Η επισήμανση του Joseph Stiglitz, ότι «το χάσμα μεταξύ αυτού, που πρέπει να φέρουν σε πέρας τα πολιτικά και τα οικονομικά συστήματα και αυτού, που πράγματι επιτυγχάνουν, είναι τόσο μεγάλο πλέον, που δεν μπορεί κανείς να το αγνοεί» (Joseph Stiglitz, The price of inequality, Norton & Company, 2012), αποδίδει με τον καλύτερο τρόπο όχι μόνο την παγκόσμια αλλά και την ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Φαίνεται ότι η συνεχώς αυξανόμενη πολυπλοκότητα, που συνεπάγεται η δυναμική της εξέλιξης, ανοίγει ακόμη περισσότερο την ψαλίδα ανάμεσα στις δυνατότητες του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος να την σχεδιάσει και να την διαχειρισθεί και στις απαιτήσεις της πραγματικότητας.
Αυτό γίνεται εμφανές σε μια σειρά κοινωνικών συστημάτων, από το πολιτικό και το οικονομικό και εργασιακό μέχρι το πολιτισμικό, με αποτέλεσμα να διαπιστώνεται μια επικίνδυνη ρευστότητα, η οποία οδηγεί σε αδιέξοδες επιλογές σε σχέση με την βιωσιμότητα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την προοπτική της πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης.
Τόσο στον πολιτικό όσο και στον δημόσιο διάλογο εκφράζονται απόψεις για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την πορεία της προς το μέλλον. Μόνο που δεν υπάρχουν ούτε δομημένο και θεσμοθετημένο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα ούτε και ευρωπαϊκό συλλογικό υποκείμενο.
Αντ’ αυτών, τα διαφόρων ιδεολογικών αναφορών εθνικά κόμματα συγκροτούν, υποτίθεται, το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, το οποίο όμως δεν έχει ανάλογης εμβέλειας κοινωνική νομιμοποίηση, αφού ο ευρωπαϊκός πληθυσμός δεν λειτουργεί ως ενιαίο κοινωνικό σύνολο και εκφράζεται πολιτικά με εθνικά κριτήρια. Ακριβώς σε αυτό το εθνικό πλαίσιο κινείται και το εκφράζει πολιτικά στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τόσο τα πολιτικά συστήματα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και οι κοινωνίες αναφοράς τους δεν έχουν διαμορφώσει ευρωπαϊκή συνείδηση. Σκέπτονται και δραστηριοποιούνται με εθνική λογική, ενώ επιδιώκουν οικονομικά οφέλη, χωρίς να προωθείται η ανάπτυξη με ευρωπαϊκά κριτήρια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μεγάλο πλεόνασμα, που πέτυχε η Γερμανία κυρίως σε βάρος του ευρωπαϊκού νότου. Πρέπει δε να επισημανθεί, ότι δεν επωφελείται ο γερμανικός λαός από αυτό αλλά το χρηματοπιστωτικό σύστημα και οικονομικές ελίτ.
Πολύ σημαντική παράμετρος της καλλιέργειας μονοδιάστατης εθνικής συνείδησης χωρίς ευρωπαϊκό προσανατολισμό, εκτός από το πολιτικό σύστημα και τα δομικά του προβλήματα, είναι τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, τα οποία δεν παρουσιάζουν την πραγματικότητα στις ευρωπαϊκές της διαστάσεις, αλλά την περιχαρακώνουν στα εθνικά σύνορα της χώρας αναφοράς τους.
Σε συνδυασμό δε με την πλασματική εικόνα του εθνικού συμφέροντος, το οποίο δεν συνδέεται με το ευρωπαϊκό, αλλά στοχεύει μόνο στην αποκόμιση οικονομικού οφέλους, χωρίς αυτό να στηρίζεται στην οικοδόμηση ενός ισορροπημένου αναπτυξιακού μοντέλου για την ευρωπαϊκή επικράτεια στο σύνολο της, ουσιαστικά προωθείται εμμέσως ένας ιδιόμορφος εθνικισμός, ο οποίος εύκολα μετατρέπεται σε ευρωσκεπτικισμό.
Ενισχυτικό ρόλο προς αυτή την κατεύθυνση παίζει και η συρρίκνωση της μεσαίας κοινωνικής τάξης, η οποία αποτέλεσε τον βασικό κοινωνικό πυλώνα για την αναπτυξιακή πορεία των κρατών-μελών της Ε.Ε. και ιδιαιτέρως αυτών της ευρωζώνης. Αυτή η εξέλιξη δείχνει την ανεπάρκεια του πολιτικού συστήματος, από το ένα μέρος να εκφράσει το κοινωνικό συμφέρον και από το άλλο να παίξει τον ρυθμιστικό ρόλο, που του αναλογεί, στην πορεία της Ευρώπης προς την ολοκλήρωση.
Τα αδιέξοδα στον κοινωνικό-πολιτισμικό τομέα έρχεται να συμπληρώσει η ανυπαρξία ευρωπαϊκής πολιτικής για την διαπολιτισμική προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Όλοι αναφαίρονται στις κοινές πολιτισμικές αξίες ακολουθώντας μια εξιδανικευτική λογική σε σχέση με το παρελθόν, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη, ότι η κάθε χώρα έχει ακολουθήσει διαφορετική ιστορική διαδρομή με ανάλογες επιπτώσεις στα κοινωνικά-πολιτισμικά της χαρακτηριστικά.
Σε σχέση με την πολιτική λειτουργία σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι αντιφάσεις κυριαρχούν, ενώ ταυτοχρόνως οι πολίτες των διαφόρων κρατικών οντοτήτων θεωρούν, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πεδίο άσκησης εξουσίας από τους ισχυρούς στους πιο αδύναμους οικονομικά και πολιτικά.
Η πιο ηχηρή αντίφαση είναι, ότι η ασκούμενη πολιτική έχει εθνική και όχι ευρωπαϊκή νομιμοποίηση. Από το ένα μέρος οι πολίτες ψηφίζουν για την εκπροσώπηση τους στο Ευρωκοινοβούλιο με εθνικά κριτήρια. Από το άλλο ευρωπαϊκά κόμματα δεν υπάρχουν, παρά εθνικά, υποτίθεται με ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Ταυτοχρόνως δεν γίνεται δημόσιος διάλογος ευρωπαϊκών διαστάσεων.
Η πλειοψηφία των πολιτών είτε αγνοεί το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, είτε δεν επιδοκιμάζει την προοπτική της ευρωπαϊκής ενοποίησης, διότι η μέχρι τώρα εμπειρία δεν τεκμηριώνει στην συνείδηση των απλών ανθρώπων την ύπαρξη ευρωπαϊκής λογικής στις πολιτικές διεργασίες στα διάφορα ευρωπαϊκά όργανα. Το μόνο, που εκπέμπεται από αυτά επικοινωνιακά, είναι το εθνικό συμφέρον, το οποίο όμως δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό συμφέρον αλλά με αυτό των οικονομικών ελίτ. Γι’ αυτό και η σταδιακή φτωχοποίηση των κοινωνιών.
Ακόμη και η θεσμική έκφραση της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες βιώνεται από τους πολίτες των επιμέρους κοινωνιών ως γραφειοκρατικός μηχανισμός, ο οποίος υπηρετεί την οικονομική και πολιτική επικυριαρχία των ισχυρών χωρών και ιδιαιτέρως της Γερμανίας.
Το τραγελαφικό δε είναι, ότι αρχίζει να γίνεται όλο και πιο αισθητή η ανασφάλεια των πολιτών σε σχέση με το μέλλον. Και αυτό δεν αφορά μόνο στις χώρες, οι οποίες αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση, όπως είναι η Ελλάδα, η Ισπανία και άλλες χώρες.
Σε βάθος χρόνου ο συνταξιούχος στη Γερμανία θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος με σύνταξη, η οποία δεν θα υπερβαίνει το 43% του τελευταίου του μισθού, πριν συνταξιοδοτηθεί.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Είναι σίγουρο, ότι το ασφαλιστικό σύστημα δεν θα είναι βιώσιμο μόνο με τις εισφορές των εργαζομένων. Οι συνταξιούχοι αυξάνονται και το προσδόκιμο ζωής επίσης. Οι εργαζόμενοι όμως με την δυναμική, που αναπτύσσεται λόγω της αξιοποίησης της τεχνολογίας στον εργασιακό τομέα με κερδοσκοπικά κριτήρια μόνο, θα μειώνονται στο πλαίσιο του ισχύοντος μοντέλου οικονομικής οργάνωσης.
Αρκεί να αναφερθούν δύο παραδείγματα, τα οποία σχετίζονται με την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας στον τομέα της εργασίας και τις αρνητικές εξελίξεις, που θα δρομολογηθούν. Το πρώτο είναι η γενίκευση της χρήσης αυτόνομων (χωρίς οδηγούς) φορτηγών στον τομέα των μεταφορών και το δεύτερο η αξιοποίηση της ρομποτικής στην ιατρική και μάλιστα όχι μόνο στον διαγνωστικό τομέα, αλλά και στην χειρουργική.
Μπορεί κανείς να φαντασθεί τις επιπτώσεις στην απασχόληση. Τονίζεται δε, ότι αυτά δεν αφορούν μόνο στις αδύναμες χώρες, αλλά στο σύνολο και πολύ περισσότερο στις πιο ανεπτυγμένες.
Εύλογα αναρωτιέται ο απλός πολίτης, ποιό θα είναι το μέλλον του, όταν το εθνικής ταυτότητας ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν καταθέτει μια συνολική πρόταση για την ενσωμάτωση των επιμέρους κοινωνιών και την βιωσιμότητα της Ευρώπης, αλλά αρκείται στην αυταπάτη του εθνικού συμφέροντος, την οποία καλλιεργεί με συστηματικό τρόπο.
Εύλογα γεννιέται το ερώτημα, εάν η Ευρώπη κυβερνάται από ευρωπαίους πολιτικούς, οι οποίοι απευθύνονται σε ευρωπαίους πολίτες. Η μόνη θετική απάντηση, που μπορεί να δοθεί, κινείται στα όρια της φαντασίωσης, διότι μιλάμε για ευρωπαίους πολιτικούς και πολίτες, οι οποίοι σκέπτονται και δρουν χωρίς ευρωπαϊκή λογική και συνείδηση.
Η Ενωμένη Ευρώπη χρειάζεται άμεσα ριζική ανανέωση σε πρόσωπα, τρόπο σκέψης και προσανατολισμό στην πολιτική σε σχέση με την οικονομία, τον πολιτισμό και στον τομέα της ενημέρωσης, που θα δώσουν την αναγκαία ώθηση για την αντιμετώπιση της Ευρώπης ως ολότητας και όχι ως απλής συρραφής εθνικών οντοτήτων.
Ειδάλλως η συνέχιση αυτής της αδιέξοδης πορείας θα οδηγήσει στην αυτοδιάλυση της, με πολύ υψηλό κόστος για τους πολίτες.
Επείγει να αρχίσουν άμεσα διεργασίες ανανέωσης του πολιτικού συστήματος με την δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτικών σχηματισμών, οι οποίοι θα ενεργοποιούνται και στο εθνικό επίπεδο, αλλά θα στηρίζονται σε κοινό ευρωπαϊκό πολιτικό σχεδιασμό σε όλα τα επίπεδα δραστηριοποίησης τους. Αυτά τα κόμματα θα λειτουργούν σε πρώτη φάση ως δίκτυα ευρωπαϊκής εμβέλειας με συλλογική ηγεσία και θα εκφράζουν το ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον.
Ευρωπαϊκό κοινωνικό συμφέρον δε σημαίνει αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της κάθε χώρας-μέλους για μια ισόρροπη ευρωπαϊκή ανάπτυξη και βελτίωση της ποιότητας ζωής των ευρωπαίων πολιτών μέσα από την αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, με στόχο την αποφασιστική μείωση των μεγάλων κοινωνικών ανισοτήτων, οι οποίες τώρα κυριαρχούν και απειλούν την κοινωνική συνοχή και την ομαλή πορεία προς το μέλλον.
Η κοινωνική δικαιοσύνη δεν μπορεί να εξαντλείται ούτε στα εθνικά σύνορα ούτε στην φτωχοποίηση των κοινωνιών για την ευημερία των αριθμών και την λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων, ώστε να συσσωρεύουν πλούτο οι ολιγομελείς οικονομικές ελίτ, όπως γίνεται τώρα.
Για να διασφαλισθεί όμως αυτή η πορεία, βασική προϋπόθεση είναι η γενικευμένη ενεργοποίηση της κοινωνίας πολιτών στο πλαίσιο ευρωπαϊκών δικτύων των δομών της (Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, Μ.Κ.Ο.) με στόχο την διαπολιτισμική προσέγγιση, την διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης και την οικοδόμηση και έκφραση του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμφέροντος.
Πολύ σημαντική λειτουργία επίσης είναι ο συνεχής διάλογος με το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα και η άσκηση κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο θεσμοθετημένων διαδικασιών.
Ειδάλλως η οικονομική και πολιτική ενοποίηση και κατ’ επέκταση η ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος θα μετατίθεται συνεχώς στο μέλλον και οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα συνεχίσουν να χειραγωγούνται πολιτικά και να γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την πολύ μικρή μειοψηφία των οικονομικών ελίτ.
Επιτέλους η Ευρώπη πρέπει από ρεαλιστική ουτοπία να γίνει πραγματικότητα. Σε αντίθετη περίπτωση η παγκοσμιοποίηση θα την καταστήσει εντελώς ανενεργή και αδύναμη.