Μετά την εκλογή του Donald Trump στην Προεδρία των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής και την αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης ως προς τον ρόλο αυτής της χώρας σε σχέση με την διατήρηση γεωπολιτικών ισορροπιών, οι οποίες καλύπτουν και τον ευρωπαϊκό χώρο, άρχισε να αναπτύσσεται προβληματισμός στις κυβερνήσεις και γενικότερα στο πολιτικό σύστημα των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ για τις νέες συνθήκες και τις αλλαγές, που πρέπει να γίνουν στην εξωτερική και την αμυντική πολιτική της Ευρώπης, ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην γεωπολιτική λειτουργία, που της αναλογεί.
Βέβαια εκτός από τον νέο προσανατολισμό των Η.Π.Α υπάρχουν και άλλες αιτίες, οι οποίες δρομολογούν προβληματισμό για την γεωπολιτική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πολύ σημαντική παράμετρος είναι η ανάδειξη της Κίνας σε σημαντικό παράγοντα των διεθνών εξελίξεων με διευρυνόμενο πεδίο άσκησης επιρροής στον οικονομικό τομέα.
Παράλληλα άρχισε να γίνεται πάλι αισθητή η παρουσία της Ρωσίας στο γεωπολιτικό πεδίο, ενώ αναδεικνύονται σε περιφερειακές δυνάμεις ορισμένες χώρες, μερικές από τις οποίες διαθέτουν και πυρηνικό εξοπλισμό, ενώ αναπτύσσουν μια επιθετική πολιτική σε τοπικό επίπεδο, όπως είναι αντίστοιχα η Τουρκία και το Ιράν.
Τέλος εντείνεται η ρευστότητα και η αστάθεια σε αρκετές περιοχές με την αύξηση των απειλών και των συγκρούσεων, με αποτέλεσμα να μεγαλώνει ο κίνδυνος γενικευμένων συρράξεων. Παραδειγματικά αναφέρεται η αντιπαράθεση και η πυρηνική απειλή με σημείο αναφοράς την Βόρεια Κορέα, σε συνδυασμό με την ανυπαρξία ενός κοινού κώδικα επικοινωνίας και συνεννόησης σε παγκόσμιο επίπεδο με γνώμονα την βιωσιμότητα των κοινωνιών και του πλανήτη.
Στο ίδιο επίπεδο επικινδυνότητας κινούνται και περιοχές, όπως είναι το Ιράν, το Αφγανιστάν, η Υεμένη, η Λιβύη και κυρίως η Συρία, οι οποίες αντιμετωπίζουν εσωτερικά προβλήματα, η διαχείριση των οποίων γίνεται με την εμπλοκή και άλλων υπερεθνικής εμβέλειας γεωπολιτικών παικτών, όπως είναι η Ρωσία και οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, αλλά και περιφερειακών δυνάμεων (Τουρκία).
Ιδιαιτέρως σε σχέση με περιφερειακής εμβέλειας και ποιότητας κρατικές οντότητες αυξάνεται ακόμη περισσότερο ο κίνδυνος συγκρούσεων με γενικεύσιμη προοπτική, όταν αξιοποιείται η εξωτερική πολιτική για την επίτευξη εσωτερικών πολιτικών στοχεύσεων, που έχουν σχέση με την διατήρηση της διαχείρισης της κυβερνητικής εξουσίας (Τουρκία και όχι μόνο).
Σε αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο η λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδυναμώνεται, στο μέτρο που δεν αναπληρώνει το κενό, το οποίο δημιουργείται από την αλλαγή πολιτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Αυτή την εκτίμηση κάνουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις με ηγέτιδες χώρες την Γερμανία και την Γαλλία και αρχίζουν να προωθούν την διαμόρφωση «κοινής» εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Μόνο που προσπαθούν να ισορροπήσουν αυτή την επιλογή βασιζόμενες σε κριτήρια με εθνικό προσανατολισμό, οπότε παίζουν αποφασιστικό ρόλο οι ισχυρές οικονομικά και πολιτικά χώρες, χωρίς ταυτοχρόνως να προωθείται η διαμόρφωση των κοινωνικών προϋποθέσεων για την αποδοχή της ύπαρξης ευρωπαϊκών διαστάσεων κοινωνικού συμφέροντος, το οποίο πραγματώνεται και με την κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική.
Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αντιφατική πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης σε σχέση με τους κινδύνους, που δημιουργούνται εξαιτίας της ακολουθούμενης πολιτικής από την Τουρκία απέναντι στην Κύπρο και στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα σύμφωνα με το γερμανικό ειδησεογραφικό δίκτυο Redaktionsnetzwerk Deutschland (RND), το οποίο επικαλείται απάντηση του Υπουργείου Οικονομικών σε ερώτημα της βουλευτού των Linke Sevim Dagdelen, στο χρονικό διάστημα από 18 Δεκεμβρίου 2017 έως 24 Ιανουαρίου 2018, δηλαδή πριν από την απελευθέρωση του δημοσιογράφου Deniz Yucel από τις τουρκικές φυλακές, δόθηκαν 31 άδειες για εξαγωγή πολεμικού υλικού στην Τουρκία (εξοπλισμός για 120 τουρκικά τανκς τύπου Μ60 και Leopard 2 από το βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής πολεμικών υλικών Rheinmetall).
Και ενώ σε πρακτικό επίπεδο συμβαίνουν αυτά, σε επικοινωνιακό η γερμανική κυβέρνηση «επιπλήττει» την Τουρκία για την στάση της απέναντι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, ενώ αποδοκιμάζει την πολεμική εμπλοκή της στο Afrin (Συρία) και εκφράζει την λύπη της για τις ανθρωπιστικές επιπτώσεις, που συνεπάγεται.
Η κορύφωση της επικινδυνότητας, που προκαλείται από τις πολιτικές αποφάσεις, ολοκληρώνεται με την στάση των πολιτών, οι οποίοι δεν αντιδρούν, αλλά αρκούνται στις επικοινωνιακού τύπου πολιτικές τοποθετήσεις και την αποκόμιση οικονομικού οφέλους από τις εξαγωγές πολεμικού υλικού, το οποίο όμως δεν καταλήγει σε αυτούς, αλλά στην οικονομική ελίτ.
Δεν είναι τυχαίο, ότι σύμφωνα με το Statistisches Bundesamt (Στατιστική Υπηρεσία Γερμανίας) το προηγούμενο έτος 2017 η Γερμανία είχε πλεόνασμα 36,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Η γερμανική οικονομία το 2017 κατέγραψε τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης (2,2%) τα τελευταία έξι (6) χρόνια. Αυτό οφείλεται στις εξαγωγές. Η ιδιωτική κατανάλωση παρέμεινε στο ίδιο επίπεδο με την προηγούμενη χρονιά. Για το 2018 η γερμανική κυβέρνηση προσδοκά αύξηση του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) γύρω στο 2,4%.
Εκτός από τον προσανατολισμό των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στην λογική του «εθνικού συμφέροντος», ώστε να μπορούν να διεκδικούν στη χώρα αναφοράς τους την διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας, αφού οι εκλογές (ακόμη και οι ευρωεκλογές) γίνονται με εθνικά κριτήρια και με αντίστοιχη πολιτική νομιμοποίηση, υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι οριοθετούν την ευρωπαϊκή γεωπολιτική λειτουργία.
Βασικότερος είναι η λαϊκιστική εθνικιστική άνοδος σε μεγάλο βαθμό σε ορισμένες χώρες της Ευρώπης και σε μικρότερο σε άλλες.
Στην Γερμανία το ακροδεξιό κόμμα Alternative fur Deutschland (AfD) σημειώνει επικίνδυνη άνοδο. Στην Αυστρία συμμετέχει στην κυβέρνηση και επηρεάζει καθοριστικά την πολιτική της χώρας. Ο εθνικισμός και ο λαϊκισμός καταγράφουν ανοδική πορεία και σε άλλες χώρες.
Στην Πολωνία ο πρωθυπουργός της χώρας Mateusz Morawiecki εξέφρασε την «πεποίθηση» του, ότι στην Ευρώπη «χρειαζόμαστε περισσότερα τανκς και λιγότερες δεξαμενές σκέψης. Από αυτές έχουμε αρκετές». Φαίνεται, ότι ο πολωνός πρωθυπουργός δεν διδάχθηκε από την ιστορική διαδρομή της χώρας του και της Ευρώπης.
Αυτές οι εξελίξεις δείχνουν, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση μέχρι τώρα δεν έχει υπερβεί το επίπεδο της απλής συρραφής κρατικών οντοτήτων με βάση οικονομικά κριτήρια. Γι’ αυτό και οι πολιτικές επιλογές κρίνονται και γίνονται αποδεκτές από τους πολίτες μετά από ανάλογη προσέγγιση.
Είναι εμφανές, ότι το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα αδυνατεί προς το παρόν να κάνει το επόμενο βήμα για την μετεξέλιξη της συρραφής κρατών σε ευρωπαϊκή κοινωνική πραγματικότητα με αντίστοιχη συνοχή και συνείδηση, ώστε να περάσει στην επόμενη φάση της ευρωπαϊκής νομιμοποίησης των επιλογών του.
Μόνο έτσι θα σταματήσουν οι αντιφατικές πολιτικές, όπως δείχνει το παράδειγμα με την στάση της Γερμανίας σε σχέση με την Τουρκία και θα υπάρξει ουσιαστική ευρωπαϊκή εξωτερική και αμυντική πολιτική με ευρωπαϊκή κοινωνική νομιμοποίηση. Σε αυτό το πλαίσιο θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για ευρωπαϊκή γεωπολιτική λειτουργία,η οποία υπηρετεί το ευρωπαϊκό συμφέρον και όχι αυτό των ισχυρών πολιτικά και οικονομικά χωρών, όπως γίνεται τώρα.