Ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα

Χρίστος Αλεξόπουλος 26 Ιαν 2014

Ο πιο συνηθισμένος τρόπος να προσεγγίσει κάποιος τον ευρωπαϊκό πολιτισμό στην ιστορική του διαδρομή, είναι η εξιδανίκευση του και η προβολή του στο παρόν ως συνεκτικού στοιχείου των σύγχρονων κοινωνιών, οι οποίες συνθέτουν το μωσαϊκό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται βεβαίως αναφορά στην ύπαρξη εθνικών πολιτισμών, οι οποίοι όμως διαπερνώνται από τις αξίες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Σε αυτόν μάλιστα διαβλέπουν ορισμένοι, ότι ενυπάρχει μια συνεχής διαδικασία επαναπροσδιορισμού της πολιτισμικής ταυτότητας της Ευρώπης. Με άλλα λόγια η πολυπολιτισμική ιστορική διαδρομή της γηραιάς ηπείρου εμπεριέχει και την διάσταση της αυτογνωσίας, η οποία βιώνεται τόσο με θετικές όσο και με αρνητικές εμπειρίες. Συγκεκριμένα, οι πολίτες της συνθέτουν την πολύγλωσση κοινότητα μιας πολυεθνικής Ευρώπης, ενώ ταυτοχρόνως έχουν ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες. Πρωτοπορεία σε αυτή την ευρωπαϊκή πραγματικότητα αποτελούν οι νέοι, οι οποίοι δεν έχουν πρόβλημα να μετακινούνται στα γεωγραφικά όρια της και να βιώνουν την ζωή τους χωρίς εθνικού τύπου πολιτισμικές αγκυλώσεις. Η πολυγλωσσία δε και η πολυπολιτισμικότητα διασφαλίζουν την ελευθερία και δρομολογούν την συνεχή αναζήτηση ευρωπαϊκής ταυτότητας. Εργαλείο σε αυτήν την πορεία είναι η πνευματική διεργασία της μετάφρασης, η οποία ως μητρική ευρωπαϊκή γλώσσα οδηγεί στην λειτουργία της κατανόησης του άλλου και στη δυνατότητα προσέγγισης και αποδοχής της διαφορετικότητας (Julia Kristeva, καθηγήτρια φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης).

Ουσιαστικά ο ευρωπαϊκός χώρος, σύμφωνα με αυτή την οπτική, αποτελεί προνομιακό πεδίο για την ευδοκίμηση του πολιτισμού της ενσυναίσθησης, στο πλαίσιο του οποίου η αλληλεγγύη τόσο μεταξύ ατόμων όσο και μεταξύ συλλογικών υποκειμένων κυριαρχεί και παίζει ρυθμιστικό ρόλο στις κοινωνικές σχέσεις. Το θέμα όμως είναι, εάν επαληθεύεται αυτή η προσέγγιση στην πράξη ή με άλλα λόγια, εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την αντιστοίχιση αυτής της θεωρητικής προσέγγισης με την πραγματικότητα. Οι εξελίξεις στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης είναι ταχύτατες και ισοπεδωτικές σε σχέση με πολιτισμικές αξίες και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, ενώ δεν περιμένουν τους ρυθμούς των επιμέρους κοινωνικών μορφωμάτων, όπως είναι εθνικές οντότες ή και ευρύτερες ευρωπαϊκών διαστάσεων, όταν αυτοί είναι αργοί.

Ιδιαιτέρως δε σε περιόδους οικονομικής κρίσης και πολιτισμικής ρευστότητας σε μεταβατικές εποχές, όπως είναι αυτή που περνάει τώρα η Ευρώπη στο πλαίσιο της πορείας προς την ολοκλήρωση, παρατηρούνται φυγόκεντρες τάσεις. Αυτό επιβεβαιώνεται από την ανάπτυξη εθνικιστικών τάσεων στις επιμέρους ευρωπαϊκές κοινωνίες και γενικότερα τον ευρωσκεπτικισμό. Αυτά τα φαινόμενα μάλιστα δεν περιορίζονται μόνο σε ορισμένες ηλικιακές ομάδες. Λειτουργούν σε γενικευμένο επίπεδο. Και το χειρότερο είναι, ότι η νεολαία κινείται στον πυρήνα αυτών των φαινομένων ή αποστασιοποιείται από τις διεργασίες του κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι. Σε κοινωνίες, οι οποίες πλήττονται από τέτοιας εμβέλειας κρίση, έχουμε φαινόμενα κατακερματισμού τους και αποσταθεροποίησης της κοινωνικής συνοχής. Η δε μετακίνηση από χώρα σε χώρα στο πλαίσιο της Ευρώπης δεν σημαίνει αυτομάτως και προσέγγιση των κοινωνιών. Η αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες υποδοχής μπορεί να σημαίνει και τον μαρασμό των χωρών αποστολής των μετακινούμενων, όπως συμβαίνει τώρα με την Ελλάδα ή και άλλες χώρες με ανάλογα προβλήματα, όταν αυτές οι χώρες στερούνται της συμβολής υψηλού επιπέδου ειδίκευσης νέων ανθρώπων στην προσπάθεια εξόδου από την κρίση και την έναρξη της αναγκαίας αναπτυξιακής τροχιάς. Οι ανισορροπίες, οι οποίες δημιουργούνται μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπορούν να οδηγήσουν στην αποσταθεροποίηση της ευρωπαϊκής συνοχής,με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την προοπτική της ολοκλήρωσης αυτού του υπερεθνικού οικοδομήματος.

Μια επιπλέον δυσκολία είναι, ότι στις σύγχρονες κοινωνίες του θεάματος και του καταναλωτισμού οι πολιτισμικές αξίες δεν παράγονται στις τοπικές κοινωνίες, αλλά είναι αποτέλεσμα διεργασιών, οι οποίες ενεργοποιούνται σε επίπεδο ελίτ, οι οποίες και δημιουργούν θέαμα ανάλογα με τις ανάγκες αναπαραγωγής του οικονομικού συστήματος σε πλανητικό επίπεδο. Για αυτό και οι αξίες έχουν στον ύψιστο βαθμό καταναλωτικά χαρακτηριστικά. Αυτό γίνεται με κύριο μοχλό τη διαφήμιση και την δημιουργία προτύπων στο πλαίσιο εικονικών μορφών έκφρασης (π.χ. κινηματογράφος, τηλεόραση). Αρκεί να αναφερθεί διαφήμιση γερμανικής αλυσίδας καταστημάτων στη Γερμανία, σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής μπορεί να αποκτήσει τηλεόραση υψηλής ευκρίνειας αξίας 4.299 ευρώ σε 33 μηνιαίες δόσεις των 130,27 ευρώ. Από την δυνατότητα κατανάλωσης και την αναγνωρισιμότητα εξαρτάται και το κοινωνικό στάτους του ατόμου. Κοινή βάση και για τα δύο είναι η εικονική παρουσία του πολίτη, η οποία πιστοποιεί την καταναλωτική του δυνατότητα και την αναγνωρισιμότητα του στην κοινωνία αναφοράς του. Αυτό σημαίνει, ότι ο σύγχρονος πολίτης είναι εύκολα χειραγώγιμος από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και την ψηφιακή τεχνολογία, τα οποία ελέγχονται από τις οικονομικές ελίτ. Δυστυχώς η δυνατότητα των κοινωνιών να λειτουργούν ρυθμιστικά σε σχέση με τα όρια των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων μέσω του πολιτικού συστήματος δεν υφίσταται. Έχει αποδυναμωθεί σε αποφασιστικό βαθμό αυτή η βασική δημοκρατική παράμετρος. Οι αποφάσεις επιβάλλονται από το οικονομικό σύστημα. Γι’αυτό και η πολυγλωσσία και η πολυπολιτισμική ευρωπαϊκή πραγματικότητα από μόνα τους δεν διασφαλίζουν την ελευθερία.

Ακόμη και η γνώση δεν αξιοποιείται για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ευρωπαίων πολιτών και την λειτουργία τους ως υποκειμένων, σε ατομικό και σε συλλογικό επίπεδο, αλλά χρησιμοποιείται για την άνοδο της αποδοτικότητας των ανθρώπων και των μέσων, τα οποία χρησιμοποιούνται είτε στον εργασιακό χρόνο είτε στον ελεύθερο χρόνο. Ταυτοχρόνως δε οι κοινωνίες αποκτούν τέτοιο βαθμό διαφοροποίησης και πολυπλοκότητας, που το άτομο αδυνατεί να κατανοήσει την πραγματικότητα και να κρίνει με βάση τον ορθολογισμό και το κοινωνικό συμφέρον. Και τούτο διότι στο πλαίσιο των συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών ρόλων, οι οποίοι δεν προσδιορίζονται από αυτό, δεν απομένει χρόνος παρά μόνο για κατανάλωση στο πλαίσιο των δυνατοτήτων, που του προσφέρει ο σημερινός τρόπος κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Τελικά δεν μένει χρόνος στο άτομο να αναζητήσει την αυτογνωσία και τον αυτοπροσδιορισμό του. Ετεροκαθορίζεται από τον τομέα της κατανάλωσης ακόμη και σε αυτόν της πολιτικής λειτουργίας. Με αυτά τα δεδομένα η ευρωπαϊκή πολιτισμική ταυτότητα παραμένει ζητούμενο. Η επίκληση του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού δεν έχει ουσιαστικά αποτελέσματα και κινείται στο επίπεδο των πνευματικών ελίτ. Οι κοινωνικές μάζες όμως λειτουργούν με άλλη λογική.

Αυτό δεν σημαίνει, ότι η προσέγγιση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και η διαμόρφωση ευρωπαϊκής ταυτότητας αποτελούν φαντασιώσεις. Απλά πρέπει να διαμορφωθούν οι κατάλληλες δομικές προϋποθέσεις. Ιδιαιτέρως σε αυτή την περίοδο της κρίσης, στην οποία βρίσκεται ο πυρήνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ευρωζώνη), η ανάγκη διαπολιτισμικής προσέγγισης των κοινωνιών είναι πολύ μεγάλη και θα συμβάλλει στην άμβλυνση αρνητικών φαινομένων, όπως είναι ο εθνικισμός και ο ευρωσκεπτικισμός. Το θέμα είναι όμως να μην έχει περιστασιακά χαρακτηριστικά, ούτε και να κινείται στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος. Η διαπολιτισμική ανταλλαγή και περοσέγγιση πρέπει να έχει δομικά χρακτηριστικά και να βασίζεται σε συνεχή και συστηματικό διάλογο στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κοινωνίας πολιτών. Αυτό σημαίνει, ότι τόσο οι επιμέρους προς το παρόν εθνικές κυβερνήσεις όσο και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών πρέπει να προωθήσουν την δημιουργία ευρωπαϊκών δικτύων Μη Κυβερνητικών Οργανισμών. Ταυτοχρόνως όμως πρέπει να διασφαλίζεται η μη ελεγχόμενη πολιτικά λειτουργία τους. Και αυτό, διότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου ευδοκιμεί ο κομματισμός και η πελατειακή λογική, ουσιαστικά η κοινωνία θα μείνει αμέτοχη και θα ενταθεί ο ευρωσκεπτικισμός.

Είναι δε σκόπιμο αυτά τα δίκτυα να έχουν θεματική αναφορά (περιβαλλοντικά, πολτισμικά, κοινωνικά κ.λ.π.), ώστε ο διάλογος, ο οποίος θα αναπτυχθεί, να στηρίζεται στη γνώση της πραγματικότητας στον τομέα του και να δρομολογεί την διαμόρφωση ευρωπαϊκής κοινής γνώμης με άποψη και θέσεις. Με αυτό τον τρόπο μπαίνουν οι βάσεις για την αναζήτηση της ευρωπαϊκής αυτογνωσίας και την σφυρηλάτηση της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας σε βάθος χρόνου. Μόνο κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις είναι εφικτή η οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες.

Η ακολουθούμενη μέχρι τώρα ευρωπαϊκή πολιτική εξαντλείται στη χρηματοδότηση δράσεων χωρίς προοπτική, οι οποίες δεν προωθούν την ευρωπαϊκή συνοχή και την καλλιέργεια ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα αυτές οι δράσεις λειτουργούν ως μεμονωμένες εκδηλώσεις καταναλωτικού χαρακτήρα. Με αυτό τον τρόπο δεν αξιοποιούνται λειουργικά τα ευρωπαϊκά κονδύλια.

Η ευθύνη του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος για την ανυπαρξία πολιτικής και ουσιαστικής βούλησης για την προώθηση της δημιουργίας σύγχρονης ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, η οποία υπερβαίνει την λογική της εξιδανίκευσης των πολιτισμικών δεδομένων της ιστορικής διαδρομής των επιμέρους κοινωνιών και της προβολής τους στο παρόν και στο μέλλον, είναι μεγάλη. Ταυτοχρόνως δε δεν συμπορεύεται με τη δυναμική της εξέλιξης του χρόνου και την μεγάλη ταχύτητα,, η οποία την διακρίνει. Δεν είναι λειτουργικό για την σύγχρονη Ευρώπη η πολιτισμική ταυτότητα να βασίζεται στο ιστορικό παρελθόν και να μην αποτελεί πεδίο συνεχούς αναζήτησης. Η πραγματικότητα αλλάζει συνεχώς και πρέπει να εκφράζεται στις κοινωνικές δομές η πολιτισμική της προοπτική. Ειδάλλως η «γηραιά ήπειρος» θα μετατραπεί σε θνήσκουσα πολιτισμική οντότητα, η οποία θα αποτελεί παρελθόν. Σε αυτή την περίπτωση η αλληλεγγύη ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες θα περισσεύει και δικαιολογία για μια τέτοια εξέλιξη δεν υπάρχει. Οι πολιτικοί δεν κρίνουν από το αποτέλεσμα των αποφάσεων τους, οι οποίες δεσμεύουν το μέλλον. Κρίνουν με βάση τα δεδομένα της μελέτης της πραγματικότηας στην προβολή τους στο μέλλον. Και αυτά είναι μεν δυναμικά, αλλά μετρήσιμα. Αρκεί να βασίζονται σε αξιόπιστους επιστημονικούς μηχανισμούς τεκμηρίωσης.Ας υπάρξει λοιπόν ο ανάλογος μακροπρόθεσμος πολιτικός σχεδιασμός.