Μετά από μακρά διαπραγμάτευση, οι εκπρόσωποι του Ευρωκοινοβουλίου και η γερμανική προεδρία του Συμβουλίου κατέληξαν στις 5 Νοεμβρίου σε μια πρώτη συμφωνία, σύμφωνα με την οποία θα μπορεί η ΕΕ να περικόπτει κονδύλια σε κράτη μέλη που αθετούν τις υποχρεώσεις τους για σεβασμό του κράτους δικαίου. «Ιστορική» χαρακτήρισε τη συμφωνία ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος Manfred Weber και πανηγυρικά την υποδέχθηκε ο ευρωπαϊκός τύπος. Απομένει βεβαίως η επίσημη έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι εκπρόσωποί τους.
Όμως, η Ουγγαρία και η Πολωνία, δηλαδή οι δύο χώρες που είναι υποψήφιες να υποστούν πρώτες την «τιμωρία» αυτή, δεν σκοπεύουν να δεχθούν αμαχητί αυτή τη συμφωνία, την οποία χαρακτηρίζουν ως εκβιασμό και ως ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο εσωτερικό τους και δη σε περίοδο έξαρσης της πανδημίας. Απειλούν δε οι χώρες αυτές να μη συναινέσουν στην έγκριση του πολυετούς προϋπολογισμού της ΕΕ και, συνακόλουθα, των κανονισμών του Ταμείου Ανάκαμψης και του συνολικού πακέτου χρηματοδοτήσεων που αποφασίστηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον περασμένο Ιούλιο, εφ΄όσον η τελική συμφωνία για περικοπή πόρων πάρει μορφή μη αποδεκτή από τις ίδιες.
Οι δύο χώρες δεν μπορούν μεν να αποτρέψουν την απόφαση για περικοπή πόρων - που δεν απαιτεί ομοφωνία αλλά τη λεγόμενη ειδική πλειοψηφία – μπορούν όμως να «μπλοκάρουν» τη λήψη απόφασης για το πακέτο των 1,8 τρισ. Ευρώ, η οποία απαιτεί ομοφωνία. Είναι δε ευνόητο ότι η τυχόν πραγματοποίηση αυτής της απειλής θα έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες στην επιτυχία της μεγάλης προσπάθειας ανάκαμψης στην οποία αποδύεται η Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και σε αυτή καθ? εαυτή τη συνοχή της. Και ο σεβασμός των αρχών του κράτους δικαίου, από συστατικό και θεμελιακό στοιχείο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα κινδυνεύει να μετατραπεί από τις δύο αυτές χώρες σε αιτία αποσταθεροποίησής της.
Το κράτος δικαίου κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και είναι μία από τις θεμελιώδεις αξίες της Ένωσης, η προστασία των οποίων αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου άρθρου της Συνθήκης της Λισαβώνας και συγκεκριμένα του άρθρου 7. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, το Συμβούλιο μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αξιών του άρθρου 2 και να αποφασίσει την αναστολή ορισμένων δικαιωμάτων του κράτους αυτού, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ψήφου στο Συμβούλιο. Όμως, οι συσχετισμοί δυνάμεων κατά την εποχή της υιοθέτησης της Συνθήκης της Λισαβώνας και οι αντιδράσεις των χωρών που ήταν εν δυνάμει υποψήφιες να υποστούν τέτοιες συνέπειες οδήγησαν σε θέσπιση διαδικασιών και απαιτούμενων πλειοψηφιών που, πρακτικά, είναι απαγορευτικές για τη λήψη τέτοιων αποφάσεων
Η αδυναμία αυτή οδήγησε την Επιτροπή να προσφύγει σε άλλες λύσεις και συγκεκριμένα στην πρόταση μείωσης ή πλήρους αναστολής των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων σε τέτοιες περιπτώσεις, πρόταση που έγινε κατ? αρχάς αποδεκτή με την συμφωνία της 5ης Νοεμβρίου. Δεδομένου δε ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρηματοδοτήσεων αυτών στα κράτη μέλη καταλαμβάνεται από τις χρηματοδοτήσεις των διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων, γίνεται σαφές ότι η πρόταση αφορά κατά κύριο λόγο τους πόρους της συνοχής, στην οποία ανατίθεται έτσι και ένας ρόλος φρουρού του κράτους δικαίου.
Η πρόταση όμως αυτή εμπεριέχει την αντίληψη ότι η πολιτική της συνοχής είναι ένα «δώρο» των χρηματοδοτριών ισχυρών χωρών της ΕΕ προς τις λιγότερο ανεπτυγμένες, που μπορεί ενίοτε να ζητείται να επιστραφεί. Δεν είναι όμως έτσι.
Οι πόροι της συνοχής έχουν σύμφωνα με τη Συνθήκη συγκεκριμένη στόχευση που είναι η μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ και η αντιμετώπιση της αναπτυξιακής υστέρησης των πλέον μειονεκτικών μεταξύ αυτών. Σε δεκάδες εκθέσεων και αποφάσεων της ΕΕ υπογραμμίζεται ότι η Ενιαία Αγορά (όπως και η οικονομική και νομισματική ένωση) δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά όσο υπάρχουν οι ανισότητες αυτές. Επομένως, η προτεινόμενη περικοπή πόρων της συνοχής , δηλαδή η διακοπή της μείωσης των ανισοτήτων, δεν θα πλήττει μόνο τη χώρα ή τις χώρες που θα αφορά αλλά το σύνολο της Ένωσης. Θα έχει δηλαδή χαρακτηριστικά ενός μερικού αυτοτραυματισμού της ΕΕ.
Ενώ λοιπόν είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι η περιφρούρηση των αρχών του κράτους δικαίου δεν αποτελεί απλά δικαίωμα αλλά μείζονα υποχρέωση των κρατών μελών της ΕΕ, είναι από συζητήσιμη έως απορριπτέα η χρήση των πόρων συνοχής ως εργαλείου σωφρονισμού των μη συμμορφούμενων με τις αρχές αυτές. Θα πρέπει να αναζητηθούν άλλα μέσα, είτε στο πλαίσιο του προαναφερθέντος άρθρου 7 της Συνθήκης είτε και εκτός αυτού. Αν δε οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό διαδικασίες εξακολουθήσουν να μην επιτρέπουν τη λήψη αποφάσεων, ας τροποποιηθεί το άρθρο αυτό στην πρώτη αναθεώρηση της Συνθήκης, που όπως φαίνεται δεν θα αργήσει. Και όσοι τότε δεν συμφωνούν με την τροποποίηση του άρθρου και εξακολουθούν να μη σέβονται τις θεμελιώδεις ευρωπαϊκές αξίες, ίσως χρειασθεί να κατέβουν από το τραίνο (στο οποίο, απ΄ότι εκ των υστέρων προκύπτει, ίσως να ανέβηκαν βιαστικά, χωρίς την απαιτούμενη θεσμική προετοιμασία).
Όμως, οι χώρες που επωφελούνται από τους πόρους συνοχής και δεν έχουν καμία πρόθεση αμφισβήτησης των θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, έχουν και ένα επί πλέον λόγο να αντιμετωπίζουν κριτικά τη συμφωνία της 5ης Νοεμβρίου. Ποιος εγγυάται ότι στο μέλλον δεν θα επισείεται το φόβητρο της περιστολής πόρων συνοχής και σε άλλες περιπτώσεις, στις οποίες μπορεί να διακυβεύονται για κάποιες χώρες ζωτικά για αυτές ζητήματα, ίσως και θέματα εθνικής κυριαρχίας, στα οποία δεν θα υπάρχει περιθώριο υποχώρησης; Θα πρέπει λοιπόν, στην περίπτωση που προκριθεί τελικώς η χρήση των πόρων συνοχής και για «σωφρονιστικούς» σκοπούς, να διασφαλισθεί ότι αυτό θα γίνεται αποκλειστικά για λόγους παραβίασης θεμελιωδών αρχών της Ένωσης και σε καμία περίπτωση για λόγους ελλιπούς συμμόρφωσης προς συγκεκριμένες πολιτικές.