πολύ σωστή η δήλωση του επικεφαλής του Ποταμιού κατά την διάρκεια της επίσκεψης του στην Υπηρεσία Ασύλου (τέλος Ιουλίου 2014), ότι «Είναι ένα τεράστιο βάρος που δεν μπορεί να σηκώσει μόνη της η Ελλάδα. Θα πρέπει η χώρα μας να ενισχυθεί και με ανθρώπους και με λεφτά και με υλικοτεχνική υποδομή για να τα βγάλει πέρα με αυτό το κύμα προσφύγων και μεταναστών. Όταν λέμε δίκαιη Ευρώπη, αυτό εννοούμε. Να αναλάβουμε όλοι τις ευθύνες που μας αναλογούν. Όχι μόνο οι Έλληνες». Μόνο που αυτή η δήλωση είναι τόσο γενικόλογη, ώστε δεν συμβάλλει στην αναζήτηση λύσης.
Πολύ χειρότερο όμως είναι να εκφράζονται απόψεις από κυβερνητικούς παράγοντες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως αυτή του γερμανού Υπουργού Εσωτερικών Hans-Peter Friedrich, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψη τα στοιχεία, που προκύτουν από την μέχρι τώρα πολιτική πρακτική. Συγκεκριμένα ο γερμανός Υπουργός μετά την τραγωδία της Lampedusa πρότεινε αμέσως την έναρξη συνομιλιών μεταξύ Ευρώπης και Αφρικής με στόχο την παροχή οικονομικής βοήθειας για την ανάπτυξη των χωρών της Αφρικής, από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες. Δυστυχώς ο τρόπος που παρέχεται η αναπτυξιακή βοήθεια δεν συμβάλλει στην ευημερία των αφρικανικών λαών. Δίδεται οικονομική βοήθεια, την οποία διαχειρίζονται διεφθαρμένα καθεστώτα, με αποτέλεσμα να καταλήγει στην επιστροφή της στις χώρες, οι οποίες την παρέχουν, μέσω της κατανάλωσης. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα πιό πολύ συμβάλλουν στην ανάπτυξη τα χρήματα, που στέλνουν οι μετανάστες στις οικογένειες τους και όχι η αναπτυξιακή βοήθεια, η οποία καταλήγει στα χέρια διεφθαρμένων ελίτ, πολιτικών και οικονομικών. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα το 2012 οι μετανάστες έστειλαν εμβάσματα ύψους 406 δισεκ. δολλαρίων στις πατρίδες τους. Το ποσό αυτό είναι τρείς φορές μεγαλύτερο από το συνολικό ποσό της παρεχόμενης δημόσιας αναπτυξιακής βοήθειας. Μελέτες δε, που έχουν γίνει, δείχνουν, ότι οι συγγενείς των μεταναστών αξιοποιούν αυτά τα εμβάσματα κυρίως στους τομείς της εκπαίδευσης και της υγείας. Βελτιώνουν με άλλα λόγια την ποιότητα ζωής των απλών ανθρώπων, οι οποίοι υφίστανται τις επιπτώσεις της φτώχιας και της διαφθοράς των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.
Σύμφωνα δε με έρευνα του Schweizer Think Tanks Forum Au?enpolitik οι περισσότεροι μετανάστες προέρχονται από χώρες, στις οποίες το ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα κυμαίνεται από 1.500 έως 8.000 δολλάρια. Γι΄αυτό και η πλειοψηφία των αφρικανών μεταναστών προέρχεται από χώρες, οι οποίες είναι σε σχετικά καλύτερη θέση, όπως είναι η Τυνησία, η Αλγερία, η Σενεγάλη ή η Γκάνα. Σπανιότερα ματαναστεύουν άτομα από φτωχές χώρες, όπως το Κονγκό, η Μοζαμβίκη ή το Τσάντ. Μεσολαβεί η Μεσόγειος και το ταξίδι με τα «δουλεμπορικά» κοστίζει ακριβά.
Η μεταναστευτική ροή προς την Ευρώπη έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες, οι οποίες την διαφοροποιούν από ανάλογα φαινόμενα σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Αρκεί να προσεγγίσει κάποιος αυτό το φαινόμενο στην αμερικανική ήπειρο. Επειδή δεν μεσολαβεί θάλασσα από την Κεντρική και Νότια Αμερική προς τον ανεπτυγμένο Βορρά, ανθεί η παιδική μετανάστευση, η οποία καταλήγει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2014 εκτιμάται, ότι θα προσεγγίσουν τα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών 70.000 παιδιά από την Κεντρική Αμερική. Οι συνθήκες στις πατρίδες τους (Ελ Σαλβαντόρ, Ονδούρα, Γουατεμάλα κλπ.) είναι τραγικές. Η βία αυξάνει συνεχώς, η οικονομία καταρρέει και το πολιτικό σύστημα αποδεικνύεται ανίκανο να δώσει λύσεις στα τεράστια προβλήματα, που αντιμετωπίζουν αυτές οι χώρες. Η Ονδούρα έχει τον υψηλότερο δείκτη δολοφονιών σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτές οι συνθήκες οδηγούν στην αύξηση της μετανάστευσης. Από το 2012 μέχρι το 2013, δηλαδή μέσα σε ένα χρόνο, ο αριθμός των παράνομων για τις χώρες υποδοχής μεταναστών αυξήθηκε κατά 59 %. Σε σχέση δε με το 2014 δείχνει να διπλασιάζεται. Η ντροπή για την ανθρωπότητα και το ανεπτυγμένο κομμάτι του πλανήτη είναι, ότι ο αριθμός των παιδιών κάτω των 12 ετών, που ξεκινούν «το ταξίδι προς το όνειρο», αυξήθηκε κατά 117 %. Βεβαίως δεν φτάνουν όλα στη «γη της επαγγελίας». Το 2013 βρέθηκαν στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών 450 νεκροί και μεταξύ τους πολλά παιδιά. Περιττό να γίνει αναφορά στους βιασμούς και άλλες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς το όνειρο.
Η Ευρώπη όμως δέχεται μεταναστευτική πίεση κυρίως από την Αφρική και από την Ασία ως ένα βαθμό, ιδίως μετά την εμφυλιοπολεμική κατάσταση σε ορισμένες χώρες (Συρία, Ιράκ). Σε σχέση με την Αφρική, πέρα από τους εμφύλιους πόλεμους, τις πολιτικές διώξεις και την ακραία φτώχια, που τροφοδοτούν την μαζική μετανάστευση από τις χώρες του Νότου προς το Βορρά, συμβάλλει και η Ευρωπαϊκή Ένωση προς την ίδια κατεύθυνση. Συγκεκριμένα η επιδότηση αγροτικών προϊόντων κάνει τα αφρικανικά προϊόντα μη ανταγωνιστικά για τις ευρωπαϊκές αγορές. Επίσης η συμμετοχή των ευρωπαϊκών αλιευτικών πλοίων στην υπεραλίευση στις αφρικανικές ακτογραμμές έχει οδηγήσει την αφρικανική αλιεία στην παρακμή. Πολλοί εργάτες σε αλιευτικές επιχειρήσεις στη Σενεγάλη έχασαν τη δουλειά τους. Περισσεύει η αναφορά του ρόλου ευρωπαϊκών κρατών στην άγρια εκμετάλλευση Αφρικανικών χωρών σε σχέση με τους φυσικούς πόρους. Συμπληρωματικά σε όλα αυτά λειτουργεί η κλιματική αλλαγή με τις ακραίες ξηρασίες και τις πλημμύρες, οι οποίες έχουν οδηγήσει στην διόγκωση του φαινομένου της πείνας. Και σε αυτή την περίπτωση ο ρόλος της Ευρώπης, σε ευθυγράμμιση με τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες, είναι αποφασιστικός με τις επιπτώσεις της ρύπανσης του περιβάλλοντος που προκαλούν.
Η σχέση Ευρώπης-Αφρικής βέβαια υπερβαίνει τη σύγχρονη συγκυρία και εκτείνεται προς το παρελθόν, όταν πολλές περιοχές της αφρικανικής ηπείρου αποτελούσαν αποικίες ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία εγκατέστησαν τα διεφθαρμένα καθεστώτα, που θα διασφάλιζαν την συνέχιση της άγριας εκμετάλευσης των φυσικών τους πόρων από τους αποικιοκράτες και μετά την ανεξαρτησία τους. Δεν είναι τυχαίο, ότι σύμφωνα με τον ερευνητή της Παγκόσμιας Τράπεζας Branko Milanovic προς το τέλος του 19ου αιώνα τα 2/3 της παγκόσμιας εισοδηματικής ανισότητας οφείλετο στις διάφορες κοινωνικές τάξεις αναφοράς των πολιτών εντός της χώρας. Τώρα τα 2/3 της ανισότητας οφείλεται στη διαφορετική χώρα προέλευσης των πολιτών. Οπότε είναι εύκολα κατανοητή και ερμηνεύσιμη η άνθιση της μετανάστευσης.
Το θέμα όμως είναι, ότι το κύριο βάρος της μαζικής πλέον μετακίνησης πληθυσμών προς την Ευρώπη πέφτει στις πλάτες των κοινωνιών του Νότου, αν και ο προορισμός των περισσότερων μεταναστών είναι οι πιο ισχυρές οικονομικά χώρες. Επειδή δε τόσο τα επιμέρους κράτη-μέλη όσο και η Ευρωπαϊκή Ένωση ως υπερεθνική οντότητα δεν ήταν προετοιμασμένοι για την αντιμετώπιση αυτού του φαινομένου και δεν έχουν ολοκληρωμένες πολιτικές, δημιουργούνται αρκετά προβλήματα. Ήδη διαπιστώνεται η ανάπτυξη ξενοφοβικών και ρατσιστικών συμπεριφορών, οι οποίες αρκετές φορές καταλήγουν στη βία. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, αν και οι περισσότερες έχουν πολυπολιτισμικά χαρακτηριστικά (στη Γερμανία από τα 82 εκατ. πληθυσμό τα 15 εκατ. ή το 18,9 % του συνολικού πληθυσμού έχουν μεταναστευτικές ρίζες σύμφωνα με την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία), δεν είναι έτοιμες να ενσωματώσουν λειτουργικά τους μετανάστες, ενώ δεν έχει σχεδιασθεί και μια μεταναστευτική πολιτική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η οποία θα ισορροπεί τις επιπτώσεις της μαζικής εισόδου ξένων πολιτών, οι οποίοι έχουν διαφορετικές πολιτισμικές αφετηρίες και πολλοί από αυτούς δεν διαθέτουν τα εφόδια για την εργασιακή ένταξη τους στην οικονομική δραστηριότητα των χωρών υποδοχής. Ιδιαιτέρως μάλιστα, όταν αυτές υφίστανται τις βίαιες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης όπως η Ελλάδα.
Η ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι πολύ χαρακτηριστική σε αυτό τον τομέα. Εάν εξαιρέσουμε την ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων με τη FRONTEX, τα υπόλοιπα βρίσκονται σε ένα συνεχές στάδιο συζήτησης. Εξάλλου το πρόβλημα είναι σύνθετο και έχει πολλές διαστάσεις, μερικές από τις οποίες υπερβαίνουν τα όρια τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των κρατών-μελών ως αυτόνομων οντοτήτων.
Ο χρόνος όμως κινείται προς το μέλλον με μεγάλη ταχύτητα και δεν περιμένει πότε θα προκύψουν αποφάσεις στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών οργάνων και διαδικασιών. Ταυτοχρόνως πληθαίνουν τα προβλήματα τόσο στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε διεθνές επίπεδο. Στο εσωτερικό θα οξύνεται συνεχώς η δημογραφική ανισορροπία και η γήρανση των κοινωνιών θα δημιουργεί προβλήματα στο σύνολο των κοινωνικών συστημάτων, από το οικονομικό μέχρι το ασφαλιστικό και το υγείας. Παραλλήλως θα προκληθεί πολιτική ρευστότητα με επικίνδυνες προοπτικές για την ευρωπαϊκή συνοχή. Ήδη διαμορφώνονται σταδιακά οι προϋποθέσεις για εσωτρέφεια, η οποία μάλιστα εκφράζεται και πολιτικά με ευρωσκεπτικιστικά ή ακροδεξιά εθνικιστικά κόμματα.
Σε διεθνές επίπεδο θα ενταθούν οι αντιπαραθέσεις και οι συγκρούσεις λόγω της φτωχοποίησης και της ανθρωπιστικής κρίσης, που πλήττουν τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Μπορεί μεν προς το παρόν οι συγκρούσεις να έχουν περιφερειακό χαρακτήρα, οι επιπτώσεις τους όμως έχουν ευρύτερη εμβέλεια.
Γι΄αυτό επείγει να αναπτυχθεί μια συνολική ευρωπαϊκή στρατηγική, η οποία θα εξειδικεύεται με μακροπρόθεσμες ολοκληρωμένες πολιτικές, που θα αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα στις πλανητικές της διαστάσεις. Το μεταναστευτικό αποτελεί πρόβλημα υπερεθνικών διαστάσεων, διότι δημιουργούνται ανισορροπίες, οι οποίες αφορούν στις συνθήκες ζωής τόσο στις χώρες προέλευσης όσο και στις χώρες υποδοχής. Και όμως με μια πλανητικών διαστάσεων στρατηγική θα μπορούσαν να ωφεληθούν όλοι. Η Ευρωπαϊκή Ένωση να καλύψει τις επιπτώσεις της γήρανσης των κοινωνιών με νέο έμψυχο δυναμικό, αλλά και να συμβάλλει ουσιαστικά στην οικονομική ανάπτυξη των χωρών προέλευσης των μετακινούμενων πληθυσμών. Η Αφρική θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό εταίρο της Ευρώπης, όχι όμως με την αποικιοκρατική λογική του παρελθόντος. Είναι μια πλούσια ήπειρος με νεανικό πληθυσμό, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει όχημα για την ανάπτυξη της πατρίδας του στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου καταμερισμού εργασίας, ο οποίος θα βασίζεται στην ισόρροπη ανάπτυξη. Με αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να δρομολογήσει εξελίξεις προς τη σωστή κατεύθυνση ο όρος «Ευρωαφρική», τον οποίο χρησιμοποίησε το 1972 σε ομιλία του στο Στρασβούργο ο τότε πρόεδρος της Σενεγάλης Leopold Senghor για να εκφράσει το όραμα για μια μετααποικιακή προσέγγιση.