Η κρίση δεν ακύρωσε τη διάκριση Δεξιάς-Αριστεράς, αλλά την αποσύνδεσε, σε μεγάλο βαθμό, από την εναλλαγή στην εξουσία: Οι κυβερνήσεις αλλάζουν πια όχι λόγω ιδεολογίας, αλλά επειδή κάποιες άσκησαν ή συμμετείχαν στη διαχείριση της κρίσης. Μόλις οι διάδοχοί τους αναλάβουν, γίνονται αμέσως φαβορί για να χάσουν κι αυτές την εξουσία. Ο κανόνας αυτός, που παρατηρήθηκε στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, τη Γαλλία, αλλά όχι στην Ολλανδία, σημαίνει άραγε, εφόσον σήμερα οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ανήκουν στην κεντροδεξιά, ότι οδεύουμε προς μια επιστροφή του εκκρεμούς προς τα Αριστερά;
Φοβούμαι, αν δεν αλλάξει κάτι δραματικά τους αμέσως επόμενους μήνες, πως μάλλον όχι. Για τρεις κυρίους λόγους, που συνδέονται με το πολιτικό καλεντάρι, με τη σχέση πολιτικής και οικονομίας και με την εμπειρία της κυβερνητικής Αριστεράς.
Όπως κάποτε λέγαμε ότι οι κληρώσεις στις αθλητικές διοργανώσεις «ευνοούν τους δυνατούς», έτσι πρέπει να παραδεχτούμε ότι το φετινό πολιτικό καλεντάρι ευνοεί τη Δεξιά. Οι πρώτες μεγάλες -πιο μεγάλες δεν γίνεται- επερχόμενες εκλογές είναι, το Σεπτέμβριο, στη Γερμανία (η Ιταλία, αν ξαναψηφίσει, είναι πια βέβαιο ότι δεν πρόκειται να δώσει καμία χαρά στην Αριστερά). Στη Γερμανία όλα δείχνουν ότι θα κερδίσει είτε μόνη της, είτε αδιαφιλονίκητη επικεφαλής ενός ετεροβαρούς συνασπισμού, η κυρία Μέρκελ, όχι τόσο ως εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής Δεξιάς, όσο της γερμανικής κυριαρχίας. Ο επόμενος μεγάλος σταθμός θα είναι οι ευρωεκλογές της ερχόμενης άνοιξης, στις οποίες η γερμανική επιρροή, ο φόβος των λαών μπροστά στην κρίση και η μείωση αν όχι εξάλειψη της ευρωφιλίας, κάθε άλλο παρά ευνοούν μια Αριστερά παραδοσιακά εμπνεόμενη από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, στηριζόμενη στην ανάπτυξη για να κάνει τη δουλειά της και υπέρμαχος της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Δύο μεγάλες εκλογές, δύο πιθανές ήττες: Ο συμβολισμός και, πίσω από αυτόν, ο συσχετισμός δυνάμεων, απειλούν να δημιουργήσουν συνθήκες χιονοστιβάδας για όλη την επόμενη πολιτική περίοδο.
Η απόλυτη επικράτηση της οικονομίας, και μάλιστα μιας ετεροπροσδιοριζόμενης οικονομίας, αποσαθρώνει εδώ και μερικά χρόνια τα θεμέλια της δημοκρατικής Αριστεράς. Οι κυβερνήσεις που διαδέχονται η μία την άλλη στην εξουσία, ασκούν την ίδια πολιτική απέναντι στην κρίση – αλλά όλοι τη βλέπουν σα μια δεξιά πολιτική, ενώ ο λόγος ύπαρξης της Αριστεράς είναι να προτείνει και να ασκεί μια μη δεξιά πολιτική. Οι αριστερές κυβερνήσεις, δεν είναι, όπως συχνά λέγεται (από τους Δεξιούς), χειρότερες διαχειρίστριες, στην πραγματικότητα, αν δει κανείς τα πράγματα αντικειμενικά (αρκεί να μείνει στο ελληνικό παράδειγμα), μάλλον το αντίθετο ισχύει. Οι αριστερές κυβερνήσεις, όμως, όταν ασκούν μια «δεξιά» πολιτική, ή έστω μια μη διαφοροποιούμενη από την οικονομική ορθοδοξία και τους ευρωπαϊκούς τεχνοκρατικούς καταναγκασμούς πολιτική, φθείρονται πολύ πιο γρήγορα, πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο μόνιμα (και πάλι μια βόλτα στην Αθήνα είναι διδακτική). Και θα ήταν υπερβολικό, ίσως και άδικο, να απαιτήσουμε να αλλάξουν φιλοσοφία και πράξη τόσο γρήγορα, τη στιγμή μάλιστα που όλοι (ξεκινώντας από τους δεξιούς) παραδέχονται πως στην κρίση φτάσαμε λόγω υπερβολικής Δεξιάς και όχι λόγω κακής Αριστεράς.
Υπάρχει, τέλος, το γαλλικό παράδειγμα, ή μάλλον αντι-παράδειγμα. Μόνη μεγάλη σοσιαλιστική κυβέρνηση της Ευρώπης, με νωπή εντολή, μπόλικη εμπειρία και πολλές φιλοδοξίες, η κυβέρνηση Ολάντ αποτυγχάνει, μέχρι στιγμής, να τραβήξει προς τα πάνω την ευρωπαϊκή κεντροαριστερά. Άτυχη λόγω συγκυρίας, νωθρή το πρώτο διάστημα, όχι τόσο δραστήρια όσο όφειλε στο ευρωπαϊκό πεδίο, βρήκε μπροστά της μια βουβή κρίση, αλλά μια διόλου βουβή αναμονή (η πραγματική κρίση, όπως ξέρουμε καλά, είναι άλλο πράγμα, ενώ οι Γάλλοι, πράγμα επίσης γνωστό, ζητούν από τους κυβερνήτες τους τα πάντα και τώρα), έχασε γρήγορα τη μάχη των εντυπώσεων (ο Ολάντ δεν ήταν ούτως ή άλλως ο χαρισματικός ηγέτης, θα μπορούσε ίσως, σε άλλη εποχή, να είναι ένας καθησυχαστικός ηγέτης) και έχασε και το ηθικό της πλεονέκτημα έναντι της Δεξιάς με τα πρόσφατα οικονομικά σκάνδαλα. Μοιάζει πετρωμένη, μοιρολάτρισσα και, το κυριότερο, χωρίς ιδέες. Αντί να περιμένει από τη Γαλλία, η ευρωπαϊκή Αριστερά αρχίζει να λυπάται τη Γαλλία. Και να αναρωτιέται, μαζί της, αν και πώς μπορεί να αλλάξει η φορά των πραγμάτων.
Αυτά όλα σημαίνουν ότι δεν υπάρχει (καμία) ελπίς; Όχι ακριβώς. Αλλά σίγουρα η απάντηση απαιτεί ειδική ανάλυση.