Ως Ελληνες και Ευρωπαίοι πολίτες τείνουμε συχνά να συγχέουμε τρεις στενά συνδεδεμένες, αλλά όχι ταυτόσημες πραγματικότητες: την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ενωση και την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Η Ευρώπη είναι μια γεωγραφική περιοχή από τον Ατλαντικό ώς τα Ουράλια Ορη, η οποία τους τελευταίους αιώνες υπήρξε το εργαστήρι που γέννησε ό,τι πιο ευγενές και μεγαλειώδες και ταυτόχρονα ό,τι πιο απεχθές και χαμερπές μπορούσε να δημιουργήσει η ανθρωπότητα. Από τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέχρι το φασισμό και τα βασανιστήρια. Από την ελευθερία και την αξιοπρέπεια μέχρι την αποικιοκρατία και τον εξανδραποδισμό. Μέσα στην Ευρώπη όλα αυτά συνυπάρχουν εν δυνάμει. Είναι ζήτημα ιστορικών συγκυριών και κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών η επικράτηση της φωτεινής ή της σκοτεινής πλευράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση δημιουργήθηκε στα μέσα του 20ού αιώνα, ως πολιτικό και κυρίως οικονομικό μόρφωμα με στόχο τη συνεργασία μεταξύ των κυριότερων χωρών της Δυτικής περιοχής της Ευρώπης, ύστερα από τους αιματηρούς «εμφύλιους» πολέμους.
Προφανώς αποτελεί μέρος της φωτεινής πλευράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Αποκρυσταλλώνει τους συσχετισμούς των δυνάμεων μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί μια «κατασκευή» που τείνει να ξεπεράσει τα εθνικά κράτη και να αποτελέσει μια ξεχωριστή οντότητα. Κατά την εξέλιξή της, η Ευρωπαϊκή Ενωση, περισσότερο από μισό αιώνα, φαίνεται ότι δημιούργησε μια δυναμική που έπεισε όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να συμμετάσχουν, ιδίως μετά τη διάλυση του σοβιετικού συνασπισμού της ανατολικής περιοχής της Ευρώπης.
Το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι προδιαγεγραμμένο. Τα εθνικά κράτη διατηρούν σημαντικές αρμοδιότητες σε κρίσιμους τομείς εθνικής κυριαρχίας (εθνική άμυνα, εξωτερική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική). Σε κρίσιμες στιγμές επιδιώκουν αποκλειστικά την εξυπηρέτηση των εθνικών τους συμφερόντων, όταν αυτά αποκλίνουν μεταξύ τους. Η εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε μια ομοσπονδία που θα περιλαμβάνει όλες τις ευρωπαϊκές χώρες της Δυτικής και Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, παραμένει ένα ενδεχόμενο.
Το ίδιο πιθανό στο μέλλον είναι και το ενδεχόμενο της χαλάρωσης των στενών δεσμών μεταξύ των εθνικών κρατών που αποτελούν σήμερα την Ευρωπαϊκή Ενωση, αν τα συμφέροντά τους μακροχρονίως δεν μπορούν να συγκλίνουν. Η πλήρης διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η επιστροφή στα εθνικά κράτη μοιάζει λιγότερο πιθανή, καθώς η παγκοσμιοποίηση προχωρεί και απαιτεί ισχυρά κρατικά μορφώματα μέσα σε ένα όλο και πιο έντονο διεθνή ανταγωνισμό.
Η κατεύθυνση που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Ενωση στο μέλλον εξαρτάται κυρίως από την επικράτηση στο εσωτερικό της μιας πολιτικής που θα εξυπηρετεί όλες τις χώρες που την αποτελούν. Σήμερα φαίνεται να κυριαρχεί μια πολιτική που εξυπηρετεί κυρίως τις βόρειες χώρες-μέλη, περιλαμβανομένης της Γερμανίας.
Ολες οι μετρήσεις δείχνουν ότι οι χώρες αυτές έχουν καλύτερες οικονομικές επιδόσεις, παρά την οικονομική κρίση. Τόσο η αύξηση του ΑΕΠ όσο και τα ποσοστά της ανεργίας είναι σαφώς καλύτερα στο Βορρά της Ε.Ε. παρά στο Νότο, περιλαμβανομένης και της Γαλλίας. Αν αυτή η ανισορροπία συνεχισθεί για μεγάλο διάσημα, είναι δύσκολο να φαντασθεί κανείς ότι η Ε.Ε. και η Ευρωζώνη θα συνεχίσει με τη σημερινή μορφή της.
Το οικοδόμημα της Ε.Ε. είχε στηριχθεί σε δύο πυλώνες, τη Γερμανία και τη Γαλλία και γύρω από αυτές τις χώρες συνασπίστηκαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στο Βορρά και στο Νότο. Εξασφαλίστηκε έτσι μια εύθραυστη ισορροπία των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων όλων των χωρών-μελών.
Σήμερα, αυτή η ισορροπία, με την πολιτική που έχει επικρατήσει, τείνει να ανατραπεί πλήρως υπέρ του Βορρά. Για το λόγο αυτό, οι πολίτες, ιδίως στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου και βέβαια στη χώρα μας, δυσφορούν και συχνά στρέφονται εναντίον της Ε.Ε. Το πρόβλημα όμως είναι η εφαρμοζόμενη πολιτική στην Ε.Ε και όχι η ίδια η Ε.Ε., ούτε η ιδέα της ένωσης της Ευρώπης.
Οι επερχόμενες ευρωεκλογές αποτελούν μια δυνατότητα για τους πολίτες της Ευρώπης να επηρεάσουν την αναδιαμόρφωση της πολιτικής στην Ε.Ε. Μιας πολιτικής που θα εξυπηρετεί όλες τις χώρες-μέλη, αποκαθιστώντας την ισορροπία μεταξύ Βορρά και Νότου και εξασφαλίζοντας τη μακροημέρευση της Ε.Ε., ως αντίβαρο στην προϊούσα παγκοσμιοποίηση.