Η γένεση νέων απειλών και προκλήσεων στο διεθνές στερέωμα έχει οδηγήσει σε αμφισβήτηση του ρόλου και της σημασίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης τόσο εντός των τειχών (σχετικά με το όραμα που μπορεί να προσφέρει ακόμα στους πολίτες της) όσο και εκτός (με τη πιθανή μείωση της ισχύος της). Τώρα, περισσότερο από ποτέ, καλούνται τα κράτη μέλη να επιδείξουν ισχυρό φρόνημα απέναντι σε αυτές τις απειλές. Η εικόνα της μεταπολεμικής ρημαγμένης ηπείρου πρέπει να μας θυμίζει τα οφέλη της κοινής πορείας, της συνεργασίας. Κανένα Ευρωπαϊκό κράτος από μόνο του δεν έχει στη διεθνή πολιτική σκηνή το ειδικό βάρος της Ε.Ε των 27 κρατών μελών. Όπως πολύ εύστοχα σημείωσε και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ σε επιστολή του προς τις κυβερνήσεις των κρατών μελών «πρέπει να καταστεί απολύτως σαφές ότι η αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα οδηγήσει στην αποκατάσταση κάποιας μυθικής, πλήρους κυριαρχίας των κρατών μελών της, αλλά στην πραγματική εξάρτηση τους από τις μεγάλες υπερδυνάμεις: Τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα. Μόνο μαζί μπορούμε να είμαστε πλήρως ανεξάρτητοι». Άλλωστε η πλέον σταθερή περίοδο ειρήνης και ευημερίας που έχει γνωρίσει ιστορικά η περιοχή, είναι η εποχή της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Στο παρών κείμενο θα ασχοληθούμε συνοπτικά με δυο από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Ε.Ε, την απόφαση για έξοδο του Ηνωμένου Βασιλείου από τη Ένωση (Brexit) και την εκλογή νέου Προέδρου στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, και τις επιπτώσεις που πιθανόν να έχουν στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή μιας κοινής Ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας.
Το Brexit
Η Βρετανία τηρούσε πάντα μια αρκετά σκεπτικιστική τάση απέναντι στο ευρωπαϊκό εγχείρημα, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως ο αμήχανος εταίρος (awkward partner). Αντιμαχόταν την κυρίαρχη τάση για ακόμα στενότερη ένωση μεταξύ των κρατών μελών, απέχοντας από κοινές πρωτοβουλίες και πολιτικές, όπως η συνθήκη Σένγκεν ή το ευρώ. Ο χαρακτηρισμός όμως αυτός παραγνώριζε ως ένα βαθμό την ουσιαστική προσφορά της Βρετανίας στη δημιουργία της Κοινής Αγοράς, τη στήριξη της διαδικασίας διευρύνσεως ή το γεγονός ότι η χώρα συνεισέφερε σε μεγάλο βαθμό στον Ευρωπαϊκό προϋπολογισμό κ.ο.κ. Η άφιξη εκατοντάδων χιλιάδων ανατολικοευρωπαίων νόμιμων μεταναστών προς αναζήτηση εργασίας από τα νέα κράτη μέλη της Ε.Ε, οδήγησε στην περαιτέρω ένταση της ήδη τεταμένης σχέσης μεταξύ Βρετανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στις πλέον φοβικές και λαϊκίστικές δυνάμεις της χώρας (όπως το περίφημο Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου – UKIP με αρχηγό τον Νάιτζελ Φάρατζ) να καθορίσουν την ατζέντα της ενημέρωσης και τον σχεδιασμό πολιτικής.
Εκτός από τις προφανείς επιπτώσεις που θα έχει για την ιδία τη χώρα το Brexit, επηρεάζει και τη χάραξη πολιτικής στην ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση υποβαθμίζοντας σημαντικά την «ήπια ισχύ» της (βλ: Joseph Nye & Robert Keohane). Πιο συγκεκριμένα, η ΕΕ πρόβαλε ως το πιο ελκυστικό πρότυπο ανάπτυξής, ως η πιο δημοκρατική πολιτεία, οπού όλα τα κράτη της ηπείρου αναζητούσαν τρόπους να γίνουν μέλη της. Μέσω της διαδικασίας της διεύρυνσης και της έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων η Ε.Ε ενίσχυε τη διαπραγματευτική της ισχύ έχοντας την ικανότητα να κατευθύνει τις εξελίξεις στις χώρες αυτές και σε όσες ακόμα επιθυμούσαν μια τέτοια σχέση. Η απόφαση αποχώρησης της Βρετανίας μείωσε την επίδραση της ένωσης, όχι μόνο λόγω του μεγέθους της (πολιτικού, οικονομικού, στρατιωτικού, κλπ.) αλλά και λόγω του ότι η ρητορική των Βρετανών ευρωσκεπτικιστών, συνεπικουρουμένη και από τη βαθιά οικονομική κρίση που μαστίζει τα τελευταία χρόνια μερικά από τα κράτη μέλη όπως επίσης και οι πολιτικές που ακολουθούν αναφορικά με το θέμα οι εταίροι τους, παρουσίαζε μια δυσοίωνη προοπτική για την Ένωση, ικανή να βλάψει τη μέχρι τώρα καλή εξωτερική της εικόνα. Βέβαια, η εικόνα της Βρετανίας επηρεάζεται εξίσου. Ίσως τελικά η επιλογή του Μπαράκ Ομπάμα να είναι η Γερμανία το τελευταίο του ταξίδι στην Ευρώπη ως Πρόεδρος των ΗΠΑ αντί της Αγγλίας, να είναι δηλωτική της κατάστασης αυτής και της εικόνας του ΗΒ ως του προβληματικού εταίρου.
Επίσης, βάσει στοιχείων η ΕΕ είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χορηγός ανθρωπιστικής βοήθειας κάθε χρόνο από το 2000 και από κοινού με τα κράτη μέλη της, είναι η μεγαλύτερη χορηγός ανθρωπιστικής βοήθειας, παρέχοντας πάνω από 50% της συνολικής ανθρωπιστικής βοήθειας το 2009. Τα δε χρηματοδοτούμενα έργα της ECHO επηρεάζουν τις ζωές πάνω των 120 εκατομμυρίων ανθρώπων σε 90 χώρες ετησίως. Η έξοδος της Βρετανίας αφήνει ένα τεράστιο χρηματοδοτικό κενό το οποίο θα πρέπει να καλύψουν τώρα τα 27 εναπομείναντα κράτη μέλη. Πιθανή απροθυμία ή αδυναμία θα σήμαινε τον περιορισμό της διεθνούς παρουσίας της ΕΕ, και ίσως την πιθανή εμπλοκή της μόνο σε γειτονικές περιοχές, εκεί δηλαδή όπου το κόστος θα είναι χαμηλότερο.
Τέλος η εξωτερική πολιτική αποτελεί μια καθαρά διακυβερνητική διαδικασία. Επειδή η ΕΕ – παρόλη την ύπαρξη του θεσμού του Ύπατου Αρμοστή και της γραφειοκρατίας που τον πλαισιώνει – στερείται τη δική της διπλωματική υπηρεσία και γραφειοκρατία, βασίζεται σε αυτές των κρατών μελών της για να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Έτσι, η έλλειψη της ικανοτάτης Βρετανικής διπλωματικής μηχανής, θα έχει και αυτή τις επιπτώσεις της.
Το πως θα διαχειριστούν οι Ευρωπαίοι το Ηνωμένο Βασίλειο, χωράει πολύ κουβέντα. Μπορεί να δοθεί στο ΗΒ το στάτους του ειδικού εταίρου ώστε να μπορεί και η Βρετανική κυβέρνηση να διαχειριστεί το θέμα εσωτερικά, για να μη φανεί στον κόσμο ότι παρεκκλίνει της λαϊκής εντολής που προέκυψε από το δημοψήφισμα. Μπορεί και να υπάρξει και η επιλογή μιας σχέσης ανάλογης με τη σχέση που έχει η ΕΕ με την Ελβετία ή τη Νορβηγία. Αν όμως απαιτήσουν μια πιο ενεργή συμμετοχή του ΗΒ, ίσως να «διευκολύνουν» την γρηγορότερη απεμπλοκή του από την ΕΕ.
Εκλογή Ντόναλντ Τραμπ
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα Ευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν σε θέση να εγγυηθούν την ασφάλεια και την ευημερία τους χωρίς τις διασφαλίσεις που τους παρείχαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και η διατλαντική σχέση. Έχοντας υπ’ όψιν την εξ’ Ανατολών Σοβιετική απειλή, οι ΗΠΑ υπήρξαν εξ’ αρχής ένθερμοι υποστηρικτές της ιδέας της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Όμως με την κατάρρευση του Ανατολικού μπλοκ και την λήξη του Ψυχρού Πολέμου, οι δυο πλευρές του Ατλαντικού διαφοροποιήθηκαν ως προς τη στρατηγική που επέλεξαν να ακολουθήσουν. Οι μεν ΗΠΑ συνέχισαν να προτιμούν την στρατιωτική τους ισχύ (αγνοώντας πολλές φορές τους διεθνείς θεσμούς) ως μέσο προάσπισης των συμφερόντων τους, τη στιγμή που οι Ευρωπαίοι έδειχναν να προτιμούν την διπλωματία και τις οικονομικές συμμαχίες.
Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ ενίσχυσε τις υποψίες πολλών αναλυτών ότι οι δυο πλευρές του Ατλαντικού δε μοιράζονταν πλέον τις ίδιες αξίες, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο να χαρακτηρίσουν τον Τράμπ υπαρξιακό κίνδυνο για την Ε.Ε. Πολλοί δε Ευρωπαίοι αξιωματούχοι όπως ο Προέδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλωντ Γιουνκέρ και οι επικεφαλής των μεγαλύτερων ομάδων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όχι μόνο αναγνώρισαν την απειλή αλλά πρότειναν τη συσπείρωση ως μέσο αντιμετώπισης. Η Προεδρία Τραμπ, αν και στην αρχή της ακόμα, θυμίζει την περίοδο της Προεδρίας του Τζορτζ Μπους (του νεότερου), όπου και τότε οι ΗΠΑ είχαν αποδειχθεί δύσκολος εταίρος.
Το πρώτο δείγμα της νέας πραγματικότητας όσον αφορά τις Ευρω-Αμερικανικές σχέσεις δεν άργησε να έρθει. Αμέσως μετά την εκλογή του ο Τραμπ, σε συνέντευξη που έδωσε στους «Τάιμς του Λονδίνου», επανέλαβε τη θέση του πως το Brexit αποτέλεσε μια σπουδαία κίνηση (και ας τον είχε προειδοποιήσει ο απερχόμενος πρέσβης των ΗΠΑ στην Ε.Ε Άντονι Γκάρντνερ, πως η υποστήριξη του Brexit και της περεταίρω διάσπασης της ΕΕ είναι καθαρή τρέλα) και πως η ΕΕ δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα «όχημα» της Γερμανίας. Ο δε υποψήφιος για τη θέση του πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Ένωση, Τέντ Μάλοχ, είχε δηλώσει μεταξύ άλλων σε πρόσφατη συνέντευξη του στο BBC, πως στο προηγούμενο διπλωματικό του πόστο είχε βοηθήσει να πέσει η Σοβιετική Ένωση, οπότε μπορεί και να υπάρχει και μια άλλη ένωση που να θέλει λίγη «εξημέρωση», εννοώντας προφανώς την Ευρωπαϊκή Ένωση και εξαγριώνοντας τους Ευρωπαίους ευρωβουλευτές που ζήτησαν από τους Τουσκ και Γιουνκέρ να μη δεχθούν τα διαπιστευτήρια του εάν ο Τραμπ τον επιλέξει για πρέσβη στις Βρυξέλες. Ο μόνος Ευρωπαίος αξιωματούχος που εξήρε την πολιτική του Τραμπ ήταν ο Πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπάν του εθνικιστικού υπερσυντηρητικού Fidesz, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Για τους Ευρωπαίους ο Τράμπ και το επιτελείο του επιδιώκουν την πόλωση καθώς είναι πιο εύκολο να διαπραγματεύονται με 27 χώρες ξεχωριστά παρά με ένα ισχυρό συνασπισμό. Η απάντηση της Ύπατης Εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα Εξωτερικής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, Φεντερίκα Μογκερίνι, ήταν άμεση. Προέτρεψε χαρακτηριστικά την νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ να σέβεται την ΕΕ που δεν είναι μονάχα ένας θεσμός αλλά μια Ένωση των 28 κρατών-μελών, που παραμένουν 28 και θα παραμείνουν 28 για πολλούς μήνες ακόμη τονίζοντας πως όσο το Ηνωμένο Βασίλειο αποτελεί ακόμα μέλος της ΕΕ, δε βρίσκεται σε θέση να διαπραγματευτεί την οποιαδήποτε ανεξάρτητη εμπορική σχέση με μια τρίτη χώρα.
Το θετικό όλων αυτών είναι πως η ΕΕ δείχνει να βρίσκεται σε μια (ασυνήθιστη βάσει προϊστορίας) εγρήγορση όσον αφορά τις Ευρωατλαντικές σχέσεις. Θετικό, διότι σε πολλές χώρες-μέλη διεξάγονται εκλογές φέτος και υπάρχουν σε κάθε μια εξ’ αυτών ακραίες υπερσυντηρητικές λαϊκίστικες δυνάμεις όπου επιθυμούν την πιθανή αποδυνάμωση η και διάλυση της ΕΕ προς όφελος μιας συμμαχίας με τον Τραμπ (η και τον Βλαντίμιρ Πούτιν). Μια Ευρώπη σε εγρήγορση μπορεί με πυγμή να υιοθετήσει μια δυναμική κοινή στάση αναφορικά με το μέλλον της, ενάντια σε όσους την επιβουλεύονται.
Εκτός από τους μύδρους που εξαπολύει εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των εκλεγμένων ηγετών της, ο Τράμπ φρόντισε να «κλονίσει» και τα θεμέλια της αμυντικής συνεργασίας μεταξύ των δυο πλευρών του Ατλαντικού χαρακτηρίζοντας το ΝΑΤΟ ως ξεπερασμένο, καυτηριάζοντας στην ουσία την υπέρ-εξάρτηση των Ευρωπαίων από τις ΗΠΑ για την άμυνα τους – τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Βέβαια στη συνέχεια, ο νέος Υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζέιμς Μάτις, εκφράζοντας την αλλαγή πλεύσης της ηγεσίας της χώρας του, δήλωσε πως το ΝΑΤΟ είναι η πιο πετυχημένη και ισχυρή στρατιωτική συμμαχία στην ιστορία του κόσμου, ενώ ο ίδιος ο Αμερικάνος Πρόεδρος δήλωνε πως στηρίζει το ΝΑΤΟ σθεναρά. Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ επέμειναν στην ανάγκη για ουσιαστικότερη συμμετοχή των Ευρωπαίων στο ΝΑΤΟ. Χώρες όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, στην προσπάθεια τους να ελαττώσουν τα οικονομικά τους ελλείμματα έχουν μειώσει αισθητά τις αμυντικές τους δαπάνες μετακυλώντας στην Αμερική το οικονομικό βάρος. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν την απειλή της Ρωσίας, της Ισλαμικής τρομοκρατίας κ.ο.κ, η επένδυση των Ευρωπαίων στην κοινή άμυνα είναι θέμα ζωτικής σημασίας για τις ΗΠΑ. Αν δεν το κάνουν, συμπλήρωσε ο Μάτις, τότε μεταφέροντας το δίκαιο αίτημα του λαού τους, οι ΗΠΑ θα αναγκαστούν να μετριάσουν την παρουσία τους στο ΝΑΤΟ.
Η προοπτική του να πραγματοποιήσουν οι ΗΠΑ την απειλή τους και να περιορίσουν την συμμετοχή τους, μπορεί ως ένα βαθμό και να ωθήσει τους Ευρωπαίους στο να αναλάβουν πρωτοβουλίες αναφορικά με την άμυνα τους. Και αυτό μόνο ωφέλιμο μπορεί να είναι. Ίσως, μάλιστα, να αποτελέσει και την κινητήριο δύναμη που χρειάζεται η ΕΕ για να απεξαρτηθεί από το άρμα των ΗΠΑ και να υιοθετήσει έναν πιο ηγετικό ρόλο στη διεθνή πολιτική. Έχοντας υπόψη τη «ζημιά» που μπορεί να προκαλέσει στην ήπια ισχύ των ΗΠΑ ο Τραμπ, η ΕΕ μπορεί να εκμεταλλευτεί την περίσταση και να προβάλλει εαυτόν ως το πλέον ελκυστικό πρότυπο ανάπτυξης και ορθολογισμού στον δυτικό κόσμο.