Ας συνεχίσουμε σήμερα τα Ευρωοικονομικά ΟΝΕ-2 (Οικονομικά Νέας Εποχής), με ένα δεύτερο σημείο σύγχυσης που εκτείνεται και στη σφαίρα της Πολιτικής. Θέμα μας το νόμισμα και η σχέση του με την ευημερία της Κοινωνίας. Στην Ελλάδα σήμερα κοντεύουμε να παραφρονήσουμε. Οι μισοί θέλουν να μας πείσουν ότι πρέπει να «μείνουμε στο Ευρώ» και οι άλλοι μισοί ότι είναι καλύτερα να «γυρίσουμε στη Δραχμή». Εκτός από το ότι το θέμα λανθασμένα τίθεται ως ζήτημα δικής μας επιλογής, η παράνοια επιτείνεται καθώς οι δύο πόλοι αποκτούν διακριτά πολιτικά χαρακτηριστικά. Με το Ευρώ είναι οι «δεξιοί – διεθνιστές» και με τη Δραχμή οι «αριστεροί –πατριώτες». Χάος, το οποίο γίνεται χειρότερο αν σκεφθούμε ότι με τη δραχμή συντάσσονται τα λαμόγια, οι φοροφυγάδες και η μαύρη οικονομία, ενώ το Ευρώ είναι και επιλογή των παραδοσιακών «νοικοκυραίων» και όσων παράγουν!
Στα πολύ παλιά χρόνια, ο πλούτος μετριόταν με την ποσότητα πολύτιμων μετάλλων, από τα οποία συνήθως φτιάχνονταν και τα νομίσματα. Πλούσια ήταν η χώρα που διέθετε χρυσό και ασήμι, συνήθως μέσα από το εμπόριο και τις κατακτήσεις. Μετά, για λόγους πρακτικούς, παρουσιάστηκε το «συμβατικό χρήμα» (fiat money), αρχικά στην Κίνα του 11ου αιώνα. Το νόμισμα αποκτά αξία μέσα από τη δέσμευση της δημόσιας αρχής, που αναγνωρίζει την ύπαρξή του. Για πολλά χρόνια, το χρήμα είχε αντιστοίχηση με το χρυσό (μετατρεψιμότητα). Αυτό τελείωσε το 1971, πρώτα για το δολάριο. Σήμερα, ο πλούτος μίας χώρας μετριέται με την ποσότητα των αποθετικών νομισμάτων (ευρώ, δολάριο, γιεν) που διαθέτει, αλλά κυρίως από την προσφορά και τη ζήτηση για το δικό της νόμισμα, Γιουάν, Στερλίνα, Φράγκο, Πέσο, Ρουπία κοκ. Ο δε πλούτος της χώρας σχετίζεται με το κόστος με το οποίο μπορεί να δανεισθεί όταν χρειάζεται. Οι πλούσιες χώρες δανείζονται φτηνά και έτσι, πλουτίζουν ακόμη περισσότερο. Το δίπτυχο της επιτυχίας είναι ακριβό (σκληρό) νόμισμα και χαμηλά επιτόκια δανεισμού, δηλαδή υψηλές τιμές στα κρατικά ομόλογα με τα οποία δανείζεται μία χώρα.
Προφανώς, ζήτηση για το νόμισμα μίας χώρας υπάρχει μόνο όταν υπάρχει ζήτηση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρει στην παγκόσμια αγορά. Το αλβανικό Λεκ δεν έχει μεγάλη αξία σήμερα, επειδή κανείς δεν κάνει ουρά να αγοράσει αλβανικά προϊόντα, εκτός από τους ίδιους τους Αλβανούς. Αν, όμως οι αλβανικές ακτές γίνουν προσβάσιμες σε υποδομές και προσιτές ως προς την τιμή στους Ευρωπαίους κατόχους Ευρώ, η ζήτηση για Λεκ θα αυξηθεί. Τότε θα αυξηθεί η τιμή του νομίσματος και θα μειωθεί το κόστος δανεισμού. Συνεπώς, η αξία του νομίσματος εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο μία χώρα διαθέτει αγαθά και υπηρεσίες με ζήτηση στην τιμή στην οποία προσφέρονται. Αυτό είναι η παραγωγικότητα της οικονομίας. Αν, τώρα, οι Αλβανοί ταξιτζήδες αρχίσουν να ταλαιπωρούν τους τουρίστες και οι ξενοδόχοι διπλασιάσουν τις τιμές τους, θα συμβεί το αντίθετο, δηλαδή θα πέσει η αξία του νομίσματος. Η «άμυνα» της Αλβανίας θα ήταν η υποτίμηση. Αυτό δεν θα επηρέαζε την εσωτερική οικονομία (μισθοί, τιμές) άμεσα, αλλά θα έβλαπτε τη νομισματική ισορροπία, δηλαδή θα ανέβαινε το κόστος δανεισμού σε Λεκ.
Αυτά για χώρες με δικό τους νόμισμα. Υπάρχουν όμως και χώρες που ανήκουν σε μία νομισματική ένωση, με το ίδιο νόμισμα, αλλά διαφορετικές εθνικές οικονομικές πολιτικές. Έτσι, όταν οι Έλληνες ταξιτζήδες και οι ξενοδόχοι άρχισαν να κάνουν τα δικά τους, πέφτει η ζήτηση, αλλά η αξία του κοινού νομίσματος παραμένει. Η μείωση του εισοδήματος από τη μείωση της ζήτησης φέρνει ύφεση, χωρίς όμως τη δυνατότητα άμεσης αντιστάθμισης σε εθνικό επίπεδο. Αν η Ελλάδα ήταν Γερμανία, θα έπεφτε η αξία του κοινού νομίσματος, άμεσα. Σήμερα, αυτό συμβαίνει πολύ πιο αργά, αλλά συμβαίνει, όπως και η αύξηση των επιτοκίων. Μία χώρα, έστω και μικρή, μπορεί να βλάψει ολόκληρη την Ένωση αν δεν κατορθώσει να φέρει τη ζήτηση για τα προϊόντα της πίσω στο επίπεδο και των άλλων χωρών. Το κοινό νόμισμα, πολύ απλά σημαίνει κοινές επιδόσεις, παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες. Αυτό σημαίνει και παρόμοιες πολιτικές σε ό,τι διαμορφώνει τις τιμές και τις αμοιβές, δηλαδή την παραγωγικότητα. Δυστυχώς, η ΕΕ αυτό δεν το έχει προβλέψει. Έτσι, η μόνη της άμυνα απέναντι στην «άσωτη» κόρη, είναι, ή να τη διώξει, ή να την κάνει να αλλάξει συμπεριφορά.
Έτσι ερχόμαστε στο σημερινό μας πολιτικό δίλημμα. Μέσα με Ευρώ, ή έξω με Δραχμή. Αν όμως η Ελλάδα γυρίσει στη Δραχμή, η δυνατότητά μας να εισάγουμε θα περιορισθεί αυτομάτως και άμεσα σε όσα εξάγουμε. Ζήτηση για τα προϊόντα μας, όμως, θα υπάρξει μόνο στο βαθμό που τα προϊόντα μας ελκύουν αγοραστές από το εξωτερικό. Το 1950 και το 1960, όταν εξάγαμε καπνά και σταφίδα, η οικονομία μας είχε τη μορφή που κάποιοι θυμούνται με τρόμο. Σήμερα, δεν παράγουμε ούτε αυτά.