Ευρωπαίοι, άλλη μια προσπάθεια να γίνουμε δημοκράτες

Ανδρέας Τάκης 07 Ιαν 2014

«Francais, encore un effort si vous
voulez etre republicains».
Marquis de Sade, La Philosophie dans le boudoir
ou Les Instituteurs immoraux, 1795

Δεκαετίες τώρα κλαυθμυρίζουμε μονότονα για το περιβόητο «δημοκρατικό έλλειμμα» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σήμερα πλέον δοκιμάζουμε τις συνέπειές του απροκάλυπτα. Επάξια ίσως τιμωρία για την αβελτηρία του ευρωπαϊκού Δήμου.

Μυριάδες σελίδων έχουν γραφτεί και γράφονται από ειλικρινείς και μη, οραματιστές ενός κοινού ευρωπαϊκού μέλλοντος. Και το μέλλον αυτό, αν πιστέψουμε τις ίδιες τις συνθήκες, το Μάαστριχτ, το Άμστερνταμ, τη Λισσαβώνα, μόνο δημοκρατικό θα μπορούσε να είναι. Οι πιο τεχνοκράτες «χτίστες θεσμών», νομικοί, οικονομολόγοι και δημοσιολόγοι, έχουν βαλθεί εδώ και πολύ καιρό να το σχεδιάζουν συμμετέχοντας ο καθένας με τον τρόπο του σε μια αέναη και ολοένα πιο ακαδημαϊκή συζήτηση για το αν μπορεί ή είναι αναγκαίο να υπάρξει ευρωπαϊκός Δήμος για να υπάρξει και Δημοκρατία της Ενωμένης Ευρώπης.

Όλοι αυτοί οι οραματισμοί και ατέρμονες συζητήσεις φαίνονται να έχουν μια κοινή συνιστώσα, ότι η Ενωμένη Ευρώπη δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο τέρμα μιας μακράς και αργόσυρτης διαδρομής σταδιακών συγκλίσεων και εναρμονίσεων. Η πολιτική ενοποίηση θα είναι η κορωνίδα και επισφράγιση μαζί του τέλους αυτής της μακράς πορείας, κατά τη διάρκεια της οποίας η απαίτηση των εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων να αυτοκαθορίζονται ως πολίτες μιας δημοκρατίας θα πρέπει να ικανοποιείται μέσα από τους μηχανισμούς πολιτικής εκπροσώπησης που τους προσφέρονται κατά περίπτωση από τα θεσμικά σχήματα των εθνικών τους πολιτευμάτων.

Στο μεταξύ όμως σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, τη ζωή εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρωπαίων, στην καθημερινότητά τους, καθορίζουν πλέον πολιτικές αποφάσεις πηγή των οποίων δεν φαίνεται να είναι οι επίσημες αρχές των εθνικών τους δημοκρατιών –αυτές φαντάζουν ολοένα και περισσότερο ως αμήχανοι τοπικοί διεκπεραιωτές τους–, αλλά ούτε καν τα επίσημα όργανα του υπερεθνικού αυτού σχηματισμού που αποκαλούμε σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση – κι αυτά με τη σειρά τους φαντάζουν μάλλον σαν θεατρικός μηχανισμός τελετουργικής επικύρωσης αποφάσεων που έχουν ληφθεί, σε μια αρχική τουλάχιστον μορφή, εκτός αυτών ή από κάποια μόνο μέλη τους. Οι αποφάσεις αυτές φαίνονται να λαμβάνονται σε άτυπες και κλειστές συναντήσεις ηγετών επιμέρους κρατών μελών –όχι τυχαία, φυσικά, των ισχυρότερων εθνικών οικονομιών– με τους προέδρους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της Ένωσης ή της Επιτροπής. Ακόμη χειρότερα, οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται μετά από εντατική επαφή, συνεργασία και συντονισμό των ιδίων και των στενών πολιτικών επιτελείων τους με κορυφαίους παράγοντες του διεθνούς και του ευρωπαϊκού τραπεζικού και εν γένει χρηματοπιστωτικού συστήματος, των εθνικών βιομηχανικών κλάδων κ.ο.κ. Χρειάστηκε ωστόσο η κρίση του δημοσίου χρέους για να συνειδητοποιήσουμε πραγματικά τι τύπου πολιτική δομή ευρωπαϊκής διακυβέρνησης οικοδομείται στην πραγματικότητα υπό το πρόσχημα της διηνεκούς μετάβασης προς την περιβόητη ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, έναν στόχο για τον οποίο η συναίνεσή μας είναι ικανή κατ’ ορισμένους να εξαγιάζει εξ ορισμού και τα μέσα επίτευξής του.

Αν δεν μας απορροφούσαν με τις κωμικοτραγικές τους παλινωδίες τα κλυδωνιζόμενα εθνικά πολιτικά συστήματα, όλα αυτά θα έπρεπε να μας είχαν βάλει προ πολλού ίσως σε φριχτές υποψίες μήπως η θεωρία της ωρίμανσης δεν είναι παρά το εύσχημο προκάλυμμα μιας δομικά καθηλωμένης μεταβατικότητας, ένας βηματισμός εσαεί σημειωτόν με το βλέμμα στραμμένο προς έναν στόχο που όλοι δοξολογούν, αλλά πολύ λίγοι, καταπώς φαίνεται, είναι πραγματικά διατεθειμένοι να φτάσουν. Σίγουρα, στο μεταξύ έχουν αντιληφθεί ότι η καθήλωση στην εσαεί μετάβαση μπορεί να τους συμφέρει. Με ευθύνη μάλιστα της (γαλλικής πρωτίστως) Αριστεράς η καθήλωση αυτή ενδύθηκε τον μανδύα της αμεσοδημοκρατικής νίκης.

Και μαζί με την υποψία αυτή θα έπρεπε ίσως να μας είχε γεννηθεί και μια άλλη σκέψη που υπόκειται σε αυτήν: ότι μια δομή κυριαρχίας πάει εξ ορισμού γάντι με έναν λαό στον οποίο ασκείται η κυριαρχία. Η ίδια η συζήτηση για τον ευρωπαϊκό Δήμο άλλωστε δεν ανέδειξε μεταξύ άλλων την ιδέα ότι η δημοκρατία παράγει κατά κάποιον τρόπο η ίδια τον Δήμο της; Το πρόβλημα όμως είναι ότι αυτό δεν είναι προνόμιο ειδικά της δημοκρατίας αλλά ικανότητα και τάση κάθε μορφής διακυβέρνησης. Και αν το καλοσκεφτείς, ακόμη και με τα μέτρα τής πιο κυνικά απλοϊκής αντίληψης για τη κυριαρχία, το πράγμα είναι ξεκάθαρο: αν υπάρχει κυρίαρχη εξουσία το οφείλει πάνω απ’ όλα στο γεγονός ότι κάποιοι, οι πολλοί, το έχουν κάνει συνήθειο τους να την υπακούν. Και αυτό είναι ένα αδήριτο πραγματικό γεγονός, αφού διαθέτει ακαταμάχητη δύναμη (δημοσιονομικής επί του παρόντος) επιβολής. Αυτό όμως ταυτόχρονα σημαίνει ότι αφού υπάρχουν αποφάσεις που ακαταμάχητα προσδιορίζουν την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί παρά να υπάρχει και πλήθος που προσδιορίζεται διά της υποταγής του κάθε μέλους του στις ίδιες πολιτικές αποφάσεις, ένα πλήθος πολιτικό, ένα «εμείς», ακόμη κι αν πρόκειται για το «εμείς» των κωπηλατών στην ίδια ποινική γαλέρα, ένας λαός. Τότε όμως δεν έχει κανένα νόημα να περιμένουμε να γεννηθεί αργά το πολιτειακό μόρφωμα της Ενωμένης Ευρώπης, όταν δήθεν θα έχουν ωριμάσει κατάλληλα οι συνθήκες και θα έχει γίνει δυνατό να πάρουμε από κοινού τις αποφάσεις μας όλα τα ευρωπαϊκά έθνη για μια επίσημη ομοσπονδιοποίηση. Δεν έχει κανένα νόημα, διότι κατά μια πολύ κρίσιμη πολιτικά έννοια η Ενωμένη Ευρώπη είναι ήδη εδώ.

Το να είμαστε ένα κράτος μπορεί να το κατορθώσει ακόμη και ερήμην μας μια ακαταμάχητη δύναμη επιβολής που διαρκεί στον χρόνο (δεν το έζησαν άραγε οι πρόγονοί μας υπό τον «ζυγό του Οθωμανού»;). Το ποια μορφή διακυβέρνησης όμως θα έχει σε τελική ανάλυση είναι κάτι που εμείς, ατομικά ο καθένας μας, το καθορίζουμε εκδηλώνοντας μέσα σε μακρό χρόνο μια λίγο-πολύ ομοιόμορφη συμπεριφορά υπακοής στα κελεύσματα της ίδιας εξουσιαστικής πηγής (και με αυτήν την έννοια, από ένα σημείο τουλάχιστον και μετά, οι πρόγονοί μας συναίνεσαν στον «ζυγό», αν δεν τον είχαν ενεργά προσκαλέσει απαυδισμένοι).

Οι παγιωμένες πλέον συλλογικές πρακτικές συμμόρφωσης των ευρωπαϊκών λαών στα ίδια κέντρα εξουσίας (αλλά και οι κοινές ή ομόλογες αντιδράσεις τους, λ.χ. μέσα από τις πολύτροπες κινήσεις των πλατειών) μοιραία με έναν τρόπο μόνον μπορούν να διαβαστούν: ως μια κοινή παραδοχή, μια κοινή αναγνώριση του γεγονότος ότι υποκείμεθα όλοι μαζί στον ίδιο κανόνα περί του τίνος τα κελεύσματα, καλώς ή κακώς, μας δεσμεύουν αναγκαστικά. Αν υιοθετήσει κανείς την κρίσιμη αυτή σκοπιά τής από κοινού αποδοχής του κανόνα της πανευρωπαϊκής κυριαρχίας, το ότι δηλαδή η Ευρώπη είναι ήδη πολιτικά ενωμένη, τότε προκύπτει αναπότρεπτα ένα απλό ερώτημα: Ποιο είναι το πολίτευμά της, το πραγματικό, το ζωντανό της σύνταγμα, η μορφή διακυβέρνησης αυτής της πολιτείας;

Η πολιτική κοινωνιολογία, καθοδηγούμενη από τη δημοκρατική ιδέα, οφείλει ακόμη να μας διαλευκάνει ποια ακριβώς είναι αυτή η ύπατη πηγή εξουσίας μέσα στον νέο αυτό πολιτικό σχηματισμό που είναι η Ενωμένη Ευρώπη, πώς συγκροτείται ο συσχετισμός συμφερόντων των ηγεμονικών κοινωνικών ομάδων και πώς βρίσκει την έκφρασή του μέσα από τη σύνθετη συνταγματική δομή αξεδιάλυτα διαπλεκόμενων ενωσιακών και εθνικών εξουσιών και αρμοδιοτήτων που αποφασίζουν ερήμην των δημοκρατικών ακροατηρίων. Οσοδήποτε περίπλοκες απαντήσεις και αν μπορεί κανείς να δώσει θετικά, αρνητικά, το ερώτημα αυτό επιδέχεται εξαρχής μια απάντηση απόλυτα και αμείλικτα απλή. Ό,τι πολίτευμα κι αν είναι αυτό της Ενωμένης Ευρώπης, αυτό πάντως δεν είναι δημοκρατία.

Μπορεί να μη γνωρίζουμε ποια ακριβώς πολιτικά συμφέροντα αποτυπώνουν οι αποφάσεις που οι εθνικές κυβερνήσεις μεσιτεύουν στα εθνικά κοινοβούλια ως λίγο-πολύ επιβεβλημένες. Γνωρίζουμε πολύ καλά όμως ότι στον σχηματισμό και τη λήψη των επιβεβλημένων αυτών αποφάσεων εμείς, οι πολίτες των εθνικών μας δημοκρατιών, δεν συμμετείχαμε καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Διότι δεν μπορεί να λογίζεται ως συμμετοχή το να έχεις ψηφίσει για την ανάδειξη ενός εθνικού κοινοβουλίου που καλείται να επικυρώσει, εξειδικεύοντας έστω, μια αναγκαστική «έξωθεν» υπόδειξη, ούτε το ότι από τις εθνικές σου εκλογές προέκυψε ο πολιτικός αρχηγός που εξαναγκάζεται από ένα ηγεμονικό μπλοκ στο Συμβούλιο να διαπραγματεύεται την εφαρμογή μιας άτυπα ήδη ειλημμένης απόφασης έναντι της πολιτικής του επιβίωσης. Ακόμη λιγότερο φυσικά μπορεί να θεωρηθεί συμμετοχή η ανάδειξη ενός διακοσμητικού Ευρωκοινοβουλίου. Μα δεν συμμετείχαμε όλοι μας κάποια στιγμή και με κάποιον τρόπο ο καθένας μας ως πολίτες κάποιας εθνικής δημοκρατίας στην αποδοχή της Ενωμένης Ευρώπης ως κοινού πολιτικού στόχου;

Η έμπρακτη συναίνεση των ευρωπαϊκών λαών αποτελεί πράγματι το «ιδανικό θεμέλιο» των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Από αυτό όμως δεν συνάγεται, όπως θα ήθελε η πρεσβυτεριανού τύπου πολιτική ηθικολογία της τήρησης των υπεσχημένων, ότι η σημερινή πολιτικά ενοποιημένη Ευρώπη μπορεί να διεκδικεί την υπακοή των Ευρωπαίων πολιτών. Κανένα καθήκον υπακοής δεν μπορεί να αναγνωρίζει ο πολίτης μιας δημοκρατίας σε μια αρχή που δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη με τη δική του συμμετοχή. Εκτός από την πολιτική αξιοπρέπεια της δημοκρατίας αυτό θα το απέκλειαν και τυπικά πολλά συντάγματα, όπως και το δικό μας, που προϋποθέτει για κάθε περιορισμό της κυριαρχίας μας τη διασφάλιση των βάσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος (βλ. άρθρο 28).

Προφανώς, είναι καθοριστικής σημασίας για τη μαζική νομιμοποίηση της κυρίαρχης εξουσίας στη νέα Ενωμένη Ευρώπη να εμφανίζεται τυλιγμένη στον μανδύα της δημοκρατικοφάνειας που ισχνά πια της προσφέρουν οι υφιστάμενες δομές σε ενωσιακό και κυρίως σε εθνικό επίπεδο. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι και οι Ρωμαίοι, ακόμη και δύο αιώνες μετά τον Αύγουστο, παρίσταναν ότι ήταν μια δημοκρατία, ενώ, ακόμη και τη χρυσή εποχή των Αντωνίνων η Αυτοκρατορία δεν έπαψε να είναι στην πραγματικότητα μια στρατιωτική δικτατορία. Αυτό το πρότυπο άλλωστε προσπάθησε να αναβιώσει στην Ευρώπη ο εθνικοσοσιαλισμός προσφέροντας, σαν σκοτεινός πρόδρομος, μια χαρακτηριστική αντίληψη για το τι θα μπορούσε να είναι μια Ενωμένη Ευρώπη.

Αν ως πολίτες της Ελληνικής Δημοκρατίας έχουμε συναινέσει ενεργά στην υπόθεση μιας αυριανής Δημοκρατίας των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, δεν έχουμε πια την πολυτέλεια να υπεκφεύγουμε. Γιατί υπεκφυγή είναι να παριστάνουμε ότι αγνοούμε πως η Ευρώπη αποτελεί ήδη μια ενιαία πολιτική οντότητα και πως ο ρόλος που επιφυλάσσει στον καθένα μας σήμερα το σύστημα της διακυβέρνησής της προσιδιάζει πολύ περισσότερο σε αυτόν του υπηκόου παρά του πολίτη μιας δημοκρατίας. Άλλωστε, όπως είπε και ένας σοβαρός, Γερμανός κύριος επ’ αφορμή του δημοψηφίσματος που δεν κάναμε τον Οκτώβριο του 2011, λιγότερη δημοκρατία ωφελεί τις αγορές. Ο πολιτικός ρεαλισμός όμως μας επιτρέπει να συνειδητοποιήσουμε πόσο ανόητο και εξωπραγματικό είναι να φανταζόμαστε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ζήτημα απομείωσης δήθεν της εθνικής μας κυριαρχίας ή ανεξαρτησίας. Στο κάτω κάτω πώς θα μπορούσε να υπάρξει ενωμένη πολιτικά Ευρώπη χωρίς υποστολή των εθνικών κυριαρχιών; Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι η υποτιθέμενη υποταγή της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας σε αλλότρια συμφέροντα (των Γερμανών, των Βορείων, των Εβραίων ή δεν ξέρω ποιων άλλων), αλλά το ότι το ευρύτερο «Εμείς» των ευρωπαϊκών λαών σήμερα δυναστευόμαστε από μια υπερεθνική μη δημοκρατικά νομιμοποιημένη ελίτ. Από την κρίσιμη σκοπιά της δημοκρατίας, οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί Ευρωπαίοι συμπολίτες μας είναι εξίσου υπήκοοι της ίδιας αντιδημοκρατικής δεσποτείας, ακόμη και αν κατά το περιεχόμενό τους οι θεμελιώδεις αποφάσεις, που λαμβάνονται εκτός δημοκρατικών περιστάσεων, ενδεχομένως τους ευνοούν.

Από το ίδιο δε πρίσμα γίνεται σαφές ότι αν η περιβόητη «τρόικα» είναι πολιτικά απορριπτέα ως μηχανισμός δημοσιονομικής επιβολής και ελέγχου, γι’ αυτό δεν φταίει η όποια άκαρδη, αντιλαϊκή ή ανθελληνική στάση ή προδιάθεσή της, αλλά το ότι ο καταναγκασμός που εμπεριέχει η λειτουργία της δεν είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένος. Αυτό σημαίνει όμως και πως οσοδήποτε πικρός κι αν ήταν τυχόν ο δημοσιονομικός εξαναγκασμός που θα επέβαλε μια δημοκρατικά νομιμοποιημένη «τρόικα», το επίσημο όργανο δηλαδή που θα ενεργούσε επ’ ονόματι και ημών των ιδίων όχι απλώς ως Ελλήνων αλλά ως πολιτών της Δημοκρατίας της Ενωμένης Ευρώπης, θα έπρεπε να τον αποδεχτούμε αγόγγυστα ως πολιτικά δίκαιο. Από τη σκοπιά της δημοκρατίας, η αντίθεση στην «τρόικα» δεν είναι υπόθεση εθνικής ανεξαρτησίας αλλά πολιτικής δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Μπορεί λοιπόν να μην επιλέξαμε ως Ευρωπαίοι να βρεθούμε υπήκοοι μιας δημοκρατικά ανομιμοποίητης υπερεθνικής κυριαρχικής δομής, φέρουμε όμως πλήρη την ευθύνη ο καθένας μας και όλοι μαζί συλλογικά για τη διαιώνισή της ως τη μορφή διακυβέρνησης της Ενωμένης Ευρώπης. Αν οι ρήτρες αφοσίωσης στη δημοκρατική υπόθεση που περιλαμβάνουν, ενωσιακά και εθνικά θεμελιώδη κείμενα, είναι κάτι παραπάνω από απλές μεγαλόστομες διακηρύξεις, τότε το ζητούμενο σήμερα δεν μπορεί να είναι η όποια ανάκτηση μιας ήδη αμφιβόλου δημοκρατικότητας εθνικής ανεξαρτησίας, αλλά μια μεγάλη ευρωπαϊκή δημοκρατική επανάσταση. Καμία δημοκρατία δεν στέριωσε ποτέ επιβαλλόμενη από τα πάνω, και η τύχη του ευρωπαϊκού συντάγματος θα πρέπει να το έχει καταστήσει αυτό ήδη επαρκώς σαφές. Σε πολλές περιπτώσεις δε, την εδραίωση της δημοκρατίας επέφεραν αιματηροί αγώνες και αντιπαραθέσεις την επανάληψη των οποίων σήμερα ελπίζουμε ότι η εμπειρία του σκοτεινού 20ού αιώνα ίσως αποτρέψει. Το σίγουρο όμως είναι ότι αν πρόκειται να συνανήκουμε πολιτικά στο ίδιο «Εμείς» ως Ευρωπαίοι συμπολίτες, ως πολίτες του ίδιου Δήμου, αυτό είναι μια απόφαση που μόνο δική μας μπορεί να είναι, μια απόφαση του καθενός ατομικά αλλά και όλων μαζί, μια απόφαση να αλλάξουμε ενσυνείδητα στάση απέναντι στον κοινό κανόνα πολιτειακής μας αυτο-αναγνώρισης, μια απόφαση να εγκαταλείψουμε τη στάση του απλού υπηκόου και να διεκδικήσουμε έμπρακτα αυτή του πολίτη που συγκαθορίζει σε τελική ανάλυση με την ενεργό συμμετοχή του τους όρους της πολιτικής συμβίωσης.

Ο εκδημοκρατισμός λοιπόν της σημερινής αντιδημοκρατικής υπερεθνικής δομής κυριαρχίας δεν μπορεί να είναι απλώς υπόθεση διακυβερνητικών συνεννοήσεων. Και αυτό καθίσταται ακόμη πιο προφανές βλέποντας τις κυβερνήσεις μας να παλινδρομούν μεταξύ μεσιτείας των μέτρων που τους υπαγορεύουν υπερεθνικές ηγεμονικές ελίτ, από τη μια, και εθνικής υπερηφάνειας του μικρού γαλατικού χωριού που αντιστέκεται στον κατακτητή, από την άλλη. Η δημοκρατία είναι πριν και πάνω απ’ όλα υπόθεση των πολλών. Γι’ αυτό και μια ευρωπαϊκή δημοκρατική επανάσταση μπορεί να έχει μόνον τη μορφή της αναστοχαστικής σύμπραξης του δημοκρατικού πλήθους σε πανευρωπαϊκή κλίμακα για τον ειρηνικό αναπροσδιορισμό των ενωσιακών πολιτικών δομών στη μόνη κανονιστική βάση η οποία μπορεί να εγγυηθεί ότι οι όποιες αποφάσεις που μας αφορούν θα λαμβάνονται με την επί ίσοις συμμετοχή όλων μας, στη βάση δηλαδή ενός δημοκρατικού συντάγματος για ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή ακριβώς η έλλογη σύμπραξη είναι και το μόνο διάβημα που είναι σε θέση να μετατρέψει το πολύχρωμο δημοκρατικό πλήθος σε Δήμο, σε λαό μιας Δημοκρατικής Ένωσης των Ευρωπαϊκών Πολιτειών.

Το διάβημα της έλλογης πολιτικής σύμπραξης του δημοκρατικού πλήθους των Ευρωπαίων είναι φυσικά εφικτό μόνον μέσα από την εδραίωση διαρκούς οριζόντιας επικοινωνίας και συντονισμού μιας απέραντης ποικιλίας πολιτικών και κοινωνικών μορφωμάτων και κινήσεων σε ένα κοινό σχήμα δράσης. Οσοδήποτε αναγκαία και αν είναι η «κινηματική» και «από τα κάτω» διάσταση, το ευρωπαϊκό δημοκρατικό διάβημα δεν θα μπορεί να διεκδικεί τον χαρακτήρα του έλλογου και αναστοχαστικού, εντέλει αυτή την ίδια την ιδιότητα του δημοκρατικού, παρά μόνον διερχόμενο της δοκιμασίας της οργανωμένης καθολικής συμμετοχής, που το ίδιο ευαγγελίζεται. Κι αυτή δεν μπορεί να είναι άλλο από την ανάθεση της σύνταξης των κανόνων της ευρωπαϊκής δημοκρατικής συμπολιτείας σε λαϊκούς εκπροσώπους μας μέσα από μια έντιμη διαδικασία καθολικής ψηφοφορίας. Θα ήταν φυσικά ουτοπικό να αναμένει κανείς την κινηματική εδραίωση αυτοτελών πολιτικών διαδικασιών τέτοιου γεωπολιτικού εύρους ανταγωνιστικά προς την τυπική νομιμότητα των ενωσιακών συνθηκών. Το εγχείρημα φαντάζει όμως πολύ λιγότερο ουτοπικό αν αναλογιστεί κανείς ότι, παρά την ισχνότατη στην πράξη πολιτειακή σημασία του τελικού προϊόντος της, υφίσταται σήμερα πανευρωπαϊκής εμβέλειας δημοκρατική διαδικασία εκλογικής ανάδειξης πολιτικών εκπροσώπων σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο: οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του κοινοβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο κατάλληλος συντονισμός του δημοκρατικού πλήθους θα καθιστούσε δυνατή τη μαζική εκλογική στήριξη σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια όσων ψηφοδελτίων θα αναδέχονταν πανηγυρικά την πολιτική δέσμευση άμεσης ενεργοποίησης της Δημοκρατίας των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης πέρα και άσχετα από τις ενωσιακές συνθήκες και δεσμεύσεις, με σύνθημα «Δημοκρατία στην Ευρωπαϊκή Ένωση Τώρα!». Η ψήφος υπέρ των συνδυασμών που θα συμμετείχαν στην πολιτική πλατφόρμα του ριζοσπαστικού δημοκρατικού ευρωπαϊσμού θα προσλάμβανε έτσι τον χαρακτήρα ανάθεσης μιας πολιτικά δέσμιας εντολής στους εκλεγέντες για κατάρτιση λ.χ. ενός σχεδίου του δημοκρατικού συντάγματος της Ενωμένης Ευρώπης και την υποβολή του προς έγκριση από το σύνολο του ευρωπαϊκού Δήμου ταυτοχρόνως ή, σε μια περισσότερο διαβουλευτική εκδοχή, από μια Ευρωπαϊκή Εθνοσυνέλευση που θα εκλεγόταν από το σύνολο ταυτοχρόνως όλων των Ευρωπαίων πολιτών για τον ειδικό αυτό σκοπό. Τέτοια «πειρατεία» επί των επικείμενων εκλογικών διαδικασιών από το δημοκρατικό πλήθος θα ισοδυναμούσε με μια ριζική πολιτική αλλά και θεσμική ανανοηματοδότησή τους, που θα μετέτρεπε τη δημοκρατικοφανή τους τελετουργικότητα σε πεδίο ευθείας σύγκρουσης με φλέγον διακύβευμα τη διάσωση του οράματος της δημοκρατίας στην Ευρώπη.

Για τη δημοκρατική «ανταρσία» του πλήθους μέσα στο νωθρό σκάφος των ευρωεκλογών αρκεί λοιπόν μια μινιμαλιστική και εν πολλοίς διαδικαστική ατζέντα: να προσφέρουμε αμοιβαία όλοι μας εδώ και τώρα μεταξύ μας τις θεσμικές εγγυήσεις ότι τη ζωή μας ως Ευρωπαίων πολιτών θα ορίζουν αναγκαστικά μόνο πολιτικές αποφάσεις στη λήψη των οποίων είχαμε τη δυνατότητα να συμμετέχουμε πραγματικά και ισότιμα μεταξύ μας. Οσοδήποτε κρίσιμα ζητήματα κι αν είναι ο μονεταριστικός, σοσιαλιστικός ή άλλος προσανατολισμός των ευρωπαϊκών πολιτικών ή ακόμη και αυτή η θεσμική διάρθρωση της ευρωπαϊκής Δημοκρατίας, ιδίως σε σχέση με τις συνταγματικές δομές των εθνικών μας δημοκρατιών, έπονται μοιραία της θεμελιώδους πολιτικής διευθέτησης του «τι το κύριον της πόλεως εστί», ποιος δηλαδή κατέχει τελικά την κυριαρχία.

Γι’ αυτό ακριβώς και η μινιμαλιστική αυτή ατζέντα είναι κατ’ αρχήν προσκλητικά ανοικτή προς κάθε κατεύθυνση με μόνο όρο την αφοσίωση στη δημοκρατία και τις ελευθερίες που την κάνουν δυνατή. Δεν υπάρχει έτσι κανένας σοβαρός λόγος να μην την αποδέχονταν ακόμη και δεδηλωμένοι σκεπτικιστές απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Και θα όφειλαν να την αποδεχθούν, αν έχουν τον στοιχειώδη ρεαλισμό να αντιληφθούν ότι μέσα σε μια Ευρώπη ήδη πολιτικά ενωμένη υπό το καθεστώς μιας δημοκρατικά ανομιμοποίητης ηγεμονίας των υπερεθνικών ελίτ μόνη η δημοκρατική προοπτική που σκιαγραφείται εδώ μπορεί να διασώσει την ελπίδα τους να βρει πολιτικό αντίκρισμα ο σκεπτικισμός τους, λ.χ. πείθοντας το σώμα του ευρωπαϊκού Δήμου για την ορθότητά του. Στην πλατφόρμα του ριζοσπαστικού δημοκρατικού ευρωπαϊσμού, εκτός των αντιδημοκρατικών πολιτικών μορφωμάτων, δεν φαίνεται να χωράνε όμως ούτε και εκείνοι οι πολιτικοί σχηματισμοί οι οποίοι επιμένουν να διαδραματίσουν τον ρόλο του πολιτικού διακομιστή δημοκρατικά ανομιμοποίητων αποφάσεων σε εθνικό επίπεδο κατ’ επίκληση κάποιου γενικότερου δήθεν εθνικού και κοινωνικού συμφέροντος και αναβάλλοντας εσαεί τη δυνατότητά μας να ορίζουμε τη ζωή μας και την τύχη της πολιτικής μας συμβίωσης όπως αξίζει στους πολίτες μιας δημοκρατίας. Αυτοί είναι ο πολιτικός μας αντίπαλος.

Παρά τον πολιτικά ανοικτό χαρακτήρα της δημοκρατικής ευρωπαϊκής ατζέντας, είναι, νομίζω, αρκούντως σαφές ότι η προώθηση και υλοποίησή της βαρύνει με έναν ιδιάζοντα τρόπο πρωτίστως την Αριστερά. Γιατί στις δικές της σημαίες, ακόμη και στις πιο επαίσχυντα προσχηματικές στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας της, δεν έπαψε στιγμή να προτάσσεται η πολιτική ελευθερία των ίσων. Στις πιο δογματικές εκδοχές της, η Αριστερά στάθηκε ανέκαθεν σκεπτικιστική και κριτική απέναντι στην ευρωπαϊκή προοπτική. Έκανε (και ακόμη κάνει) λόγο για «Ευρώπη των μονοπωλίων» και «Διευθυντήρια των Βρυξελλών», αντιπαρατάσσοντας το σοσιαλιστικά εύηχο ιδανικό μιας «Ευρώπης των λαών». Από μια παράδοξη ειρωνεία της ιστορίας, ενδεχομένως και παρά τις προσδοκίες της, δεν είχε τελικά και τόσο πολύ άδικο. Ίσως γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο σε αυτήν πέφτει το βάρος να δείξει έμπρακτα πως η ιδέα μιας Ευρώπης των λαών δεν ήταν απλώς μια υπεκφυγή διά της παραπομπής στις σοβιετικές καλένδες, αλλά ένα σαφές συνολικό πολιτικό πρόταγμα για την εγγύηση της δημοκρατίας και των ελευθεριών στην Ευρώπη. Ιδίως μάλιστα όταν αυτή η τελευταία, καταπώς φαίνεται, δεν είναι βέβαιο ότι έχει χωνέψει πλήρως τα διδάγματα του μεγάλου εμφυλίου πολέμου που την αιματοκύλισε απ’ άκρη σ’ άκρη τον αιώνα που πέρασε.

Γι’ αυτό λοιπόν, όπως ίσως θα μας προέτρεπε και ο «θεϊκός» μαρκήσιος, Ευρωπαίοι συμπολίτες, εμπρός! Άλλη μια προσπάθεια να γίνουμε δημοκράτες!