Η είδηση για την απόφαση των συγκυβερνώντων πολιτικών αρχηγών να γίνουν οι ευρωεκλογές με σταυροδοσία (9/2/2014) ξύπνησε τον «εφιάλτη της τηλεόρασης». Οχι ότι είχε απομακρυνθεί από τις κάλπες οποιασδήποτε εκλογικής αναμέτρησης. Η αναγνωρισιμότητα των υποψηφίων, ταυτισμένη επί μακρόν με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, αποτελούσε σε κάθε συγκρότηση ψηφοδελτίων το κυρίαρχο προσόν και σε πολλές περιπτώσεις αναδείχθηκε σε βασικό προτέρημα για πολλές υπουργικές καριέρες.
Μην ξεχνάμε όμως ότι εκείνον τον πρώτο καιρό της αποθέωσης των τηλεοπτικών νουβοτέ (η εγχώρια τηλεοπτική καθυστέρηση τις έφερε στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν στον υπόλοιπο κόσμο είχε αρχίσει έντονη συζήτηση κατά πόσον πρόκειται για «νουβοτέ» ή για τηλεοπτικό λούστρο του συντηρητισμού), είχε θεωρηθεί ως εξόχως δημοκρατική διαδικασία, η οποία ανανεώνει το παλιό δεινοσαυρικό πολιτικό προσωπικό και πλήττει το πελατειακό σύστημα. Πρόσωπα φωτογενή επειδή «τα ’λεγαν», και εξ αυτού θεωρούνταν και ικανά να «πράττουν», άρχισαν να καθιερώνονται παντού στις τηλεοπτικές δημοκρατίες, με τις διασημότητες ή τους πολιτικούς τούς διαθέτοντες μιντιακά χαρακτηριστικά (φωτογένεια, λέγειν, άνεση στον φακό κ.λπ.) να κερδίζουν τις εκλογικές αναμετρήσεις έχοντας κερδίσει προηγουμένως την τηλεθέαση.
Με την κατάρρευση του κόσμου των βεβαιοτήτων θεωρήσαμε ότι κατέρρευσε και το λαϊφστάιλ του είδους. Δυστυχώς είδαμε να αναδεικνύεται ένα νέου τύπου, βασισμένο στην καταγγελία του παλιού, αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά αναδίπλωση του συντηρητισμού. Οι νέες διασημότητες ήταν αυτές που επίσης «τα ’λεγαν» και μάλιστα «χοντρά» στους φθαρμένους του παλαιού συστήματος, πλην όμως, αναδείχθηκαν από ίδιες μιντιακές διαδρομές. Μπέρδεμα. Μεγάλο. Το λαϊφστάιλ απέθανε, ζήτω το λαϊφστάιλ.
Τι κάνουμε; Μήπως οι περιβόητες «λίστες» δεν αποτελούσαν μια σύνθεση από φίλα προσκείμενους στις ηγεσίες των κομμάτων; Οι επιλογές μάλιστα, κατά κανόνα, βασίζονταν σε φωτογενή χαρακτηριστικά των υποψηφίων, όπως το νεαρόν της ηλικίας πολλών εξ αυτών και τίποτε περισσότερο. Τα υπόλοιπα τα βρήκε η Ιστορία που γράφτηκε και γράφεται, και σε πολλές περιπτώσεις αν όχι με μελανά, πάντως με γκρίζα γράμματα.
Το πρόβλημα με την επανάκαμψη της σταυροδοσίας βρίσκεται περισσότερο στο αιφνίδιο της απόφασης, τρεις μόλις μήνες πριν από τις εκλογές, και ενώ η συζήτηση για το «ποια Ευρώπη θέλουμε» όχι μόνο δεν έχει ανοίξει, αλλά βρίσκεται παγιδευμένη στις φαντασιώσεις, τις οποίες ήγειρε η αντιμνημονιακή ρητορεία με αντιευρωπαϊκές κορώνες και επίκεντρο το παραμύθι του «αναδελφισμού» ενός ξεχωριστού έθνους – με όλες τις ακροδεξιές παραμέτρους. Συζήτηση εντέλει παγιδευμένη στο ιδιόμορφο μιντιακό τοπίο του τόπου, κατακερματισμένο σε ένα καναλικό μοντέλο, το οποίο αποτέλεσε παντού στον κόσμο όπου λειτούργησε, από τη δεκαετία του ’70 και εντεύθεν, τη στρέβλωση της «ελεύθερης διακίνησης ιδεών» και της «ελεύθερης πληροφόρησης». Γιατί κατέληξε σε ένα σύστημα από μιντιακούς θυλάκους επιλεγμένης εντέλει πληροφόρησης και στενών ενδιαφερόντων, με δέλεαρ τηλεθέασης τον ψυχο-εκτονωτικό λαϊκισμό. Το αντίβαρο αυτού βέβαια υπήρξε στις εξελιγμένες κοινωνίες η δημόσια τηλεόραση ή και κρατικά επιχορηγούμενη (ΗΠΑ), η μόνη με χρέος να διαμορφώσει την έννοια του κοινότητας, του κοινού οφέλους, της κοινής κουλτούρας, γλώσσας κ.λπ. κ.λπ.
Με δεδομένο ότι ουδέποτε αποκτήσαμε τη σχετική έστω ισορροπία ενός τέτοιου μιντιακού τοπίου, ενώ η ιντερνετική επέλαση επιτείνει τις στρεβλώσεις, όπως παντού άλλωστε, η απαλλαγή μέσα σε ελάχιστους μήνες από νοοτροπίες και προκαταλήψεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν κατά τις δεκαετίες της καναλικής έκρηξης, μοιάζει αδύνατη. Και είναι επόμενο να προκαλούν ανησυχία για αλλοίωση της «πολύ δημοκρατικής», σύμφωνα με απόλυτους όρους, σταυροδοσίας. Πολύ περισσότερο όταν το ίδιο το εγχείρημα της καινούργιας δημόσιας τηλεόρασης, η οποία θα πρέπει ήδη προεκλογικά να εκπέμψει, όχι μόνο δεν προλαβαίνει να αναδιαμορφώσει το τοπίο του λαϊκισμού και να παρασύρει σε συζητήσεις περί Ευρώπης και όχι περί προσώπων, αλλά αποτελεί ήδη αντικείμενο πλείστων επικρίσεων ότι την ακολουθούν ελαττώματα της ΕΡΤ όσον αφορά την επιλογή προσωπικού. Με άλλα λόγια, βρισκόμαστε ακόμη δέσμιοι των νοοτροπιών που αναπαράγουν τον συντηρητισμό και το κλειστοφοβικό κλίμα της καχυποψίας, το πλέον κατάλληλο για να κυριαρχήσουν φανατισμοί, κομματικοί μηχανισμοί και μιντιακές προσωπικότητες.
Ωστόσο όλο αυτό αποτελεί και ενός είδους πρόκληση-δοκιμή για τη μεγάλη, μεσαία τάξη των ψηφοφόρων, η οποία αποτελεί τον κορμό του εκλογικού σώματος -εξίσου όπως και της τηλεθέασης-, να επιδείξει την ωριμότητα της συνείδησης ότι πληρώνει, μόνο αυτή, τον λογαριασμό των επιλογών της, ακριβώς όπως και την κακή ποιότητα της τηλεόρασής της. Και ίσως έτσι ο «σταυρός» στις ευρωεκλογές εξελιχθεί σε ένα είδος πρόβας τζενεράλε για ένα μελλοντικό τοπίο συνεργασιών, όπου δεν μπορεί να έχει θέση ο ναρκισσισμός των μιντιαντάρλινγκ πολιτικών.