Συμπληρώνονται εφέτος 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση που οδήγησε στην εγκαθίδρυση κομμουνιστικής εξουσίας στη Ρωσία, μετά την κατάληψη των Χειμερινών Ανακτόρων της Πετρούπολης από το κόμμα των Μπολσεβίκων. Το γεγονός αυτό συνέβη, με το παλαιό ημερολόγιο που τότε ίσχυε, στις 25 Οκτωβρίου 1917 (με το νέο ημερολόγιο στις 7 Νοεμβρίου). Η κομμουνιστική εξουσία κατέρρευσε το 1991, με τη διάλυση της ΕΣΣΔ[1].
Η επικράτηση μιας κομμουνιστικής κυβέρνησης στη Ρωσία επηρέασε καθοριστικά την Αριστερά στην Ευρώπη. Σημαντικό τμήμα της εντάχθηκε στα κομμουνιστικά κόμματα, που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί, και υποστήριξε με ενθουσιασμό τη σοβιετική εξουσία. Ένα άλλο τμήμα προτίμησε να παραμείνει στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που υποστήριζαν τις μεταρρυθμίσεις, σε αντίθεση με τις επαναστατικές επαγγελίες των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η επικύρωση αυτού του χάσματος έγινε τον Μάρτιο του 1919 στη Μόσχα, με την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς ή Κομιντέρν, που έμεινε στην Ιστορία ως η Τρίτη Διεθνής, σε σκληρή αντιπαράθεση με τη Δεύτερη (σοσιαλιστική) Διεθνή, που υπήρχε από το 1889. Η Κομιντέρν αυτοδιαλύθηκε στις 15 Μαΐου 1943 κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Είναι προφανές ότι, ανάμεσα στα δύο ιστορικά ρεύματα της Αριστεράς στην Ευρώπη, το σοσιαλιστικό και το κομμουνιστικό, υπήρχε μια εντελώς διαφορετική πρόσληψη της Οκτωβριανής Επανάστασης και της κομμουνιστικής εξουσίας. Αποθέωσή της από τα κομμουνιστικά κόμματα και τυφλή υποταγή στα κελεύσματα του «επαναστατικού κέντρου», με την προσδοκία της σύντομης επικράτησης του κομμουνισμού και στις χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως, λανθασμένα, είχε προβλέψει ο Κάρολος Μαρξ. Απόρριψή της και χαρακτηρισμός ως πραξικοπήματος από κόμματα και ηγέτες του σοσιαλιστικού χώρου, με αρκετές εξαιρέσεις ευνοϊκής πρόσληψης, όπως εκείνη του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, που διατήρησε για χρόνια το σφυροδρέπανο ως σύμβολο. Επίσης, η SFIO στη Γαλλία, με το συνέδριο της Τουρ, έγινε κομμουνιστική το 1920, ενώ παρόμοια περίπτωση είναι και το ΣΕΚΕ στην Ελλάδα. Πολλοί σοσιαλιστές ήταν αμφίθυμοι έναντι των Μπολσεβίκων, τουλάχιστον μέχρι να γίνουν γνωστά τα εγκλήματα του Στάλιν.
Στην ενδοχώρα της Αριστεράς στην Ευρώπη, στην οριογραμμή σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, μέσα στα κόμματα ή έξω από αυτά, οργανωμένα ή και ανοργάνωτα, υπήρχαν πολιτικά στελέχη και διανοούμενοι που έβλεπαν τις εξελίξεις μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση από κριτική οπτική γωνία. Δεν ήταν διατεθειμένοι ούτε να υποστηρίξουν άκριτα ούτε να απορρίψουν συλλήβδην. Πρόκειται για το σκεπτόμενο τμήμα της Αριστεράς στην Ευρώπη, που για λόγους συντομίας θα αποκαλούμε εφεξής Ευρωπαϊκή Αριστερά. Σχηματικά μιλώντας, πρόκειται για το χώρο ανάμεσα στην «αριστερά» των σοσιαλιστικών κομμάτων και τη «δεξιά» των κομμουνιστικών κομμάτων. Ένας ενδιάμεσος χώρος. Παρά την πολυμορφία και την πανσπερμία απόψεων, που παραδοσιακά υπάρχουν σε αυτόν τον χώρο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να προσπαθήσουμε να αποτυπώσουμε και να περιοδολογήσουμε τις απόψεις που επικρατούσαν από το 1971 ώς το 1991. Μια τέτοια καταγραφή, πέραν της ιστορικής της διάστασης, μπορεί να βοηθήσει στην κατανόηση της φύσης ρευμάτων και κινήσεων, νεοκομμουνιστικών και μετακομμουνιστικών, που έχουν αναδυθεί τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, ως περιθωριακό πολιτικό φαινόμενο, με την εξαίρεση της Ελλάδας, όπου οι δυνάμεις με αυτή την κληρονομιά διαχειρίζονται την εξουσία.
Θα μπορούσε κανείς να καταγράψει τέσσερις μεγάλες περιόδους στην κρατούσα πρόσληψη της Οκτωβριανής Επανάστασης από την Ευρωπαϊκή Αριστερά. Βέβαια, κάθε περιοδολόγηση έχει μια δόση αυθαιρεσίας, δεδομένου ότι φαινόμενα που επικρατούν σε μια περίοδο υπάρχουν και σε άλλες περιόδους, χωρίς όμως να κατέχουν ηγεμονική θέση. Τούτων δοθέντων, η πρώτη περίοδος χαρακτηρίζεται από το θαυμασμό και την άκριτη αποδοχή του σοβιετικού μοντέλου. Η δεύτερη, από την καταδίκη του σταλινισμού ως παρεκτροπής από την ορθή ιδέα του κομμουνισμού, που δεν πρόλαβε να εφαρμόσει σωστά ο Λένιν. Η τρίτη, από την αμφισβήτηση και του λενινισμού και των πρακτικών του. Η τέταρτη, από το οριστικό διαζύγιο με τον κομμουνισμό και την αμφισβήτηση του ίδιου του θεωρητικού θεμελίου της Οκτωβριανής Επανάστασης, του μαρξισμού. Ας τα δούμε αναλυτικά.
Περίοδος 1η (1919 – 1956): Θαυμασμός, αποδοχή, οι πρώτες αμφιβολίες
Για την Ευρωπαϊκή Αριστερά, και όχι μόνο για την Αριστερά, η Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν ένα κοσμοϊστορικό γεγονός. Όπως χαρακτηριστικά έγραψε ο Χόμπσμπωμ, «η Οκτωβριανή Επανάσταση αναγνωρίστηκε καθολικά ως ένα γεγονός το οποίο συντάραξε ολόκληρο τον κόσμο»[2]. Την ατμόσφαιρα την εποχής κατέγραψε γλαφυρά ο αμερικανός δημοσιογράφος Τζον Ριντ, στο πολυδιαβασμένο βιβλίο του Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον Κόσμο:
Στην καινούργια Ρωσία ο άνθρωπος –άντρας ή γυναίκα– απόχτησε δικαίωμα ψήφου, εκδόθηκαν εργατικές εφημερίδες που μιλούσαν για καινούρια και εκπληκτικά πράγματα, εμφανίστηκαν τα Σοβιέτ, εμφανίστηκαν τα επαγγελματικά συνδικάτα. Ακόμα κι οι αμαξάδες είχαν το επαγγελματικό τους συνδικάτο και τον αντιπρόσωπό τους στο Σοβιέτ της Πετρούπολης. Οι υπηρέτες και οι σερβιτόροι οργανώθηκαν και παραιτήθηκαν από τα φιλοδωρήματα. Στους τοίχους όλων των εστιατορίων κρέμονταν πινακίδες που έλεγαν: «Εδώ δεν παίρνουν φιλοδώρημα» ή: «Αν κάποιος είναι υποχρεωμένος να δουλέψει σαν σερβιτόρος για να βγάλει το ψωμί του, αυτό δε σημαίνει καθόλου πως μπορούμε να τον προσβάλουμε με ελεημοσύνες»[3].
Μετά την κατάληψη της εξουσίας, οι Μπολσεβίκοι δεν άργησαν να ξεκαθαρίσουν τις προθέσεις τους. «Κράτος δεν είναι άλλο από μια μηχανή για να τσακίζει η μια τάξη την άλλη», διακήρυξε ο Λένιν, για να συμπληρώσει ότι
[Κ]ατά συνέπεια πρέπει νάσαι αντιδραστικός, εχθρός της εργατικής τάξης, μισθοφόρος της αστικής τάξης, για να εξυμνείς τώρα τα κάλλη της αστικής δημοκρατίας και να φλυαρείς για την καθαρή δημοκρατία, ατενίζοντας ένα παρελθόν που πέρασε για πάντα. Η αστική δημοκρατία στάθηκε μια πρόοδο σε σχέση με το μεσαίωνα κ’ έπρεπε να επωφεληθεί κανείς απ’ αυτή. Μα σήμερα αυτή είναι ανεπαρκής για την εργατική τάξη[4].
Οι ριζικές αλλαγές που επιβλήθηκαν από το κόμμα των Μπολσεβίκων, υπό την ηγεσία του Λένιν, έθεσαν εξ αρχής, στο σκεπτόμενο τμήμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, το ζήτημα των πολιτικών ελευθεριών. Οι απόψεις του Κάουτσκι φάνταζαν προφητικές. Ο Λένιν δεν είχε κανένα δισταγμό να ξεκαθαρίσει οριστικά το ζήτημα, δηλώνοντας ότι «τα συμφέροντα αυτής της επανάστασης [του Οκτωβρίου 1917] στέκονται ψηλότερα από τα τυπικά δίκαια της Συντακτικής Συνέλευσης[5] […] Κάθε άμεση ή έμμεση προσπάθεια να εξετάσουμε το ζήτημα της Συντακτικής Συνέλευσης από μια τυπική, νομική άποψη, μέσα στο πλαίσιο της συνήθους αστικής δημοκρατίας και παραβλέποντας την ταξική πάλη και τον εμφύλιο πόλεμο, θα ήταν προδοσία της υπόθεσης του προλεταριάτου, και υιοθέτηση της αστικής άποψης»[6].
Εκτός από τον Κάουτσκι, μια ακόμα θαρραλέα φωνή αντιτάχθηκε σε αυτή τη θέση, που μπορεί να θεωρηθεί ως το πρελούδιο των όσων έμελλε να ακολουθήσουν. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που δεν δίστασε να δηλώσει ότι «χωρίς γενικές εκλογές, χωρίς απεριόριστη ελευθερία του Τύπου και του συνέρχεσθαι, χωρίς μια ελεύθερη πάλη των απόψεων, η ζωή σβήνει σε κάθε δημόσιο θεσμό, γίνεται μια απλή επίφαση της ζωής, στην οποία μόνο η γραφειοκρατία παραμένει ως ενεργό στοιχείο. Η δημόσια ζωή σταδιακά αποκοιμιέται· μερικές δωδεκάδες ηγετών του κόμματος με ανεξάντλητη ενέργεια και απεριόριστο ιδεαλισμό διευθύνουν και εξουσιάζουν. Μεταξύ αυτών, στην πραγματικότητα, μόνο μια ντουζίνα μεγάλα κεφάλια ασκούν την ηγεσία και μια ελίτ της εργατικής τάξης καλείται από καιρού εις καιρόν σε συναντήσεις όπου πρόκειται να χειροκροτήσουν τις ομιλίες των ηγετών και να εγκρίνουν ομόφωνα τις προτεινόμενες αποφάσεις»[7].
Ο Λένιν και το κόμμα των Μπολσεβίκων είχαν πάρει τις δικές τους αποφάσεις τον Μάρτιο του 1918. Η Σοβιετική Ρωσία είχε υπογράψει τη συνθήκη ειρήνης του Μπρεστ–Λιτόφσκ, που έδινε απέραντα εδάφη στη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, προκειμένου να κερδίσει χρόνο και να εδραιώσει την κυριαρχία της στη χώρα. Ο Λένιν, λίγες ημέρες αργότερα, συγκάλεσε το IV έκτακτο πανρωσικό συνέδριο των Σοβιέτ, και στην εισήγησή του είπε: «καταλαβαίνω πολύ καλά πως η αστική τάξη είναι που φωνάζει για επαναστατικό πόλεμο. Αυτό απαιτούν τα ταξικά της συμφέροντα, αυτό απαιτούν οι προσπάθειές της να σπρώξει τη σοβιετική εξουσία σε στραβό δρόμο. Αυτό το καταλαβαίνουμε όταν πρόκειται γι’ ανθρώπους που, από το ένα μέρος, γεμίζουν τις σελίδες ορισμένων εκδόσεων με αντεπαναστατικά δημοσιεύματα…»? οι σύνεδροι από κάτω τον διέκοψαν φωνάζοντας «έκλεισαν όλες», και ο Λένιν απάντησε: «δυστυχώς, ακόμα όχι όλες, μα θα τις κλείσουμε όλες»[8]. Τα χειροκροτήματα των συνέδρων που ακολούθησαν επισφράγισαν τη δυστοπία που θα ακολουθούσε.
Στη λενινιστική παράδοση, ο έλεγχος των ιδεών είναι προϋπόθεση της πολιτικής κυριαρχίας.«Οι εκδόσεις, τα τυπογραφεία, τα βιβλιοπωλεία, τα αναγνωστήρια, οι βιβλιοθήκες, όλα όσα σχετίζονται με την παραγωγή και τη διακίνηση του βιβλίου πρέπει να τεθούν κάτω από τον έλεγχο του κόμματος και να του δίνουν λογαριασμό»[9], έγραφε ο Λένιν το 1905, για να συμπληρώσει ο Τρότσκι: «δεν μειώνει κατά τίποτα την ελευθερία του Τύπου η απαγόρευση αντιδραστικών και φιλελεύθερων συκοφαντιών»[10].
Τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι εν πολλοίς γνωστά. Διαδοχή του Λένιν, που πέθανε το 1924, από τον Στάλιν και εδραίωση της εξουσίας του εκκαθαρίζοντας σχεδόν το σύνολο του μπολσεβίκικου κόμματος. Πρωτεργάτες της Οκτωβριανής Επανάστασης συνελήφθησαν, βασανίστηκαν, βρέθηκαν κατηγορούμενοι σε δίκες παρωδία με τις κατηγορίες της «υπονόμευσης» και της «δολιοφθοράς» και, στη συνέχεια, εκτελέστηκαν από τη μυστική αστυνομία του Στάλιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τα εννέα μέλη του τελευταίου Πολιτικού Γραφείου του Λένιν, το 1923, μόνο δύο είχαν παραμείνει ζωντανοί στο τέλος του 1940. Ο Στάλιν και ο Μολότοφ. Από τους υπόλοιπους ένας, ο Λένιν, πέθανε από φυσικά αίτια, ένας, ο Τόμσκι, αυτοκτόνησε υπό το φόβο της σύλληψης και οι υπόλοιποι πέντε, Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ρικόφ και Τρότσκι, δολοφονήθηκαν[11].
Όπως επισημαίνει ο Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, «ο σταλινισμός ξεπάστρεψε περισσότερους κομμουνιστές, από όσους ξεπάστρεψαν οι αντιδραστικοί όλου του κόσμου». Αυτό προκύπτει και από τα στοιχεία της ανθρωπογεωγραφίας των συνεδρίων του ΚΚΣΕ: «Με τις εκκαθαρίσεις ο χαρακτήρας του κόμματος άλλαξε εντελώς. Στο 17ο Συνέδριο (1934) συμμετείχαν 22,6% των μπολσεβίκων που είχαν μπει στο κόμμα πριν από το 1917. Στο 18ο Συνέδριο το ποσοστό των παλιών μπολσεβίκων έπεσε στο 2,4% […] Από τα 2.800.000 μέλη και υποψηφίους (του ΚΚΣΕ), το 1934 συνελήφθησαν το λιγότερο 1.000.000 από τους οποίους τα 2/3 σκοτώθηκαν […] Το 1939 το 70% των μελών του κόμματος μπήκαν μετά το 1929, όταν ο Στάλιν είχε αναλάβει απόλυτα την εξουσία στο κόμμα, ενώ τα μέλη που είχαν μπει πριν από το 1917 [σ.σ. και κινδύνεψαν τη ζωή τους για να κάνουν τη Ρωσική Επανάσταση] ήταν λιγότερα από 3%»[12]. Το 18ο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης έγινε τον Απρίλιο του 1939. Από τους 1.852 συνέδρους αυτού του συνεδρίου μόνον οι 35 είχαν επιζήσει από το 17ο.
Πρωτοστάτης σε αυτές τις διώξεις ήταν ο διαβόητος Αντρέι Βισίνσκι (1883-1954), Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ μετά το 1935. Είναι ενδεικτικό ότι ο Βισίνσκι ήταν μενσεβίκος, πολέμιος των κομμουνιστών πριν καταλάβουν την εξουσία, έχοντας υπογράψει το 1917 το διάταγμα της Προσωρινής Κυβέρνησης για τη σύλληψη του Λένιν.
Παρά την εδραίωση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, πολλοί διανοούμενοι της Αριστεράς δικαιολόγησαν τις ωμότητες του καθεστώτος που είχε δομήσει ο Στάλιν και το(ν) εξύμνησαν[13]. Ξεχωρίζει η περίπτωση του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, που ασκούσε τεράστια επιρροή στην πνευματική και πολιτική ζωή της Γαλλίας, αλλά και της Ευρώπης, που δεν δίστασε να δηλώσει το 1954, δηλαδή ένα χρόνο μετά το θάνατο του Στάλιν και πριν από την έλευση Χρουστσόφ, ότι «στην ΕΣΣΔ υπάρχει πλήρης ελευθερία κριτικής», ενώ απέρριπτε, μετά βδελυγμίας, τις εκθέσεις που αναφέρονταν στην ύπαρξη των στρατοπέδων συγκέντρωσης, των γκουλάγκ[14]. Ο Αραγκόν εξυμνούσε την Γκεπεού, ο Ανρί Μπαρμπίς έκανε τον τελετάρχη του Στάλιν[15], ο Πάμπλο Νερούντα θρηνούσε έμμετρα τον θάνατο του Στάλιν, γράφοντας
Άνθρωποι του Στάλιν! Εμείς φέρουμε με περηφάνια αυτό το όνομα.
Άνθρωποι του Στάλιν! Είναι η υψηλότερη θέση στην ιεραρχία της εποχής μας!
Αντίθετα με τους υμνητές της Οκτωβριανής Επανάστασης και του Στάλιν, αναπτύσσεται μια «γραμματεία εναντίον του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού», με λογοτεχνικά και πολιτικά έργα που καταδεικνύουν την απεχθή φύση του σταλινικού καθεστώτος και τα αδιέξοδα της κομμουνιστικής θεωρίας. Ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος, αλλά αξίζει η αναφορά σε εμβληματικές περιπτώσεις, όπως εκείνες του Τζωρτζ Όργουελ[16], του Άρθουρ Καίστλερ[17], του Βαρλάμ Σαλάμοφ[18], του Βασίλι Γκρόσμαν[19], του Βίκτορ Σερζ[20], του Μάνες Σπέρμπερ[21], του Ρέι Μπράντμπερι[22], της Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν[23] κ.ά. Αξίζει επίσης να επισημανθεί η σθεναρή εναντίωση του Αλμπέρ Καμύ στον σοβιετικό ολοκληρωτισμό[24].
Εάν από όλη αυτή τη γραμματεία έπρεπε να διαλέξει κανείς ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, αυτό θα ήταν από το Μηδέν και το Άπειρο του Καίστλερ, με τα λόγια του Ρουμπασόφ, του ήρωα του βιβλίου:
Τα έντυπά μας και τα σχολεία μας καλλιεργούν τον σοβινισμό, τον μιλιταρισμό, τον δογματισμό, τον κομφορμισμό, την άγνοια. Η αυθαίρετη εξουσία της κυβέρνησης είναι απεριόριστη, δίχως προηγούμενο στην Ιστορία. Η ελευθερία του Τύπου, της γνώμης και της μετακίνησης έχουν εκλείψει, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Έχουμε δημιουργήσει τον πλέον γιγαντιαίο αστυνομικό μηχανισμό, με τους καταδότες να έχουν εξελιχθεί σε εθνικό θεσμό, και το πιο τελειοποιημένο επιστημονικό σύστημα σωματικών και πνευματικών βασανιστηρίων.[25]
Όπως επισημαίνει ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ[26], ο Ρουμπασόφ έχει τα φυσικά χαρακτηριστικά του Ζινόβιεφ και τα ψυχικά του Μπουχάριν.
Στο πολιτικό επίπεδο, σε σχέση με τις αντιλήψεις για τη Σοβιετική Ένωση, την περίοδο του μεσοπολέμου και των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων, επικρατεί μια ακινησία στην Ευρωπαϊκή Αριστερά. Τα φιλοσοβιετικά κομμουνιστικά κόμματα είναι πειθήνια όργανα του ΚΚΣΕ και της Τρίτης Διεθνούς, τα σοσιαλιστικά κόμματα επιδιώκουν μια συνεργασία με τα κομμουνιστικά κόμματα αλλά συνήθως καταγγέλλονται ως σοσιαλφασιστικά, ενώ όταν οι συνθήκες το επιβάλλουν γίνονται εταίροι των κομμουνιστών στα «Λαϊκά Μέτωπα».
Απροσδόκητα, το αύριο επωάζεται σε μια ιταλική φυλακή. Εκεί γράφει, φυλακισμένος από τον Μουσολίνι, ένας κομμουνιστής που θα βάλει τις βάσεις για τη ριζική αμφισβήτηση του κομμουνισμού, ο Αντόνιο Γκράμσι. Ο Γκράμσι με το έργο του τοποθετεί, χωρίς να το επιδιώξει, δεδομένου ότι παρέμεινε πιστός κομμουνιστής έως το τέλος[27], μια ωρολογιακή βόμβα στο θεωρητικό θεμέλιο του κομμουνισμού, τον μαρξισμό.
Όπως παρατηρεί ο κορυφαίος πολωνός στοχαστής, Λέζεκ Κολακόφσκι, ο Γκράμσι ήδη από το 1914 δεν αποδεχόταν τη δημοφιλή πίστη ανάμεσα στους σοσιαλιστές για τη δράση των «ιστορικών νόμων που θα εξασφαλίσουν στην ανθρωπότητα το σοσιαλιστικό μέλλον» και δεν πίστευε στο φυσικό αναπόφευκτο της προόδου. […] Ο εισαγγελέας που κραύγασε στη δίκη του Γκράμσι ότι αυτός ο εγκέφαλος πρέπει να σταματήσει για είκοσι χρόνια, έκανε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σκόπευε. Αν ο Γκράμσι τα χρόνια του φασισμού τα περνούσε στο εξωτερικό, σίγουρα θα ήταν ένας από τους αποκηρυγμένους και αν ήταν βέβαια στη Μόσχα θα είχε δολοφονηθεί. Η φασιστική φυλακή τού εξασφάλισε την απομόνωση και ανάγκασε τον εγκέφαλό του να λειτουργήσει σε θεωρητικά πεδία. Από τα κείμενα της φυλακής παρουσιάζεται μια προσπάθεια μαρξιστικής φιλοσοφίας της κουλτούρας, στην οποία δεν μπορούμε να αρνηθούμε την αυτονομία και την ευρύτητα των απόψεων […] Μπορούμε να πούμε ελεύθερα ότι ο Γκράμσι δημιούργησε το ιδεολογικό έμβρυο του εναλλακτικού κομμουνισμού, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε ούτε ως πολιτικό κόμμα, ούτε ως κράτος.[28]
Χρωστάμε στον Αντόνιο Γκράμσι την πλέον στερεή αντίκρουση των δύο θεμελιωδών θέσεων του μαρξισμού και του σταλινισμού.
Στη βεβαιότητα για το ρόλο της βίας ως μαμής της ιστορίας, ο Γκράμσι αντιπαραθέτει την έννοια της ηγεμονίας. Ο Αντόνιο Γκράμσι επισημαίνει την ανάγκη, πριν από κάθε απόπειρα κατάληψης της εξουσίας, για την «πολιτική ηγεμονία, που είναι το σημείο επαφής ανάμεσα στην “κοινωνία των πολιτών” και την “πολιτική κοινωνία”, ανάμεσα στη συγκατάθεση και τη βία»[29].
Στην ιστορικιστική τελεολογία του αναπόφευκτου της επικράτησης του κομμουνισμού, ο Γκράμσι αντιτείνει την ανάγκη για έναν πόλεμο θέσεων και όχι πόλεμο κινήσεων, αρνούμενος τη μοιρολατρία και τον μηχανιστικό ιστορικό ντετερμινισμό[30].
Περίοδος 2η(1956 – 1981): Ο Στάλιν στην πυρά, ο Λένιν στο εικονοστάσι
Στις 14 Φεβρουαρίου 1956, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του Στάλιν (5 Μαρτίου 1953), πραγματοποιείται το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ. Την τελευταία ημέρα του, στις 25 Φεβρουαρίου, οι σύνεδροι παθαίνουν το μεγαλύτερο σοκ της ζωής τους. Ο Νικίτα Χρουστσόφ, που είχε διαδεχθεί τον Στάλιν στη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ, διαβάζει μια «Μυστική Έκθεση» με τίτλο «Για την προσωπολατρία και τις συνέπειές της». Η έκθεση σύντομα διοχετεύεται στη Δύση και όλοι μαθαίνουν για τις απίστευτες βαρβαρότητες του σταλινικού καθεστώτος.
Πέρα από τις βαρβαρότητες, το σημαντικότερο στοιχείο της Έκθεσης ήταν ότι εισήγαγε τη λογική της σταλινικής «εκτροπής» από την ορθή πορεία που είχε χαράξει ο Λένιν αλλά δεν πρόλαβε να εφαρμόσει, λόγω του πρόωρου θανάτου του. Για τα εγκλήματα και την καταπίεση δεν έφταιγε ο κομμουνισμός, αλλά η «προσωπολατρία» που είχε επιβάλει ο Στάλιν. Δεν έφταιγε η θεωρία αλλά η εφαρμογή της.
Αυτή η σύντομη «άνοιξη» στη Σοβιετική Ένωση δεν κράτησε πολύ, δεδομένου ότι ο Χρουστσόφ καθαιρέθηκε το 1964 και αντικαταστάθηκε από τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ. Η περίοδος Μπρέζνιεφ, που πέθανε το 1982, έχει χαρακτηριστεί ως περίοδος της «μεγάλης ακινησίας» στη Σοβιετική Ένωση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 20ό Συνέδριο προκάλεσε ρήγμα της ΕΣΣΔ με την Κίνα. Τα μέλη της κινεζικής αντιπροσωπείας, που δεν συμπεριλάμβανε τον Μάο, εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους, τονίζοντας ότι ο Στάλιν και η εικόνα του δεν ανήκε μόνο στο σοβιετικό κόμμα αλλά σε όλο το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Την εποχή εκείνη ο Μάο παρουσιαζόταν ως ο Στάλιν της Κίνας[31]. Έκτοτε, και μέχρι το 1991, οι σχέσεις παρέμειναν τεταμένες. Δημιουργήθηκε σε αρκετές χώρες ένα είδος υπεραριστερού μαοϊκού κινήματος, με περιορισμένη εμβέλεια και επιρροή, ιδίως στην Ευρώπη. Τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα, όπως αποκαλούνταν, υπερασπίζονταν τις κατακτήσεις της Οκτωβριανής Επανάστασης, μυθοποιούσαν τον Μάο και εγκαλούσαν τη Σοβιετική Ένωση για «ρεβιζιονισμό». Σε πολλές περιπτώσεις διασπάστηκαν, ακολουθώντας τη συνήθη μοίρα των αριστερίστικων γκρουπούσκουλων με την υπεριδεολογικοποίηση των διαφορετικών απόψεων.
Κάτι παρόμοιο είχε άλλωστε συμβεί με τα τροτσκιστικά[32] κόμματα που δημιουργήθηκαν στην Ευρώπη μετά τη σύγκρουση Στάλιν-Τρότσκι. Οργανώθηκαν, διασπάστηκαν, ξαναδιασπάστηκαν, κατηγόρησαν αλλήλους ως «ταξικούς προδότες» και εξαφανίστηκαν[33].
Στην Ευρωπαϊκή Αριστερά, το 20ό Συνέδριο προκάλεσε τεκτονικές δονήσεις. Ήταν αδύνατο να αγνοηθούν τα εγκλήματα της σταλινικής περιόδου. Όμως επικρατεί η απλουστευτική θεώρηση ότι ο σταλινισμός ήταν μια παρέκκλιση, ένα ατύχημα, σε μια κατά βάση σωστή θεωρία, το μαρξισμό. Χαρακτηριστικές αυτού του τρόπου ερμηνείας του σταλινισμού είναι οι θέσεις του Ζαν Ελενστάιν[34]. Θεωρήθηκαν προωθημένες στα χρόνια που εμφανίστηκαν, αλλά σήμερα θεωρούνται άτολμες και ξεπερασμένες.
Ακόμα και οι γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές, που είχαν ακολουθήσει έναν ανεξάρτητο δρόμο, υπερασπίζονταν τη λενινιστική κληρονομιά. Στο βιβλίο της Ντραγκίνια Άρσιτς υποστηρίζεται ότι «υπήρχαν δυνατότητες και για άλλες, διαφορετικές, εξελίξεις της Οκτωβριανής Επανάστασης στις συνθήκες της πρωτόγονης τσαρικής Ρωσίας […] δυνατότητες συνέχισης και δοκιμής ενός διαφορετικού προγράμματος, μιας άλλης αντίληψης, της αντίληψης του Λένιν»[35].
Συνοπτικά, ούτε η κοσμοθεωρία του κομμουνισμού ούτε ο Λένιν είχαν οποιαδήποτε ευθύνη για τις σταλινικές θηριωδίες. Ήταν μια «παρέκκλιση».
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι αντισταλινικοί κομμουνιστές δεν διστάζουν να καθαγιάσουν τον Λένιν. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από το βιβλίο των Ερνστ Φίσερ[36] και Φρανζ Μάρεκ[37] Ο Λένιν με τα δικά του λόγια:
Η σοσιαλιστική επανάσταση ήταν το κεντρικό πρόβλημα της ζωής του Λένιν: μ’ αυτήν άρχιζαν και τελείωναν όλες οι σκέψεις, όλοι οι υπολογισμοί του. Υπήρξε ο μεγαλύτερος τακτικός και στρατηγικός νους στην ιστορία του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης. Όμως, ο «ονειροπόλος του Κρεμλίνου» [υπογράμμιση δική μας] δεν ονειρεύτηκε ποτέ του πως, για να γιορταστούν τα πενηντάχρονα της επανάστασης, την οποία οδήγησε αυτός στη νίκη, θα στήνονταν στο Κρεμλίνο ένα μνημείο που –χώρια από την κακογουστιά του– τον παραστένει, όχι σαν τον Προμηθέα του αιώνα μας[υπογράμμιση δική μας, αλλά σαν ένα σοβαρό γραφειοκράτη χωρίς φαντασία.[38]
Ειρωνεία της Ιστορίας: Παρά τους ύμνους στον Λένιν, οι δύο συγγραφείς, ηγετικά στελέχη του ΚΚ Αυστρίας και πρώιμοι ευρωκομμουνιστές, διαγράφηκαν από το κόμμα το 1969.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτή τη γραμμή κινήθηκε και το ΚΚΕ Εσωτερικού στην Ελλάδα, που προήλθε από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968[39]. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν προκαλεί έκπληξη ότι το ηγετικό του στέλεχος, Σταύρος Καρράς, προλόγισε βιβλίο με τίτλο Ο Λένιν για την αστική και την προλεταριακή – κομμουνιστική ηθική, όπου αναφέρει ότι «για τον Λένιν και για τις αρχές της πολιτικής που επεξεργάστηκε και εφάρμοσε σε όλη του τη ζωή, είναι απόλυτα ξένη η πολιτική της βίας, όπως εφαρμόστηκε αργότερα από τον Στάλιν»[40].
Στο μεταξύ έχει μεσολαβήσει η Άνοιξη της Πράγας και η βίαιη καταστολή της από τα τανκς των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (πλην Ρουμανίας). Τα τανκς ισοπεδώνουν την προσπάθεια του Αλεξάντερ Ντούμπτσεκ για εξανθρωπισμό του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το 1973 κυκλοφορεί στο Παρίσι το Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Το μυθιστόρημα Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ γράφτηκε στη δεκαετία 1958-1968. Μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου, στις 2 Φεβρουαρίου 1974, το ρωσικό καθεστώς συνέλαβε τον Σολζενίτσιν με την κατηγορία της «εθνικής προδοσίας». Προ όμως της κατακραυγής του διεθνούς Τύπου, την επόμενη ημέρα απελάθηκε. Ο αντίκτυπος του βιβλίου αυτού ήταν συγκλονιστικός στις δυτικές δημοκρατίες[41].
Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 1970, εμφανίζεται το κίνημα του ευρωκομμουνισμού, με πρωτεργάτες το Ιταλικό ΚΚ, το ΚΚ Ισπανίας και το ΚΚ Γαλλίας (με αρκετούς δισταγμούς). Ο ευρωκομμουνισμός ήταν η προσπάθεια σύζευξης των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας με την κομμουνιστική κοσμοθεωρία[42]. Γνώρισε πολιτική και εκλογική δημοτικότητα τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, για να εξαφανιστεί πολιτικά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, το 1989. Η από τα μέσα ανανέωση της κομμουνιστικής παράδοσης, που επιχείρησε ο ευρωκομμουνισμός, συνάντησε την έντονη αντίδραση των Σοβιετικών.
Εμβληματική μορφή του ευρωκομμουνισμού ήταν ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, γραμματέας του Ιταλικού ΚΚ, που υποστήριζε ότι «η μετάβαση στο σοσιαλισμό γίνεται πλέον αντιληπτή ως διαδικασία επέκτασης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας. Ο ίδιος ο σοσιαλισμός θα ήταν δημοκρατικός, θα στηριζόταν στις αξίες και τους κανόνες της πολιτικής δημοκρατίας και θα εξέφραζε ένα ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης ελευθερίας»[43].
Παράλληλα, το ιταλικό ΚΚ υποστήριζε τον «ιστορικό συμβιβασμό» με τις δυνάμεις της χριστιανοδημοκρατίας και διακήρυττε, στη βάση των γκραμσιανών καταβολών του, ότι «η γραμμή της πλατιάς ενότητας όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, που πρότειναν και ακολούθησαν με επιμονή οι κομμουνιστές, είναι η πιο κατάλληλη να ματαιώσει τις απειλές φασιστικού και αυταρχικού τύπου και να βγάλει την κοινωνία μας από την κρίση που διέρχεται, ακολουθώντας ένα δρόμο βαθιάς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανανέωσης»[44].
Σε παρόμοιο μήκος κύματος, και με πιο προχωρημένες διατυπώσεις ήταν και ο Σαντιάγο Καρίγιο, γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας, που δήλωνε ρητά: «παίρνω το θάρρος να θεωρήσω ότι η αντίληψη της δημοκρατίας που εκφράζει εδώ ο Λένιν, η ταύτιση δημοκρατία – Κράτος, ακόμη και η ιδέα ότι η υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία αποτελεί άσκηση της συστηματικής βίας μιας τάξης ή ενός τμήματος του πληθυσμού εναντίον του άλλου, αποτελεί περιοριστική ερμηνεία της έννοιας της δημοκρατίας, γεννημένη μέσα στον πυρετό της πολεμικής εναντίον των υποστηρικτών του “δημοκρατισμού του αστικού κράτους”»[45]. Η έκδοση του βιβλίου του Καρίγιο«Ευρωκομμουνισμός» και Κράτος προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Σοβιετικών, μέσω του περιοδικού Νέοι Καιροί (Ιούνιος 1977), σε βαθμό που ο (διαγραμμένος από το ισπανικό ΚΚ, από το 1955, συγγραφέας) Φερνάντο Κλαουντίν να μιλήσει για «δυτικό σχίσμα» του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος[46].
Οι Σοβιετικοί απαντούσαν σε αυτές τις απόψεις υποστηρίζοντας ότι «οι σημερινοί συμβιβαστές, ούτε καν στα λόγια δεν αναφέρονται στην αυτοτέλεια του προλεταριακού κόμματος. Αυτοί θάθελαν να το διαλύσουν σε μια ιδεολογικά άμορφη οργάνωση, σε μια οποιαδήποτε συμμαχία δημιουργημένη με βάση τη φόρμουλα “ενότητα για την ενότητα”. Αλλά η λογική τους είναι η ίδια των μενσεβίκων»[47].
Ίσως το πλέον γκροτέσκο επεισόδιο αυτής της σύγκρουσης να διαδραματίστηκε το 1976, στη Μόσχα, στη διάρκεια του 25ου Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, όπου ο Μπερλινγκουέρ επιβεβαίωσε την αυτόνομη στάση του ιταλικού ΚΚ, ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομμουνιστικών κομμάτων, στο επιβλητικό ανάκτορο των συνεδρίων του Κρεμλίνου.
Εκεί ο Μπερλινγκουέρ επέμενε να μιλήσει για την υποστήριξη του κόμματός του στον πολυκομματισμό[48], μια λέξη που ήταν απαγορευμένη στη Σοβιετική Ένωση. Όπως αναφέρεται στη βιογραφία του ιταλού ευρωκομμουνιστή ηγέτη από τον Βιττόριο Γκορέζιο, «ο Μπερλινγκουέρ απέναντι στο XXV Συνέδριο: Μέσα στα άδυτα των αδύτων του Θεού του μονολιθισμού [σσ. της μονολιθικότητας], για πρώτη φορά ακούγεται το όνομα του διαβόλου του πολυκομματισμού».
Ύστερα από έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις, στη ρωσική μετάφραση της ομιλίας του αναφέρθηκε ως «πολυμορφικό σύστημα», μια μάλλον ουδέτερη απόδοση της έννοιας τουπολυκομματισμού και του πλουραλισμού[49].
Αυτές οι διαρκείς αψιμαχίες έφτασαν στην τελική σύγκρουση το 1981. Τότε, ο Μπερλινγκουέρ δήλωσε, χωρίς υπεκφυγές, ότι «η Οκτωβριανή Επανάσταση έχει χάσει την προωθητική της δύναμη».
Ο κύβος είχε ριφθεί. Ήταν το τέλος μιας ολόκληρης εποχής.
Περίοδος 3η (1981 – 1989): Η αποκαθήλωση του Λένιν και της Οκτωβριανής Επανάστασης
Στο μεταξύ, οι εξελίξεις είναι ραγδαίες στη Σοβιετική Ένωση.
Στα τέλη του 1982 πεθαίνει ο Μπρέζνιεφ. Ακολουθούν για πολύ μικρό χρονικό διάστημα στην ηγεσία της χώρας οι Γιούρι Αντρόποφ και Κονσταντίν Τσερνιένκο, ενώ το 1985 αναλαμβάνει την ηγεσία ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ με μια μεταρρυθμιστική ατζέντα, παραχωρώντας περισσότερες ελευθερίες στο πλαίσιο της Περεστρόικα (ανασυγκρότηση) και της Γκλάσνοστ (διαφάνεια).
Η υπό τον Γκορμπατσόφ ηγετική ομάδα είχε την αυταπάτη ότι το σοβιετικό σύστημα θα μπορούσε να μεταρρυθμιστεί. Αυτό αποδείχτηκε ανέφικτο. Διαλυτικές τάσεις άρχισαν να επικρατούν στη Σοβιετική Ένωση, ενώ οι κομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης άρχισαν σταδιακά να αυτονομούνται και η περίοδος αυτή σφραγίστηκε από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989.
Πέρα από τα ζητήματα ανελευθερίας, διαπιστώνεται και η πλήρης αποτυχία στον οικονομικό τομέα, με βάση τις αρχές του κεντρικού σχεδιασμού και της κολεκτιβοποίησης. Παρατηρούμε τη βαθμιαία αποσάθρωση του κεντρικού σχεδιασμού μπροστά σε μια όχι πλέον απλή αλλά περίπλοκη οικονομία. Είναι προφανές ότι ο κομμουνισμός έπεσε από τα μέσα γιατί απέτυχε ως σύστημα οργάνωσης και της οικονομίας και της κοινωνίας. Έκανε τη ζωή του κόσμου μια πληκτική και έμφοβη μιζέρια. Αποδείχτηκε έμπρακτα ότι ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας δεν λειτουργεί χωρίς την απειλή βίας.
Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ήταν αναπόφευκτη, κάτι που συνέβη το 1991.
Υπάρχει μια εκπληκτική περιγραφή για την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στο εξαιρετικό βιβλίο του Αρκάντι Οστρόφσκι, Η επινόηση της σύγχρονης Ρωσίας:
«Εμείς, οι μεταρρυθμιστές του 1985, προσπαθήσαμε να καταστρέψουμε τη μπολσεβίκικη “εκκλησία” στο όνομα μιας πραγματικής θρησκείας και ενός αληθινού Ιησού, μη συνειδητοποιώντας ακόμη ότι η θρησκεία μας ήταν ψεύτικη και ο Ιησούς μας ένας απατεώνας», έγραψε ο Αλεξάντερ Γιάκοβλεφ. «Κατέληξα να μισώ τον Λένιν και τον Στάλιν – αυτά τα τέρατα που με είχαν σκληρά εξαπατήσει και διαλύσει τον ρομαντικό κόσμο των ελπίδων μου».[50]
Για την Ευρωπαϊκή Αριστερά αυτό ήταν το τέλος των ψευδαισθήσεων. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούσαν, οδυνηρά, ότι το τέρας του σταλινισμού δεν προήλθε από παρθενογένεση. Ήταν φυσική εξέλιξη της μονοκρατορίας του κόμματος που επέβαλε, πριν από τον Στάλιν, ο Λένιν. Όπως έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ο Κολακόφσκι,
Η εξίσωση: αλήθεια = κοσμοθεωρία του προλεταριάτου = μαρξισμός = κοσμοθεωρία του κόμματος = σκέψεις του ηγέτη, είναι εντελώς σωστή στη λενινιστική εκδοχή του κόμματος. Ο Στάλιν αντιπαρατέθηκε στη χρήση της φράσης μαρξισμός και λενινισμός και την αντικατέστησε με το «μαρξισμός-λενινισμός», αφού η πρώτη ονομασία υπονοούσε δύο ξεχωριστά δόγματα, ενώ η δεύτερη έπρεπε να τονίζει ότι το δόγμα είναι μόνο ένα και ότι ο λενινισμός δεν είναι κάποιο ξεχωριστό ρεύμα στο εσωτερικό του μαρξισμού, αλλά ο μαρξισμός που εφαρμόζεται στη νέα εποχή. Ο μαρξισμός-λενινισμός δεν είναι παρά το σταλινικό δόγμα, μαζί με τη χρηστομάθεια τσιτάτων από τον Λένιν, τον Ένγκελς και τον Μαρξ, που εκείνος διάλεξε, γιατί στη σταλινική περίοδο δεν ήταν ελεύθερος να διαβάζει κανείς αυθαίρετα τον Μαρξ και τον Λένιν ή ακόμη και τον Στάλιν: ο μαρξισμός-λενινισμός περιλαμβάνει μόνο εκείνα τα τσιτάτα που ενέκρινε ο ηγέτης και είχαν σχέση με το δόγμα που εκείνος έλεγχε.[51]
Ειδικά στο χώρο του ευρωκομμουνισμού, έγινε αντιληπτό ότι το σύνθημα «σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», δηλαδή το μπόλιασμα της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας με τις αρχές της Δημοκρατίας και της ελευθερίας ήταν ουτοπικό. Ένας «ανθρώπινος» κομμουνισμός δεν είχε καμία τύχη, δεν θα μπορούσε να συγκροτήσει μια σοβαρή πολιτική πρόταση για τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, όπου οι φιλελεύθερες δημοκρατίες ήταν γερά εδραιωμένες.
Ακριβώς για το λόγο αυτό το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το μεγαλύτερο της Δυτικής Ευρώπης, αποφάσισε να αλλάξει το όνομά του, να αποσύρει το σφυροδρέπανο και να υποστείλει την κόκκινη κομμουνιστική σημαία σ’ ένα δραματικό Συνέδριο, στις 3 Φεβρουαρίου 1991, ύστερα από εισήγηση του τότε γραμματέα του Ακίλε Οκέτο. Το όνομα του νέου κόμματος ήταν Δημοκρατικό Κόμμα της Αριστεράς. Λίγο αργότερα, συμμετείχε στον Συνασπισμό της Ελιάς (1995-2007), που εξελίχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα. Η Ελιά και το Δημοκρατικό Κόμμα, παρά τα έντονα κατά καιρούς εσωτερικά τους προβλήματα, άσκησαν κυβερνητική εξουσία από το 1996 έως το 2001, από το 2006 έως το 2009 και από το 2013 έως σήμερα.
Περίοδος 4η (1989 – σήμερα): Ο κομμουνισμός ως ολοκληρωτισμός
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης απελευθέρωσαν τη σκέψη πολλών διανοητών στον χώρο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο Λεωνίδας Κύρκος, «το τείχος του Βερολίνου έπεσε στα κεφάλια μας».
Ακόμα πιο σοκαριστικό ήταν το γεγονός ότι ελάχιστοι θρήνησαν το τέλος της Οκτωβριανής Επανάστασης και του σοβιετικού καθεστώτος. Όπως επισήμανε εύστοχα ο Αντώνης Καρκαγιάννης,
αυτή η επανάσταση – πραξικόπημα, έπειτα από μια ταραχώδη ζωή περίπου 73 ετών, γεμάτη δόξα και καταισχύνη, κατέρρευσε χωρίς να βρεθεί ούτε ένας να την υπερασπισθεί ως παγκόσμια αξία, όπως επί δεκαετίες θεωρούνταν. Σαν να ήταν η παταγώδης αποκάλυψη ενός ψεύδους. Πού βρισκόταν η αλήθεια της που την έκανε ικανή να επικρατήσει και να διαμορφώσει μια πανίσχυρη παγκόσμια κατάσταση και πού το ψεύδος της που την οδήγησε στην άδοξη και ταπεινωτική κατάρρευση (από τα πιο ταπεινωτικά γεγονότα της Ιστορίας); Νομίζω ότι οι ιστορικοί έχουν να ερευνήσουν και να μελετήσουν ένα μεγάλο ιστορικό αίνιγμα και η απάντηση που θα δώσουν ούτε μία θα είναι ούτε οριστική.[52]
Έρχονται ξανά στην επικαιρότητα φωνές όπως εκείνες του φιλελεύθερου σοσιαλιστή Κάρλο Ροσέλι, που επισήμαιναν ότι το πρόβλημα έγκειται στην ίδια τη θεωρητική βάση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, που είναι ο μαρξισμός. Πρόκειται για μια ιδεολογία ολιστική, εσχατολογική, ολοκληρωτική. Ο Ροσέλι τα έγραφε από το 1930: «η θέση που υποστηρίζω είναι […] μια θαρραλέα θέση χειραφέτησης. Να αποδεχτούμε ό,τι είναι ζωντανό, να απορρίψουμε ανοιχτά, οριστικά, ό,τι εσφαλμένο, ουτοπικό, συγκυριακό υπάρχει στον μαρξισμό. Το συμπέρασμα λοιπόν στο οποίο κατέληξα είναι ότι ο αληθινά ξεπερασμένος Μαρξ είναι ο Μαρξ θεωρητικός και προφήτης του σοσιαλιστικού κινήματος»[53]. Οι φόβοι του Ουμπέρτο Τσερόνι, κορυφαίου θεωρητικού του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος ότι «ο μαρξισμός είναι καταδικασμένος στην αποτυχία αλλά και στη γελοιοποίηση όταν παριστάνει τη γενική θεωρία του σύμπαντος»[54], επαληθεύτηκαν.
Πλέον, όλο και περισσότεροι μελετητές αντιμετωπίζουν τον κομμουνισμό ως μια κοσμοθεωρία στο πλαίσιο του ευρύτερου φαινομένου του ολοκληρωτισμού[55]. Ο ολοκληρωτισμός είναι ένα διφυές και δισυπόστατο φαινόμενο, με όψεις του το φασισμό και τον κομμουνισμό.
Χρωστάμε τη θεμελίωση της θεωρίας του ολοκληρωτισμού σε δύο εξέχουσες φυσιογνωμίες της ευρωπαϊκής διανόησης, τη Χάννα Άρεντ και τον Καρλ Πόπερ. Καθόλου τυχαίο ότι η πρώτη ανήκει στην Αριστερά και ο δεύτερος στη φιλελεύθερη σκέψη.
Στην εμβληματική μελέτη της Άρεντ, Πηγές του Ολοκληρωτισμού (1951), επισημαίνεται ότι ο ολοκληρωτισμός, που έχει δύο είδη, τον ναζισμό και τον μπολσεβικισμό[56], συνιστά μια νέα μορφή κρατικής συγκρότησης, όπου η ιδεολογία έχει κυρίαρχο και καθοριστικό ρόλο. Για τον ναζισμό, η ιστορία συμπυκνώνεται στην έννοια της φυλής. Για τον κομμουνισμό, στην έννοια της κοινωνικής τάξης. Αν το αποδεχτούμε, τότε το ολοκληρωτικό σύστημα έχει εγκατασταθεί. Όλες οι πράξεις του θα μπορούν να νομιμοποιηθούν είτε με την επίκληση της φυλής, είτε με τους νόμους της Ιστορίας. Ο ολοκληρωτισμός έχει απλές απαντήσεις για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Χάννα Άρεντ, ο ολοκληρωτισμός «παντού όπου κατέκτησε την εξουσία, δημιούργησε εντελώς νέους πολιτικούς θεσμούς, κατέστρεψε όλες τις κοινωνικές, νομικές και πολιτικές παραδόσεις της χώρας. Δεν έχουν σημασία η συγκεκριμένη εθνική παράδοση ή η ειδική πνευματική πηγή της ιδεολογίας του»[57].
Ο Καρλ Πόπερ, με τα έργα του Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της[58] και Η ένδεια του ιστορικισμού[59], κατέδειξε ότι ο ολοκληρωτισμός είναι θεμελιωδώς ασύμβατος με τις αρχές της ανοιχτής κοινωνίας των φιλελεύθερων δημοκρατιών λόγω της βεβαιότητας των οπαδών του ότι η Ιστορία βαδίζει προς ένα προκαθορισμένο μέλλον, σύμφωνα με κανόνες τους οποίους ήδη γνωρίζουμε (οι σιδερένιοι νόμοι της Ιστορίας, κατά τον Στάλιν).
Ο Πόπερ, με εξαιρετικά διεισδυτικό τρόπο, μιλάει «για το παραμύθι των οπαδών του ολοκληρωτισμού» και επισημαίνει ότι «μόνο η δημοκρατία παρέχει ένα θεσμικό πλαίσιο τέτοιο που να επιτρέπει τη χωρίς βίαια μέσα μεταρρύθμιση και, έτσι, τη χρήση του λόγου στα πολιτικά ζητήματα»[60]. Υπογραμμίζει δε, ανιχνεύοντας τις ρίζες του ολοκληρωτισμού στη διδασκαλία του Πλάτωνα, ότι «ο ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να θεωρήσει καμιά κριτική ως φιλική, αφού κάθε κριτική μιας παρόμοιας αυθεντίας πρέπει να αμφισβητήσει την ίδια την αρχή της αυθεντίας»[61].
Με τα λόγια του Κολακόφσκι η ολοκληρωτική εξουσία και η ολοκληρωτική ιδεολογία προσδιορίζονται αμοιβαία. Η ολοκληρωτική ιδεολογία είναι ισχυρότερη, τουλάχιστον από την άποψη των προθέσεών της, από οποιαδήποτε θρησκευτική πίστη που μας είναι γνωστή από την Ιστορία· όχι μόνο προτίθεται να συμπεριλάβει τη συνολική πραγματικότητα, όχι μόνο εμφανίζεται ως αλάθητη και υποχρεωτική, αλλά ο στόχος της (ευτυχώς απρόσιτος) ξεπερνάει τον έλεγχο και την εξουσία της προσωπικής ζωής κάθε υπηκόου: η ιδεολογία πρέπει να αντικαταστήσει την προσωπική ζωή και να μετατρέψει τους ανθρώπους σε αποτυπώματα ιδεολογικών αποσπασμάτων, με άλλα λόγια η ιδεολογία εκμηδενίζει τη μορφή της προσωπικής ζωής. Κατά συνέπεια, πηγαίνει πολύ μακρύτερα από οποιαδήποτε θρησκεία[62].
Είναι εξαιρετικά διεισδυτική η παρατήρηση του Τσβέταν Τοντόροφ ότι κομμουνισμός και ναζισμός ανήκουν στην ίδια «συνομοταξία».[63] «Τα τρομοκρατικά όργανα τύπου Τσε-Κα και οι πρακτικές εξολόθρευσης ολοκλήρων στρωμάτων του πληθυσμού έγιναν δυνατές ή και απαραίτητες από το ίδιο το κομμουνιστικό σχέδιο», επισημαίνει ο βουλγαρικής καταγωγής στοχαστής.[64]
Ειδικά στη Γαλλία αναπτύσσεται ένα αντι-ολοκληρωτικό κίνημα[65], εμπνεόμενο από τον Κλοντ Λεφόρ, τον Κορνήλιο Καστοριάδη και το περιοδικό Textures, από τον Αντρέ Γκλυκσμάν και τους «νέους φιλοσόφους», τον Πωλ Τυμπώ και το περιοδικό Esprit[66].
Όπως χαρακτηριστικά είχε επισημάνει η Άρεντ, «πρακτικά έχει μικρή σημασία αν τα ολοκληρωτικά κινήματα θα υιοθετήσουν το σχήμα του ναζισμού ή του μπολσεβικισμού, αν θα οργανώσουν τις μάζες στο όνομα της φυλής ή της κοινωνικής τάξης, αν θα υποκριθούν ότι ακολουθούν τους νόμους της ζωής και της φύσης ή της διαλεκτικής και της οικονομίας»[67].
Αυτή η αντι-ολοκληρωτική παράδοση έχει γίνει συστατικό στοιχείο του κοινού δημοκρατικού κεκτημένου των φιλελεύθερων ευρωπαϊκών χωρών και έχει εκφραστεί με το ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου που έχει τίτλο «Ευρωπαϊκή Συνείδηση και Ολοκληρωτισμός». Στο κείμενο αυτό, μεταξύ άλλων, αναφέρεται:
Η Ευρώπη δεν θα ενωθεί ποτέ αν δεν μπορέσει να καταλήξει σε κοινή θεώρηση της ιστορίας της, να αναγνωρίσει το ναζισμό, το σταλινισμό και τα φασιστικά και κομμουνιστικά καθεστώτα ως μέρος της κοινής ιστορίας της και αν δεν διεξαγάγει τίμιο και ουσιαστικό διάλογο για τα εγκλήματα των καθεστώτων αυτών κατά τον περασμένο αιώνα[68].
Το ψήφισμα εγκρίθηκε με ευρύτατη πλειοψηφία από τις σημαντικές πολιτικές πτέρυγες του Ευρωκοινοβουλίου: σοσιαλιστές, Λαϊκό Κόμμα, φιλελεύθερους, Πράσινους. Καταψηφίστηκε από τους έλληνες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ, ενώ η Νέα Δημοκρατία απείχε, πλην 2 ευρωβουλευτών της.
Ο ελληνικός εξαιρετισμός
Στην Ελλάδα έχουμε την εμφάνιση του ευρωκομμουνιστικού ΚΚΕ Εσωτερικού, μετά τη διάσπαση του 1968, στη 12η Ολομέλεια[69]. Το κόμμα αυτό συμμετείχε στην ατελέσφορη προσπάθεια εξανθρωπισμού του κομμουνισμού, αλλά δεν μπόρεσε να αποσπάσει ευρύτερη πολιτική επιρροή. Το ορθόδοξο ΚΚΕ κέρδισε τη μάχη της επικράτησης στον παραδοσιακό κομμουνιστικό χώρο. Το ΚΚΕ Εσωτερικού εγκατέλειψε τα κομμουνιστικά σύμβολα, μετεξελίχθηκε στην ΕΑΡ (Ελληνική Αριστερά), με γραμματέα τον Λεωνίδα Κύρκο,[70] και συμμάχησε με το ΚΚΕ για τη δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς. Για το θέμα αυτό χρειάζεται αναλυτικότερη παρουσίαση.
Για την επίδραση όλων αυτών των εξελίξεων στην ελληνική Αριστερά πρόκειται σύντομα να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη με τίτλο Το νεκροταφείο των Ιδεών 1917-2017, απ’ όπου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα:
Η ελληνική εμπειρία του λενινο-σταλινισμού ήταν πολύ έντονη, παρ’ ότι δεν επιβλήθηκε στη χώρα μας. Αλλά ο εμφύλιος και οι δικτατορίες άφησαν βαθιά τραύματα στην κοινωνία. Το ΚΚΕ, παρά την κατάρρευση του συστήματος, έμεινε προσκολλημένο σε μια ερμηνεία συνωμοσίας, ότι άλλοι παράγοντες και πρόσωπα έφταιξαν για την πτώση του, αρνούμενο τις νομοτέλειες της οικονομίας και του ιστορικού αδιεξόδου του. Αυτή είναι περισσότερο μια αμυντική τοποθέτηση, όπου και ο Μαρξ και ο Λένιν έχουν τη θέση τους, αλλά κυρίως η χρονική διάρκεια της επιβολής του σταλινισμού χαρακτηρίζουν την απολογητική του.[71]
Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα επιβιώνει στην Ελλάδα μια πολιτική υποστήριξη προς την κομμουνιστική κοσμοθεωρία, όχι μόνο σε κάποια περιθωριακά γκρουπούσκουλα αλλά στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ. Πρόσφατα κορυφαίο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, ο Αριστείδης Μπαλτάς, που έχει διατελέσει υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού, υποστήριξε:
Και το έβδομο Κ; Ας το αφήσουμε προσωρινά ασχολίαστο. Γιατί είναι αυτό που διέπει και συνενώνει όλα τα παραπάνω. Είναι το Κ του Κομμουνισμού [στο πρωτότυπο, Κ κεφαλαίο, με bold στοιχεία, υπογράμμιση δική μας], όπως η ιδέα του έχει ήδη αρχίσει να ανανεώνεται και να εμπλουτίζεται από τη δράση και τη σκέψη αμέτρητα πολλών. Σε ολόκληρο τον κόσμο.[72]
Σε αυτή τη γραμμή της υπεράσπισης του κομμουνισμού εντάσσονται και οι αντιδράσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Σταύρου Κοντονή[73] στο συνέδριο που οργάνωσε η Εσθονική Προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης[74] με αφορμή την Ευρωπαϊκή Ημέρα Μνήμης για τα Θύματα του Κομμουνισμού και του Ναζισμού στο Ταλίν[75].
Φαίνεται ότι στην Ελλάδα ο κομμουνιστικός μύθος έχει, ακόμα, ισχυρές ρίζες. Αυτό από μόνο του συνιστά ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της ασταθούς Δημοκρατίας μας.
[1] E. Χ. Καρ, Μικρή Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Από τον Λένιν στον Στάλιν, 1917-1929, Πατάκη 2017.
[2]Eric Hobsbawm, H Εποχή των Άκρων, Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, Θεμέλιο 2002.
[3] Τζον Ριντ, Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον Κόσμο, Αλφειός 1975.
[4] Και τα δύο αποσπάσματα από το Λένιν, Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι, Νέοι Στόχοι 1973. Συνιστώ ένθερμα σε όποιον ενδιαφέρεται να εμβαθύνει στα θέματα που θίγονται στον παρόν κείμενο να διαβάσει το βιβλίο του Λένιν. Πρόκειται για τη βίβλο της ανελευθερίας του κομμουνισμού.
[5] Είναι πραγματικό γεγονός ότι η εκλεγείσα Συντακτική δεν συγκλήθηκε ποτέ. Οι Μπολσεβίκοι δεν είχαν πλειοψηφία. Είχαν όμως τα όπλα.
[6] Β.Ι. Λένιν, Διαλεχτά έργα, τόμος 26, Θέσεις για την Συντακτική Συνέλευση, Προοδευτικοί εκδότες, Μόσχα 1972, σελ. 379-383.
[7]Rosa Luxemburg ([1918] 1922): „Zur russischen Revolution“. Gesammelte Werke, Bd. 4, Berlin (Dietz) 1970, S. 345. [Για τη Ρωσική Επανάσταση. Άπαντα, τόμ. 4, σελ. 345].
[8] Β. Ι. Λένιν, Η επαναστατική φρασεολογία, Εκδόσεις Χρόνος, Αθήνα 1974, σελ. 122.
[9] Lenin, «PartinaiaOrganizatsiiIpartinaialiteratura» [κομματική οργάνωση και κομματική λογοτεχνία], Μόσχα 1965, σελ. 5-6. Αναφέρεται στο εξαιρετικό κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου, «Μαύρο στα κανάλια. Φως στην ιδεολογία», AthensVoice, 25 Φεβρουαρίου 2016,
[10] Bertram D. Wolfe, Three who made a Revolution, Ν. Υόρκη, 1948, σελ. 324.
[11] Neil Faulkner, «Σταλινισμός: Το πικρό φρούτο της ήττας της επανάστασης», tvxs, 19 Ιουνίου 2012,
[12] Δες Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, Ο σταλινισμός και οι μεταμοντέρνοι θαυμαστές του, Επίκεντρο 2013.
[13] Ιδιαίτερα σημαντικές οι επισημάνσεις της Ροσάνα Ροσάντα, στο: Άνταμ Σαφ, Λεόν Τρότσκι, Το παρόν και το μέλλον του σοσιαλισμού, Γλάρος 1983.
[14] MarkLilla, Η σαγήνη των Συρακουσών. Διανοούμενοι στην πολιτική, TheAthensReviewofBooks, 2014, σελ. 254.
[15] Γιώργος Αγγελόπουλος (επιμ.), «Διανοούμενοι μαγεμένοι από τον Στάλιν – Γίγαντες του γαλλικού πνεύματος είχαν γοητευθεί από το σοβιετικό καθεστώς και τους ηγέτες του, σύμφωνα με στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση “Ιντελιγκέντσια” στο Παρίσι», Τα Νέα, 29 Δεκεμβρίου 2012.
[16] Ο Όργουελ έγραψε σειρά βιβλίων, με κορυφαία το 1984. Ο μεγάλος αδελφός, Κάκτος 1978 και τη Φάρμα των ζώων, Α.Α. Λιβάνης 1995.
[17] Ο πολυγραφότατος Άρθουρ Καίστλερ έγραψε το 1940 το αξεπέραστο Το Mηδέν και το Άπειρο, Πατάκη 2014 και το Ο κομισάριος και ο γιόγκι, Κάκτος 1990.
[18] Βαρλάμ Σαλάμοφ, Ιστορίες από την Κολιμά, Ίνδικτος 2011.
[19] Συγκλονιστικό το βιβλίο, γραμμένο το 1959, του Βασίλι Γκρόσμαν, Ζωή και πεπρωμένο, Γκοβόστης 2013.
[20] Βίκτορ Σερζ, Υπόθεση Τουλάγεφ, Scripta 2007.
[21] Η αξεπέραστη τριλογία του Μάνες Σπέρμπερ, Η Καμένη Βάτος, Καστανιώτης 2013, Πιο βαθιά και από την άβυσσο, Καστανιώτης 2014 και Χωρίς τέλος, Καστανιώτης 2015.
[22] RayBradbury, Φαρενάιτ 451, Άγρα 2012. Φαρενάιτ 451 είναι η θερμοκρασία στην οποία καίγονται τα βιβλία.
[23] Μαργκαρέτε Μπούμπερ-Νόυμαν, Μίλενα από την Πράγα, Κίχλη 2015. Μεταγενέστερο από την περίοδο που εξετάζουμε, αφού πρωτοκυκλοφόρησε το 1963, εντάσσεται σε αυτή την παράδοση δεδομένου ότι αφηγείται τη διπλή εμπειρία της, πρώτα από τα σοβιετικά και κατόπιν από τα ναζιστικά στρατόπεδα.
[24] Paul Ginestier, Η ζωή και η σκέψη του Καμύ, Άπειρον, χ.χ.
[25] Καίστλερ, ό.π., σελ. 211.
[26] Αναφορά στο βιβλίο του Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, Ανθρωπισμός και τρομοκρατία, Εξάντας 1988.
[27] Για τα όρια στη σκέψη και την πράξη του Γκράμσι, Περικλής Σ. Βαλλιάνος, «Αντόνιο Γκράμσι: Ο ολοκληρωτισμός με ανθρώπινο πρόσωπο», AthensReviewofBooks, τεύχος 86, Ιούλιος-Αύγουστος 2017.
[28] Αναφέρεται στο Χατζηπροδρομίδης, Ο σταλινισμός …, ό.π., σελ. 67-68.
[29] Αντόνιο Γκράμσι, Παρελθόν και Παρόν, Στοχαστής 1974, σελ. 95.
[30] Αντόνιο Γκράμσι, Η οργάνωση της κουλτούρας, Στοχαστής 1973.
[31] Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, «Η σινοσοβιετική ρήξη», Η Καθημερινή, 19 Σεπτεμβρίου 2015.
[32] Για τη δολοφονία του Τρότσκι από τον Ραμόν Μερκαντέρ, πράκτορα του σταλινικού καθεστώτος, έχουν γραφτεί δύο αξεπέραστα βιβλία. Χόρχε Σεμπρούν, Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ, Θεμέλιο 1983 και Λεονάρδο Παδούρα, Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, Καστανιώτη 2011.
[33] Για την πανσπερμία των αριστερών σχηματισμών στη Γαλλία, Jacques Julliard, Οι Αριστερές της Γαλλίας, Πόλις 2015.
[34] Ζαν Ελενστάιν, Ιστορία του σταλινικού φαινομένου, Θεμέλιο 1980 και Ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης, τόμοι δύο, Θεμέλιο 1976.
[35] Ντραγκίνια Άρσιτς, Κοινωνικές και οικονομικές ρίζες του σταλινισμού – και η διαθήκη του Λένιν, Ωκεανίς 1975, σελ. 11.
[36] Ο Ερνστ Φίσερ ήταν ηγετικό στέλεχος του ΚΚ Αυστρίας, που εργάστηκε στη Μόσχα στην Τρίτη Διεθνή και έχει γράψει εξαιρετικές αναμνήσεις από εκείνη την εποχή του τρόμου. Είναι επίσης συγγραφέας του δημοφιλούς στην εποχή του βιβλίου Η αναγκαιότητα της Τέχνης, Μπουκουμάνης 1972.
[37] Για τον Μάρεκ υπάρχει ένα πολύ συγκινητικό κείμενο του Χόμπσμπωμ στον Guardian. “EricHobsbawm, MyheroFranzMarek”, TheGuardian, 12 Δεκεμβρίου 2009, https://www.theguardian.com/books/2009/dec/12/eric-hobsbawm-hero-franz-marek.Στα ελληνικά κυκλοφορεί το βιβλίο του, Φραντς Μάρεκ, Η φιλοσοφία της Επανάστασης, Ολκός 1973.
[38] Ερνστ Φίσερ, Φρανζ Μάρεκ, Ο Λένιν με τα δικά του λόγια, Ηριδανός 1973, σελ. 197-198.
[39] Για την ιστορία της διάσπασης του ΚΚΕ, το πλέον διεισδυτικό βιβλίο είναι: Πάνος Δημητρίου, Εκ Βαθέων, Θεμέλιο 1997.
[40] Ο Λένιν για την αστική και την προλεταριακή – κομμουνιστική ηθική (πρόλογος Σταύρος Καρράς), Εκδόσεις Καραντζά 1975, σελ. XV.
[41] Στα ελληνικά, Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ, τόμος 1 (μετάφραση: Κίρα Σίνου), Πάπυρος, Αθήνα 2009, τόμος 2 (μετάφραση: Δημήτρης Τριανταφυλλίδης), Πάπυρος, Αθήνα 2013.
[42] Ίσως το βιβλίο που συμπυκνώνει με τον καλύτερο τρόπο την ευρωκομμουνιστική οπτική γωνία είναι: Τζουζέπε Βάκα, Δημοκρατία, Αστικό Κράτος και Σοσιαλισμός, Οδυσσέας 1974. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαμπανίδη, Ευρωκομμουνισμός. Από την κομμουνιστική στη ριζοσπαστική ευρωπαϊκή Αριστερά, Πόλις, 2015, με πλούσιο πραγματολογικό υλικό, αλλά με αμφιλεγόμενα συμπεράσματα.
[43] Σοφιάννα Μπονοβόλια, «Ενρίκο Μπερλινγκουέρ: Ο πρωτοπόρος της Αριστεράς», left.gr, 25 Μαΐου 2916
[44] Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, «Η ιταλική κοινωνία απαιτεί μια συμφωνία κομμουνιστών, σοσιαλιστών και καθολικών», στο Συλλογικό, Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Οδυσσέας 1976, σελ. 95.
[45] Σαντιάγκο Καρίλιο, «Ευρωκομμουνισμός» και Κράτος, Θεμέλιο 1977, σελ. 112. Του ιδίου, Προβλήματα του σοσιαλισμού σήμερα, με πρόλογο Ηλία Ηλιού, Αρμός 1973.
[46] Φερνάντο Κλαουντίν, Ευρωκομμουνισμός και σοσιαλισμός, Μπουκουμάνης 1977, σελ. 193. Ο Φερνάντο Κλαουντίν είναι μια ιστορική φυσιογνωμία του κομμουνιστικού κινήματος στην Ισπανία, που διαγράφτηκε από το κόμμα το 1964, μαζί με τον Χόρχε Σεμπρούν. Συγγραφέας του κλασικού Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τόμοι δύο, Γράμματα 1981.
[47] Κονσταντίν Ζαρόντωφ, «Λενινιστική στρατηγική και τακτική της επαναστατικής πάλης», στο συλλογικό,Σοσιαλισμός και Δημοκρατία, Οδυσσέας 1976, σελ. 14. Στο ίδιο, πολύ ενδιαφέροντα κείμενα των Μπερλινγκουέρ, Καρίγιο, Μαρσαί, Ελενστάιν και άλλων, που αποτυπώνουν το εύρος των διαφωνιών εκείνης της εποχής ανάμεσα στους ευρωκομμουνιστές και το «επαναστατικό κέντρο».
[48] Βιττόριο Γκορέζιο Μπερλινγκουέρ, Αρίων 1976, σελ. 196.
[49] Στο ίδιο, σελ. 212.
[50] Αρκάντι Οστρόφσκι, Η επινόηση της σύγχρονης Ρωσίας – Η διαδρομή από την ελευθερία του Γκορμπατσόφ έως τον πόλεμο του Πούτιν, Επίκεντρο 2017, σελ. 39.
[51] Αναφέρεται στο Χατζηπροδρομίδης, Ο σταλινισμός …, ό.π., σελ. 57.
[52] Αντώνης Καρκαγιάννης, «Η αλήθεια και το ψεύδος της Οκτωβριανής Επανάστασης», Η Καθημερινή, 18/11/2007.
[53] Δες Κάρλο Ροσέλι, Φιλελεύθερος Σοσιαλισμός, Πόλις 2013, σελ. 39.
[54] Ουμπέρτο Τσερόνι, Κρίση του μαρξισμού;, Θεμέλιο 1979, σελ. 65.
[55] Marcel Gauchet, Η άνοδος της Δημοκρατίας ΙΙΙ, Η δημοκρατία υπό τη δοκιμασία των ολοκληρωτισμών, 1914-1974, Πόλις 2012.
[56] Δες Hannah Arendt, Το Ολοκληρωτικό Σύστημα, Ευρύαλος, 1988, σελ. 14-15. Πολλές από τις αναλύσεις της Άρεντ υιοθέτησε ο Μαρκούζε. Δες Herbert Marcuze, Soviet Marxism, Vintage Books, 1961.
[57] Arendt, ό.π., σελ. 252.
[58] Καρλ Πόπερ, Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της, δύο τόμοι, Παπαζήση 2003.
[59] Καρλ Πόπερ, Η ένδεια του ιστορικισμού, Ευρασία 2005.
[60] Πόπερ, Η ανοιχτή κοινωνία…, τόμος Ι, σελ. 40.
[61] Στο ίδιο, σελ. 304-5.
[62] Αναφέρεται στο Χατζηπροδρομίδης, Ο σταλινισμός …, ό.π., σελ. 42-43.
[63] Tzvetan Todorov, Οι εσωτερικοί εχθροί της Δημοκρατίας, Πατάκη 2012, σελ. 66.
[64] Στο ίδιο, σελ. 67.
[65] Σε αυτό το πλαίσιο κυκλοφορεί ένας εξαιρετικός συλλογικός τόμος για τα εγκλήματα του κομμουνισμού, που προκάλεσε πολλές αντιδράσεις. Στα ελληνικά, Στεφάν Κουρτουά, Νικολά Βερτ, Ζαν-Λουί Πανέ, κ.ά. Η μαύρη βίβλος του κομμουνισμού – Εγκλήματα, τρομοκρατία, καταστολή, Βιβλιοπωλείον της Εστίας 2001.
[66] Θανάσης Γιαλκέτσης (επιμ.), «Διανοούμενοι και Αριστερά», Εφημερίδα των Συντακτών, 4 Φεβρουαρίου 2017.
[67]Arendt, ό.π., σελ. 44.
[68] Το πλήρες κείμενο του ψηφίσματος
[69] Τάκης Μπενάς, Το Ελληνικό ’68 – Συμβολή στην ιστορία του ΚΚΕ Εσωτερικού, Θεμέλιο 2011.
[70] Για τον Λεωνίδα Κύρκο, Πέτρος Παπασαραντόπουλος (επιμ.), Λεωνίδας Κύρκος – Εκ Βαθέων, Επίκεντρο 2009. Αξίζει να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού δεν συμφώνησε στη μετεξέλιξη και την εγκατάλειψη των κομμουνιστικών συμβόλων, αποχώρησε και δημιούργησε το ΚΚΕ Εσωτερικού – Ανανεωτική Αριστερά, που μετονομάστηκε το 1991 σε Ανανεωτική Κομμουνιστική Οικολογική Αριστερά (ΑΚΟΑ). Πήρε μέρος στις εκλογές του 1990, με ασήμαντα αποτελέσματα και στη συνέχεια συνεργάστηκε διαδοχικά με το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ. Πολλά από μέλη του χώρου στελεχώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ή έχουν εκλεγεί βουλευτές με τον ΣΥΡΙΖΑ.
[71] Λεωνίδας Χατζηπροδρομίδης, Το νεκροταφείο των Ιδεών 1917-2017, Επίκεντρο, υπό έκδοση.
[72] Αριστείδης Μπαλτάς, «Τα επτά Κ», Η Αυγή, 4 Ιανουαρίου 2015,
[73] Λάμπρος Σταυρόπουλος, «Ο Στάλιν, η παλιά διαπάλη ΚΚΕ – ΚΚΕ Εσωτερικού και οι εκκαθαρίσεις – Τα μίση και τα πάθη του παρελθόντος ανέσυρε στην επιφάνεια η άρνηση της κυβέρνησης να λάβει μέρος στο συνέδριο που διοργάνωσε η εσθονική προεδρία», Το Βήμα, 27 Αυγούστου 2017.
[74] Νικόλας Σεβαστάκης, «Απωθημένα δεινά και αριστερός κομφορμισμός», Το Βήμα, 27 Αυγούστου 2017.
[75] Πέτρος Παπασαραντόπουλος, «Ντροπή και αθλιότητα», Μεταρρύθμιση 19 Αυγούστου 2017,
Δημοσιεύεται και στο booksjournal.gr