Η περιβαλλοντική πολιτική δεν είναι ψηλά στην ατζέντα των ευρωεκλογών παρότι ήταν από τις πρώτες ευρωπαϊκές πολιτικές που «εισέβαλλαν» στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, ευπρόσδεκτα από τους τοπικούς φορείς της πολιτικής οικολογίας, με δυσαρέσκεια από την καθεστηκυία τάξη. Η σημερινή συγκυρία εξόδου από την κρίση απαιτεί πανθομολογουμένως μια αναπτυξιακή ώθηση, και μπορεί να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία για την υιοθέτηση ενός νέου αναπτυξιακού μοντέλου, στη διαμόρφωση του οποίου θα είχε να συνεισφέρει πολλαπλά η δημιουργική αφομοίωση του «ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου».
Πως θα ορίζαμε το ευρωπαϊκό περιβαλλοντικό κεκτημένο, και που υστερεί η Ελλάδα ?
Από την πλευρά της κυρίαρχης πολιτικής αντίληψης ας θυμηθούμε την ξεχασμένη «αρχή της αειφορίας», ενσωματωμένη στη συνθήκη από το 1992 ως πυρήνα της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την ανάπτυξη, η οποία εμπεριέχει αφενός, την υπέρβαση της αντίληψης ‘οικονομικής μεγέθυνσης’ αφετέρου, την οριζόντια ενσωμάτωση της περιβαλλοντικής διάστασης σε όλες τις δημόσιες πολιτικές. Δεν είναι η περιβαλλοντική πολιτική μια θεματική πολιτική παράλληλη με τις άλλες, ως είθισται να την αντιλαμβανόμεθα, και μάλιστα διασπασμένη στα επί μέρους αντικείμενα βάσει των σχετικών οδηγιών (απορρίμματα, νερά, περιοχές νατούρα, αδειοδότηση, περιβαλλοντική ευθύνη, εξοικονόμηση ενέργειας κλπ) αλλά μια ολοκληρωμένη προσέγγιση σε όλα τα παραπάνω θεματικά πεδία, που θέτει εν ολίγοις το ζήτημα της σχέσης του ανθρώπου με την φύση και τους φυσικούς πόρους, οι οποίοι δεν είναι ανεξάντλητοι.
Η εσωτερική συνοχή και ολοκλήρωση της περιβαλλοντικής πολιτικής είναι αναγκαίος όρος για να μπορέσει να επηρεάσει τις τομεακές αναπτυξιακές επιλογές. Δυστυχώς το ελληνικό πολιτικο-διοικητικό σύστημα, κατακερματισμένο σε φέουδα και με υπερβολικό αριθμό πολιτικού προσωπικού, χωλαίνει τραγικά στην υιοθέτηση ολοκληρωμένων προσεγγίσεων. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Γύρω από αυτόν τον κατακερματισμό έχει αρθρωθεί το μοντέλο της «φτηνής ανάπτυξης» που έλεγε ο απών δυστυχώς, Μιχάλης Παπαγιαννάκης, δηλαδή της ανάπτυξης που δεν υπολογίζει το περιβαλλοντικό κόστος στις επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) και προωθεί τις υποδομές, (τα «έργα») απλά σαν μηχανισμό τόνωσης της οικονομίας σε μια λογική αύξησης των μεγεθών. Καθοριστικό στοιχείο αυτού του μοντέλου η άναρχη αστική διάχυση στην ύπαιθρο με τραγικές –μακροπρόθεσμα- επιπτώσεις στο αγροτικό περιβάλλον, το τοπίο και τον τουρισμό, αλλά με «αναδιανεμητικές» επιπτώσεις στα εισοδήματα λόγω της μικρής ιδιοκτησίας και της ανθούσας κτηματαγοράς, άρα με γερή κοινωνική βάση …
Μια πρώτη λοιπόν συμβολή της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής τεχνογνωσίας, πολλαπλά εμφανιζόμενη στις οδηγίες ή συστάσεις των επιμέρους πολιτικών, είναι ο εξορθολογισμός των δομών διακυβέρνησης. Τυπικό παράδειγμα η οδηγία «για τα νερά» που –για την ορθή εφαρμογή στόχων όπως η εξοικονόμηση- υποχρεώνει τα κράτη μέλη σε αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων στο σχεδιασμό και τη διαχείριση των υδατικών πόρων (συγκέντρωση των διάσπαρτων από διάφορα υπουργεία αλλά και σαφή προσδιορισμό ρόλων μεταξύ των βαθμίδων της διοίκησης).
Ένα δεύτερο πεδίο θετικής συμβολής της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής, είναι αυτό της επιχειρηματικότητας με δύο διαστάσεις: η πρώτη αφορά στην ανάπτυξη νέων κλάδων παραγωγής και επενδύσεων (όπως οι ΑΠΕ, ή η διαχείριση απορριμμάτων) ή την στροφή παραδοσιακών κλάδων σε πράσινη οικονομία, (όπως η οικοδομή με την υιοθέτηση βιοκλιματικών μεθόδων δόμησης ή τεχνικών εξοικονόμησης ενέργειας), τομείς που προσφέρουν μεγάλες ευκαιρίες απασχόλησης αλλά και ανάπτυξης καινοτομίας μέσω «έξυπνων» συστημάτων διαχείρισης. Η δεύτερη αφορά στη συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η οποία είναι αναγκαία αν θέλουμε να επεκτείνουμε τα προγράμματα παροχής κοινωφελών υπηρεσιών ή υποδομών. Η ανάπτυξη μιας υγιούς σχέσης μεταξύ δημόσιου και ιδιώτη επενδυτή απαιτεί μια ενιαία στρατηγική θεώρηση κάθε προγράμματος, δηλαδή σχεδιασμό με έγκαιρη πρόβλεψη των διαδικασιών διαχείρισης των έργων, τελικής τιμολόγησης, παρακολούθηση λειτουργίας κλπ. Φαινόμενα σαν αυτά που συχνά συμβαίνουν, με έργα που έχουν ολοκληρωθεί αλλά δεν λειτουργούν, είναι αδιανόητη κατασπατάληση πόρων, συχνά υπό την αγωνία της απορρόφησης! Δυστυχώς η όλη πολιτική ΣΔΙΤ αφορά σε «μεγάλα έργα» ή «συμβάσεις παραχώρησης» που προωθούνται με ευθύνη της ομώνυμης Γραμματείας του Υπ Ανάπτυξης και δεν έχει επιτρέψει την ανάπτυξη τεχνογνωσίας ΣΔΙΤ , μέσω του ανταγωνιστικού διαλόγου, σε μικρά έργα επιπέδου Δήμου. Ανάλογη υστέρηση έχουν οι Δήμοι και οι Περιφέρειες στην προώθηση δομών κοινωνικής οικονομίας, πολύ αποτελεσματική στη διαχείριση περιβαλλοντικών έργων μικρής κλίμακας, όπως η ανακύκλωση, πρακτικές που σε άλλες χώρες συνδυάζονται με πολιτικές απασχόλησης και κοινωνικής συνοχής. Η ευρωπαϊκή εμπειρία, ειδικά στην «Ολοκληρωμένη Διαχείριση Απορριμμάτων», ευνοεί την συνύπαρξη ιδιωτικών επενδύσεων μεγάλης κλίμακας και υψηλής τεχνολογίας με την ανάπτυξη μικρής επιχειρηματικότητας εντάσεως εργασίας μέσω Κοινωνικών Συνεταιριστικών Επιχειρήσεων. Στη Ελλάδα –με πρωτοπόρο την «ριζοσπαστική αριστερά» αλλά όχι μόνο- έχουμε την συνήθεια να δαιμονοποιούμε βάσει ιδεολογημάτων τα εργαλεία και να αντιδιαστέλουμε με μανιχαϊστικό τρόπο τις επιλογές: μεγάλα ή μικρά έργα, δημόσια ή ιδιωτικά κλπ . Έτσι διαιωνίζονται τα προβλήματα, χάνεται ο στόχος και μαζί οι ευκαιρίες τόνωσης της οικονομίας.
Το τρίτο συστατικό στοιχείο του «ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου» -αναγκαίο συμπλήρωμα των άλλων δύο- είναι η καθιέρωση πρακτικών συστηματικής διαβούλευσης με το κοινό, όχι ως τυπική διαδικασία αλλά ως στοιχείο λήψης απόφασης «εκ των κάτω» (bottom up), διαδικασία που αναπτύσσει ευαισθητοποιημένους και συμμετέχοντες πολίτες και συμβάλλει στη βελτίωση κάθε σχεδίου ή έργου. Το κενό ανάλογης παράδοσης στην Ελλάδα, δεν μπορεί να καλυφθεί παρά σε συνδυασμό με την εφαρμογή των άλλων δύο προτάσεων, δηλαδή την καθιέρωση ολοκληρωμένων προγραμμάτων βασισμένων σε πλήρη διαχειριστικά σχέδια με σαφήνεια, στόχων, ρόλων και ευθυνών αξιολογουμένων με μετρήσιμα αποτελέσματα. Για παράδειγμα η χωροθέτηση του εργοστασίου επεξεργασίας αποβλήτων στην Κερατέα, είναι δύσκολο να πείσει ότι είναι η βέλτιστη λύση αν δεν συνοδεύεται από προγράμματα πρόληψης και επέκτασης της ανακύκλωσης, εκτίμηση του τελικού κόστους και της ενδεχόμενης μείωσης των δημοτικών τελών κλπ και δεν έχει προηγηθεί διαβούλευση επί της ίδιας της προκύρηξης. Είναι τραγική η ευθύνη (που διαχέεται στο δαίδαλο των συναρμοδιοτήτων) για την ολιγωρία στην υλοποίηση των «Πράσινων Σημείων» που προβλέπει το εγκεκριμένο Περιφερειακό Σχέδιο, δηλαδή χώρων όπου συλλέγονται για επανάχρηση ή ανακύκλωση μεταχειρισμένα προϊόντα, έτσι ώστε να μειωθεί ο συνολικός όγκος των απορριμμάτων, άρα και το μέγεθος των εργοστασίων.
Στα παραπάνω 3 συστατικά στοιχεία της ευρωπαϊκής περιβαλλοντικής πολιτικής αναγνωρίζει κανείς το στίγμα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας αλλά και την επίδραση της αριστεράς και της πολιτικής οικολογίας, ως απότοκο μακράς παράδοσης συνεργατικών κυβερνήσεων σε αυτοδιοικητικό κυρίως επίπεδο.
Μπορούμε να θέσουμε ως στόχο μια μεταρρύθμιση της πολιτικής μας νοοτροπίας, ώστε η στρατηγική παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, που επαγγέλλονται όλες οι πολιτικές δυνάμεις της κεντροαριστεράς, να βασιστεί σε μια ευρωπαϊκή αντίληψη διακυβέρνησης, που θα είναι ικανή να αντιμετωπίζει συνθετικά την πολιτική ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με αυτή της κοινωνικής συνοχής και του περιορισμού του περιβαλλοντικού αποτυπώματος στο χώρο?
Στην φάση αυτή σχεδιάζεται το επόμενο ΕΣΠΑ, (Σύμφωνο Εταιρικής Σχέσης ονομάζεται). Έχουμε λοιπόν μια ευκαιρία να επεξεργαστούμε αυτή τη νέα στρατηγική, αλλά και τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που θα τη στηρίξουν, αντί να συνεχίσουμε στην μετά κρίση εποχή, με το μότο Business as usual …