Καθώς πλησιάζουν οι ευρωεκλογές, οι τοποθετήσεις των κομμάτων στις χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος είναι όσο ποτέ άλλοτε ριζοσπαστικές.
Η παλιά διαχωριστική γραμμή μεταξύ φιλοευρωπαϊκών και ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, η οποία είχε αρχίσει να υποχωρεί καθώς προχωρούσε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 2000, άρχισε να αναβιώνει δυναμικά με την υπόθεση της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης και τα απορριπτικά δημοψηφίσματα στη Γαλλία και την Ολλανδία. Παρά τη διάσωση των βασικών στοιχείων της Συνταγματικής Συνθήκης μέσω της Συνθήκης της Λισαβόνας, οι δαίμονες του εθνικισμού είχαν ζωντανέψει σε πολλές χώρες-μέλη.
Η οικονομική κρίση ήρθε να ενδυναμώσει τη ριζική αμφισβήτηση της ίδιας της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Σήμερα, υπάρχουν κόμματα που ανοιχτά πλέον προτείνουν την επιστροφή στο εθνικό κράτος, δηλ. προτείνουν τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Πέρα από την πρόταση του Βρετανού πρωθυπουργού για δημοψήφισμα, που θα κρίνει την παραμονή ή την αποχώρηση της Βρετανίας σε μερικά χρόνια, η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ιδέας έχει πάρει διαστάσεις όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Η οικονομική κρίση, που πλήττει πολύ περισσότερο βέβαια τις χώρες-μέλη του ευρωπαϊκού Νότου, τροφοδοτεί τις αντιευρωπαϊκές αντιλήψεις τόσο στον ευρωπαϊκό Βορρά όσο και στον ευρωπαϊκό Νότο.
Οι πολίτες στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που βρίσκονται σε απόγνωση, λόγω της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής της λιτότητας και αντιμετωπίζουν τη φτώχεια και την ανεργία, δεν μπορούν παρά να θεωρούν ως υπεύθυνη για την κατάστασή τους την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, χωρίς να αντιλαμβάνονται, ότι, χωρίς αυτήν, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα.
Ειδικότερα, οι πολίτες των χωρών-μελών, που βρίσκονται στη ζώνη του ευρώ θεωρούν ότι η αιτία του κακού είναι μόνο το ευρωπαϊκό νόμισμα και όχι και τα σφάλματα της πολιτικής που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις τους. Η «μίζερη» αλληλεγγύη, που δείχνουν οι βόρειες πλουσιότερες ευρωπαϊκές χώρες προς τον ευρωπαϊκό Νότο, θεωρείται συχνά από τους πολίτες των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου ως η μοναδική υπεύθυνη της οικονομικής κρίσης, της φτώχειας και της ανεργίας, χωρίς να υποψιάζονται ότι μερίδιο ευθύνης έχουν και οι κυβερνήσεις τους, που όχι μόνο τους οδήγησαν σ? αυτή την κατάσταση, αλλά αδυνατούν να τους βγάλουν από την οικονομική κρίση.
Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες των χωρών-μελών του ευρωπαϊκού Βορρά παρ? ότι αντιμετωπίζουν πολύ λιγότερες δυσκολίες σε σχέση με αυτές που αντιμετωπίζουν οι πολίτες των χωρών-μελών του ευρωπαϊκού Νότου, θεωρούν ότι για αυτές τις δυσκολίες υπεύθυνη είναι η «οικονομική ενίσχυση» που παρέχουν οι κυβερνήσεις τους στον ευρωπαϊκό Νότο. Καθώς κυριαρχούν στερεότυπα για τον τρόπο ζωής και εργασίας των πολιτών στις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, (τεμπέληδες, σπάταλοι, ανίκανοι κ.ά.), είναι εύκολο να θεωρηθεί ότι αυτοί ευθύνονται για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι πολίτες των βορειοευρωπαϊκών χωρών. Η επίγνωση της πραγματικότητας δεν μπορεί να ανατρέψει τις διαδεδομένες αντιλήψεις, που συχνά καλλιεργούνται από τα κόμματα και τα ΜΜΕ του δεξιού ή του αριστερού λαϊκισμού. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς δεν φαίνεται να κυριαρχεί, πλέον, σχετικά με το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Παρόμοιες αντιευρωπαϊκές θέσεις για επιστροφή στα εθνικά κράτη ή επιστροφή στα εθνικά νομίσματα υποστηρίζουν και στα δεξιά και στα αριστερά του πολιτικού φάσματος τόσο στον ευρωπαϊκό Νότο όσο και στον ευρωπαϊκό Βορρά.
Αν τα κόμματα αυτά αποκτήσουν πλειοψηφία, το οικοδόμημα της Ευρώπης θα καταρρεύσει. Ο μόνος τρόπος αντιμετώπισης των εθνικιστικών ιδεών είναι η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και η συνειδητοποίηση ότι από την αλληλεγγύη κερδίζουν όχι μόνο οι νότιες αλλά και οι βόρειες χώρες και όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά. Η ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μπορεί και πάλι να ζωντανέψει, αν οι πολίτες πειστούν ότι η επιστροφή στα εθνικά κράτη ή στα εθνικά νομίσματα θα συσσωρεύσει περισσότερα δεινά από αυτά που σήμερα υφίστανται και ότι υπεύθυνη για την οικονομική δυσπραγία δεν είναι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά η ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, η οποία μπορεί να ανατραπεί με την ψήφο των πολιτών της Ευρώπης στις επερχόμενες ευρωεκλογές.