Ευρωπαϊκές παθογένειες

Χρίστος Αλεξόπουλος 24 Ιουλ 2016

Το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία και η απόφαση του βρετανικού λαού για έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση θέτει στις πολιτικές ηγεσίες και τις κοινωνίες των 27 κρατών-μελών, που συνεχίζουν το κοινό ταξίδι στην ιστορική τους πορεία προς το μέλλον, μπροστά στις ευθύνες τους, να απαλλαγούν από τις ευρωπαϊκές παθογένειες.

Ειδάλλως η κοινή πορεία θα οδηγήσει σε αδιέξοδα, τα οποία θα δρομολογήσουν την αποσύνθεση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, πολύ πριν φτάσει στον στόχο της ολοκλήρωσης του.

Το θέμα είναι, εάν το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα είναι σε θέση να ενεργοποιηθεί για τις αναγκαίες υπερβάσεις, οι οποίες θα θέσουν στο περιθώριο κατεστημένες ισορροπίες σε σχέση με την επιβολή «εθνικού χαρακτήρα» συμφερόντων στη λήψη αποφάσεων, τα οποία όμως έχουν χρηματοπιστωτικές προεκτάσεις.

Οι πρώτες αντιδράσεις των «ισχυρών» της Ε.Ε. και κυρίως της Γερμανίας δεν δείχνουν κάτι τέτοιο. Αναπαράγουν μια μη δημοκρατική λογική και παραπέμπουν σε πρακτικές άσκησης επικυρίαρχου ρόλου στην διαμόρφωση ευρωπαϊκών πολιτικών και στην λήψη αποφάσεων. Αρκεί να αναφερθούν ο γαλλογερμανικός άξονας και οι συναντήσεις επιλεγμένων κρατών-μελών με στόχο την προετοιμασία της συνόδου κορυφής των 27 μετά το δημοψήφισμα στη Μεγάλη Βρετανία.

 

Ίσως ήλθε η ώρα για την ανάπτυξη συστηματικού δημόσιου διάλογου με θέμα τις ευρωπαϊκές παθογένειες, με στόχο την συνειδητοποίηση τους από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και την πραγματοποίηση των αναγκαίων υπερβάσεων.

Για την επίτευξη του βέβαια είναι βασική προϋπόθεση η αυτοκριτική προσέγγιση του παρελθόντος σε σχέση με τις πολιτικές πρακτικές, τις οποίες ακολούθησε το πολιτικό σύστημα στο σύνολο του. Και αυτό δεν φαίνεται εύκολο.

Αρκεί να αναφερθούν δύο παραδείγματα, τα οποία έχουν γενικεύσιμο χαρακτήρα.

Ο παραιτηθείς μετά το δημοψήφισμα πρόεδρος του κόμματος UK Indipendence Party στη Μεγάλη Βρετανία Nigel Farage δεν δίστασε να καλλιεργήσει αδιέξοδες και χωρίς πραγματικό αντίκρισμα φαντασιώσεις στον βρετανικό λαό, ώστε να υπερψηφίσουν την έξοδο από την Ενωμένη Ευρώπη, ισχυριζόμενος, ότι θα απελευθερωθούν μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια στερλίνες, που θα διατεθούν για τον τομέα της υγείας, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο αποχωρήσει από την Ε.Ε.

Μετά την επίτευξη του στόχου δεν δίστασε να παραδεχθεί δημοσίως, ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ο λαϊκισμός και η χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως «αποδιοπομπαίου τράγου» σε πλήρη άνθιση. Δυστυχώς αυτή την πρακτική δεν ακολουθεί μόνο ο Nigel Farage, αλλά πολλοί ευρωπαίοι πολιτικοί.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τακτική των κομμάτων και των πολιτικών να αποπροσανατολίζουν τους πολίτες ως προς τον ρόλο των τεχνοκρατών στην διαμόρφωση και άσκηση πολιτικής. Τους χρεώνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των εφαρμοζόμενων πολιτικών, ως εάν δεν τους είχαν αναθέσει οι ίδιοι την επεξεργασία προγραμμάτων σε διάφορους τομείς, θέτοντας ταυτοχρόνως και τα πολιτικά όρια.

Στο πλαίσιο ενός απλουστευτικού προσανατολισμού στον τρόπο σκέψης των απλών πολιτών, όταν προσεγγίζουν την πραγματικότητα, ισχυρίζονται οι πολιτικοί, ότι δεν ευθύνονται για τις αρνητικές επιπτώσεις των εφαρμοζόμενων προγραμμάτων και θα τα ανατρέψουν με «πολιτικές αποφάσεις», πάντα στο μέτρο του δυνατού.

Με τον λαϊκισμό βέβαια δεν δίδεται λύση στο ευρωπαϊκών διαστάσεων πρόβλημα της φτωχοποίησης της μεσαίας κοινωνικής τάξης και κυρίως της τρίτης ηλικίας, η οποία στη Μεγάλη Βρετανία συνδυάζεται με την αδυναμία των βρετανικών κυβερνήσεων να ανανεώσουν την βιομηχανία και την έλλειψη επενδύσεων σε ικανοποιητικό βαθμό.

Ούτε και στην Ελλάδα αλλάζουν οι συνθήκες με ιδεοληπτικές προσεγγίσεις ή την έκφραση καλών προθέσεων χωρίς την πραγματοποίηση ριζικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα μετασχηματίσουν εκ βάθρων το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, αλλά θα στοχεύουν στην βελτίωση της ποιότητας ζωής των πολιτών και όχι στην χρησιμοποίηση τους για την άνοδο του δείκτη λειτουργικότητας των διαφόρων κοινωνικών συστημάτων και την οικονομική τους απόδοση.

Είναι εύκολο, ο πρωθυπουργός της Ελλάδας να διακηρύσσει μετά το Brexit, ότι «πρέπει να υπάρξει νέα συμφωνία στην Ευρώπη» και «υπάρχει δημοκρατικό και κοινωνικό έλλειμμα στην Ευρώπη». Το θέμα είναι να πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπέρβαση αυτών των φαινομένων τόσο σε πολιτικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Και αυτό προς το παρόν δεν είναι ορατό.

Απεναντίας είναι εμφανείς οι ευρωπαϊκές παθογένειες, οι οποίες αναπαράγονται μάλιστα με ευθύνη όλων.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αδυναμία λήψης αποφάσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση σε λειτουργικό χρόνο. Η ταχύτητα δεν συμπορεύεται με την δυναμική της εξέλιξης τόσο σε πλανητικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο λόγω ανισορροπιών ως προς την ανάπτυξη των κρατών-μελών.

Αντί να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την εξάλειψη αυτών των ανισορροπιών, επιταχύνονται οι διεργασίες για την δημιουργία μιας Ευρώπης πολλών ταχυτήτων. Με αυτή την λογική όμως θα αποκτήσει «σάρκα και οστά» η απειλή αποσύνθεσης της ευρωπαϊκής συνοχής. Ο ευρωσκεπτικισμός θα μεγαλώνει στις περιφερειακές χώρες και η Ευρώπη των 27 θα διατρέχει τον κίνδυνο μεγαλύτερης συρρίκνωσης.

Ήδη διαπιστώνονται διαφοροποιήσεις ως προς τους επιδιωκόμενους στόχους από το κάθε κράτος-μέλος.

Δεν είναι τυχαία η αδυναμία ενιαίας διαχείρισης προβλημάτων υπερεθνικής εμβέλειας, όπως είναι το προσφυγικό. Το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα δεν σχεδιάζει πολιτικές με βάση την δυναμική της εξέλιξης και το μέλλον.

Γι’ αυτό και το εύκολο ανάθεμα για την οικονομική κατάσταση σε αρκετές χώρες της Ευρώπης είναι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες, οι οποίοι «παίρνουν τις θέσεις εργασίας» από τους ευρωπαίους πολίτες, που μένουν άνεργοι. Οπότε νομιμοποιείται και ο ρατσισμός και η ξενοφοβία, ενώ καλλιεργείται από τους εθνικιστές λαϊκιστές, ότι η έξοδος από την Ε.Ε. θα φρενάρει τις ροές προσφύγων και μεταναστών.

Αποκρύπτεται από τους ευρωπαίους πολίτες, ότι οι μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών θα συνεχισθούν και μάλιστα με εντατικότερους ρυθμούς σε βάθος χρόνου λόγω των ανισορροπιών ως προς την οικονομική ανάπτυξη σε πλανητικό επίπεδο και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.

Ακόμη χειρότερη είναι η αποδοχή από το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα της μετανάστευσης νέων ευρωπαίων, υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου μάλιστα, ως μοχλού αποσυμπίεσης εκρηκτικών εσωτερικών καταστάσεων λόγω των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης και αποφυγής φυγόκεντρων τάσεων βραχυπρόθεσμα.

Αυτή η λογική ενισχύει τις ισχυρές οικονομικά χώρες υποδοχής των συγκεκριμένων, νέων ηλικιακά, μεταναστών τόσο στον παραγωγικό τομέα όσο και σε σχέση με την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού τους συστήματος. Ταυτοχρόνως διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος, που αντιμετωπίζει ο ευρωπαϊκός χώρος στο σύνολο του.

Οι χώρες προέλευσης όμως, οι οποίες υφίστανται τις πολύ αρνητικές και σε μεγάλο βαθμό βίαιες επιπτώσεις της κρίσης, στερούνται πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο.

Το αποτέλεσμα είναι η επιβράδυνση της προοπτικής εξόδου από την κρίση και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την εμφάνιση κοινωνικών εντάσεων. Ο λαϊκισμός καραδοκεί σε «κάθε γωνία» της πολιτικής πραγματικότητας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Είναι δε εξόχως αντιφατικό, να προσδοκά το πολιτικό σύστημα, ότι οι πολίτες θα κατανοήσουν την αναγκαιότητα συμπόρευσης των κοινωνιών της Ευρώπης και διαπολιτισμικής όσμωσης, όταν λεκτικά  επισημαίνεται από τις πολιτικές ηγεσίες το δημοκρατικό έλλειμμα. Βέβαια αυτή η επισήμανση εξαντλείται στο θεσμικό επίπεδο.

Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αναγνώριση της ανάγκης εκχώρησης περισσότερων αρμοδιοτήτων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Μόνο που αυτό είναι η μια πλευρά του νομίσματος, η οποία κινδυνεύει να αποκτήσει διαδικαστικό χαρακτήρα για τον ευρωπαίο πολίτη, εάν δεν συνοδεύεται και από την ουσιαστική διάσταση της Δημοκρατίας, που έχει σχέση με τις προϋποθέσεις, οι οποίες πρέπει να πληρούνται, ώστε ο απλός πολίτης να γνωρίζει τις επιπτώσεις των επιλογών του.

Συγκεκριμένα η Ευρώπη πρέπει να αποκτήσει πολυδιάστατο περιεχόμενο (πολιτικό, οικονομικό, πολιτισμικό κ.λ.π.) για τους Ευρωπαίους, το οποίο θα γίνεται αντικείμενο διαλόγου και θα αναδεικνύεται η ανάγκη συμπόρευσης όλων των κοινωνιών σε μια παγκοσμιοποιημένη και σύνθετη πραγματικότητα.

Η Ευρώπη πρέπει να αρχίσει να συνειδητοποιείται από τον πληθυσμό της ως μια ολότητα, στο πλαίσιο της οποίας διασφαλίζονται όλες οι κοινωνίες, διότι δομικά στοιχεία στην οικοδόμηση της κοινής πορείας είναι η αλληλεγγύη και η συμπληρωματική λειτουργία.

Με αυτό τον τρόπο οι πολίτες θα αρχίσουν να συνειδητοποιούν, ότι η Ευρώπη τους αφορά και αποτελεί βασική προϋπόθεση για την βιωσιμότητα των κοινωνιών.

Μπορεί η ευρωπαϊκή πολιτική να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση;

Δεν είναι εύκολο λόγω του παρελθόντος. Ακόμη επιδρούν το ιστορικό παρελθόν της γηραιάς ηπείρου, ο εθνικισμός και ο περιορισμός της δημοκρατικής λειτουργίας σε εθνικό επίπεδο, στο πλαίσιο του οποίου εξαντλούνται η ισχύς των κυβερνήσεων και η νομιμοποίηση τους πολιτικά και κοινωνικά.

Όμως είναι ανάγκη ζωτικής σημασίας για την προοπτική του ευρωπαϊκού εγχειρήματος. Αρκεί η ανθρώπινη οντότητα να αποτελέσει σημείο αναφοράς της πολιτικής λειτουργίας και όχι το χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Όταν το 35,7% του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού και ο δείκτης παιδικής φτώχειας είναι 26,6% με ανοδικές τάσεις, η ευρωπαϊκή προοπτική για τον Έλληνα πολίτη φαντάζει ιδεοληψία κακής ποιότητας. Το ίδιο ισχύει για κάθε ευρωπαϊκή κοινωνία.

Και αυτό πρέπει «πάση θυσία» να αποφευχθεί.