Η εκλογή του Donald Trump στην προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και η αλλαγή του πολιτικού προσανατολισμού στο διεθνές πεδίο, που αυτή δρομολόγησε, λειτούργησαν ως καταλύτες για την ανάπτυξη προβληματισμού στην Ευρώπη σε σχέση με την λειτουργικότητα του παγκόσμιου συστήματος ασφαλείας για την γηραιά ήπειρο στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, με ηγετικό μοχλό τις σημερινές ΗΠΑ.
Ιδιαιτέρως στις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες (Γερμανία, Γαλλία) άρχισαν να τίθενται ερωτήματα ως προς την διασφάλιση του ευρωπαϊκού χώρου απέναντι σε εξωτερικές απειλές, εάν τα κράτη-μέλη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ συνεχίσουν την πορεία τους στο πλαίσιο της συμμαχίας, όπως στο παρελθόν ή αν θα έπρεπε να οικοδομηθεί άμεσα η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία.
Από τον Μάρτιο του 2017 οι υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν για την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατιωτικού επιτελικού οργάνου με έδρα τις Βρυξέλλες, το οποίο δεν θα ανταγωνίζεται το ΝΑΤΟ. Απλά θα συντονίζει κοινές στρατιωτικές δράσεις των ευρωπαϊκών κρατών.
Παράλληλα ο Emmanuel Macron και το κόμμα του La Republique en March πρότειναν την διαμόρφωση «ενός ευρωπαϊκού αμυντικού προϋπολογισμού, από τον οποίο θα χρηματοδοτούνται κοινές αμυντικές δαπάνες». Η πρόταση αυτή έγινε αποδεκτή στην Σύνοδο Κορυφής (23.6.2017).
Το ζητούμενο βέβαια είναι η εξισορρόπηση της αυτόνομης ευρωπαϊκής πολιτικής σε σχέση με το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας και της συμμετοχής στο ΝΑΤΟ. Μέχρι τώρα βασικός συνεκτικός παράγων στο ΝΑΤΟ ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, οι οποίες έπαιζαν τον αποφασιστικό ρόλο τόσο στη λήψη αποφάσεων όσο και στο επίπεδο στρατιωτικών παρεμβάσεων. Γι’ αυτό και δεν διαμορφώθηκε στην Ευρώπη αυτόνομη ενιαία αμυντική πολιτική, παρά την προοπτική ολοκλήρωσης του εγχειρήματος τουλάχιστον θεωρητικά.
Αυτό είναι εμφανές, αν ληφθούν υπόψη μερικά σημαντικά στοιχεία. Κατ’ αρχήν οι αμυντικές δαπάνες του συνόλου των κρατών-μελών της Ε.Ε. ανέρχονται στο ποσό των 224 δισεκ. δολαρίων. Οι αμυντικές δαπάνες των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής είναι 544 δισεκ. δολάρια. Επίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει την αποτελεσματικότητα των ΗΠΑ και διαθέτει 178 οπλικά συστήματα, ενώ οι Αμερικανοί εταίροι μόνο 30.
Αυτά τα στοιχεία αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τον πολύ αργό ρυθμό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων σε σχέση με την διαμόρφωση ουσιαστικών ευρωπαϊκών πολιτικών, καθώς και την ανυπαρξία ευρωπαϊκής στρατηγικής. Ακόμη κυριαρχεί η λογική της εθνικής στρατηγικής ως προς την πορεία της Ε.Ε., η οποία κατά κύριο λόγο ωφελεί τις ισχυρότερες οικονομικά και πολιτικά χώρες.
Ήδη άρχισαν να διατυπώνονται δημοσίως ερωτήματα και απόψεις σχετικά με την ή τις χώρες, που θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο. Θα είναι η πυρηνική δύναμη Γαλλία ή η ισχυρή οικονομικά και πολιτικά Γερμανία, η οποία όμως έχει αρνητική ιστορική διαδρομή;
Το πιο πιθανό είναι να συνεργασθούν, διότι η μεν Γερμανία προκαλεί καχυποψίες λόγω παρελθόντος αλλά και σύγχρονης στάσης σε σχέση με την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης σε αρκετές χώρες, ενώ η Γαλλία δεν διαθέτει το απαραίτητο οικονομικό εκτόπισμα, δεν είναι όμως ιστορικά ευάλωτη και ισορροπεί τα αρνητικά του εταίρου.
Αυτή η προοπτική όμως δεν οδηγεί στην ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, διότι ο ευρωπαϊκός χώρος δεν πληροί τις απαραίτητες ουσιαστικές προϋποθέσεις. Οι κοινωνίες και οι πολίτες τους ούτε ευρωπαϊκή συνείδηση διαθέτουν, ούτε και λειτουργούν ως ενιαίο συλλογικό ευρωπαϊκών διαστάσεων υποκείμενο.
Εκείνο, που θα επιτευχθεί, είναι η διασφάλιση των συμφερόντων των ηγετικών χωρών. Εκτός και αν μια τέτοια εξέλιξη δεν θεωρείται αρνητική. Αυτό είναι πιθανό, αν λάβουμε υπόψη, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι «προ των πυλών» της δημιουργίας της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων.
Εξάλλου πρέπει να προηγηθεί η επίλυση ορισμένων πολύ σημαντικών προβλημάτων, τα οποία αντιστρατεύονται την συνοχή των κοινωνιών της Ευρώπης ως ολότητας.
Είναι απαραίτητη η αντιμετώπιση μιας πολύ σοβαρής αντίφασης, η οποία λειτουργεί ως τροχοπέδη στην όποια προσπάθεια ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Δεν συμβιβάζονται η εθνική κυριαρχία και στρατηγική, που διαπερνά την σύγχρονη ευρωπαϊκή πολιτική πραγματικότητα και τα κοινά σύνορα σε συνδυασμό με την κοινή τους φύλαξη.
Εκτός και αν θεωρείται, ότι η πρακτική, που εφαρμόσθηκε για την αντιμετώπιση του προβλήματος της μαζικής μετακίνησης πληθυσμών, δείχνει την διάθεση των εθνικών κυβερνήσεων και των επιμέρους κοινωνιών να προχωρούν με «ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία». Σημειώνεται δε, ότι αυτό το πρόβλημα έχει ήδη μετατραπεί σε ασύμμετρη (με επικίνδυνες παρενέργειες) εξέλιξη, ενώ δεν πρόκειται να επιλυθεί με τον τρόπο, που αντιμετωπίζεται.
Και οι αντιφάσεις και τα ερωτήματα συνεχίζονται. Πως θα οικοδομηθεί ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, η οποία θα εκφρασθεί και στον αμυντικό τομέα, όταν τα εξοπλιστικά κριτήρια των κρατών-μελών είναι διαφορετικά, διότι ανταποκρίνονται στις τοπικές συνθήκες και τις οικονομικές δυνατότητες του κάθε κράτους, με αποτέλεσμα τα εξοπλιστικά συστήματα να μην υπακούουν σε ενιαία λογική.
Εξάλλου ποιος θα είναι ο νέος γεωπολιτικός ρόλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πως θα γίνει αποδεκτός από όλες τις εθνικές κυβερνήσεις, όταν το εθνικό προηγείται του ευρωπαϊκού συμφέροντος, το οποίο ακόμη δεν έχει αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Τέλος πως συμβιβάζεται η κοινή αμυντική πολιτική και κατ’ επέκταση η ανάληψη γεωστρατηγικών, γεωπολιτικών ρόλων από την Ε.Ε., χωρίς να δεσμεύουν τις κοινωνίες κοινές αξίες και η αίσθηση της αλληλεγγύης μεταξύ τους;
Τελικά οι ευρωπαίοι πολίτες εμφορούνται από τις αξίες της ενσυναίσθησης, ώστε να είναι σε θέση να νιώσουν και να εκφράσουν στο πεδίο της αμυντικής πολιτικής την αλληλοστήριξη τους ή ακόμη λειτουργούν με βάση τα αρνητικά στερεόπυπα της ιστορίας και του λαϊκού εθνικισμού;
Αυτά τα ερωτήματα παραπέμπουν στο ρόλο των ατομικών και συλλογικών υποκειμένων στις διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες, υποτίθεται, πραγματώνουν την δημοκρατική λειτουργία και δεν αποτελούν μέσο για την προώθηση οικονομικών συμφερόντων ολιγομελών κοινωνικών ομάδων και του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η εμπειρική προσέγγιση της πραγματικότητας δείχνει, ότι στο πολιτικό πεδίο η αντιμετώπιση των πολιτών από τα κόμματα και το πολιτικό προσωπικό αλλά και οι διαδικασίες έκφρασης γνώμης και πολιτικής στάσης παραπέμπουν σε μαζοποιημένες κοινωνίες, οι οποίες στο επικοινωνιακό επίπεδο λειτουργούν στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος.
Βασική πολιτική επιδίωξη είναι η άσκηση επιρροής, χωρίς να ενδιαφέρει, αν είναι αποτέλεσμα διαλόγου, ο οποίος βασίζεται στην ορθολογική προσέγγιση της πραγματικότητας ή χειραγώγησης με εργαλείο την διαφημιστικού τύπου παρουσίαση των πολιτικών θέσεων και προτάσεων.
Γι’ αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο δεν προωθείται η οικοδόμηση ισχυρών δομών της κοινωνίας πολιτών, οι οποίες θα λειτουργούν ως δίκτυα ευρωπαϊκών διαστάσεων και θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη διαλόγου τόσο μεταξύ τους όσο και με το πολιτικό σύστημα.
Αυτή η πρακτική όμως εμποδίζει την διαμόρφωση ευρωπαϊκής συνείδησης στους πολίτες και την αναζήτηση του ευρωπαϊκού συμφέροντος από τις επιμέρους κοινωνίες. Το αποτέλεσμα είναι η κυριαρχία της λογικής του εθνικού συμφέροντος, το οποίο βέβαια δεν ταυτίζεται με το κοινωνικό αλλά με την αναπαραγωγή του κυρίαρχου μοντέλου κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης.
Γι’ αυτό βασική πολιτική επιδίωξη είναι η λειτουργικότητα και οικονομική απόδοση των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και όχι η ευημερία των πολιτών. Αυτή την επιδίωξη υπηρετεί και η ευρωπαϊκή στρατηγική αυτονομία, ενώ ταυτοχρόνως αποδυναμώνονται οι αρνητικές επιπτώσεις από την στάση των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ.
Με αυτό τον τρόπο όμως υποσκάπτεται η προοπτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, διότι θα στηρίζεται σε δεσμευτικές για τα κράτη-μέλη πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες θα βιώνονται ως «ξένο σώμα» από τους πολίτες.
Τέλος ακόμη δεν έχει σχεδιασθεί αυτόνομη ευρωπαϊκή στρατηγική σε σχέση με την αναγωγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε «παγκόσμιο παίκτη», οπότε εύλογα αναδύεται το ερώτημα, αν θα βασισθεί η εξειδίκευση αυτού του ρόλου σε αξίες του κοινωνικού ανθρωπισμού και στο δικαίωμα όλων των λαών στην ευημερία και στην ειρήνη ή θα κινηθεί στη λογική της υπερδύναμης και της επιβολής των συμφερόντων της.