Η τελευταία δεκαετία, στον απόηχο μιας πολυδιάστατης κρίσης, που ξεκίνησε ως οικονομική και αναζωπυρώθηκε ως προσφυγική, έχει επιφέρει πολλές αλλαγές στον κοινωνικοπολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Σήμερα η ΕΕ, εξήντα χρόνια μετά τη δημιουργία της (1958-2018), βιώνει μια μεγάλη εσωτερική σύγκρουση. Από τη μία πλευρά οι εθνολαϊκιστικές δυνάμεις που εκφράζουν μια εθνοκρατική αναδίπλωση, με ευρωσκεπτικιστική ρητορική και με ξενοφοβικό λόγο (στη δεξιά εκδοχή τους) κι από την άλλη οι αποδυναμωμένες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ο εθνολαϊκισμός (δεξιός και αριστερός), ως απότοκο και αντίρροπο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, μετά και την εκλογή του Τραμπ, έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ αποτελεί ήδη ένα απειλητικό γεγονός στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Την τελευταία δεκαετία, η παρουσία των εθνολαϊκιστικών κομμάτων διπλασιάστηκε στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, τα ποσοστά τους στις εθνικές εκλογές παρουσιάζουν ανοδική τάση, με τελευταίο επεισόδιο, την εκλογή μιας ακροδεξιάς-εθνολαϊκιστικής κυβέρνησης στην Ιταλία. Η οποία όμως είναι ήδη αντιμέτωπη ως κυβέρνηση, με τις συνέπειες από την ακύρωση των προεκλογικών της εξαγγελιών.
Η άνοδος κυρίως του ακροδεξιού εθνολαικισμού και η παράλληλη πτώση των κομμάτων που αποτέλεσαν τους πυλώνες της μεταπολεμικής Ευρώπης πιστοποιούν την κρίση των παραδοσιακών πολιτικών. Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά υπό την πίεση των οικονομικών ανισορροπιών της παγκοσμιοποίησης και του προσφυγικού, βλέπουν την ισχύ τους να μειώνεται και αναζητούν νέες πολιτικές ταυτότητες και συμμαχίες, με τάσεις επιστροφής στις ιδεολογικοπολιτικές ρίζες τους.
Γερμανία και Γαλλία αν και έχουν αναβαθμίσει την διμερή συνεργασία τους με τη πρόσφατη συνθήκη του Άαχεν, δεν έχουν κοινή στάση για το πλαίσιο και τη δυναμική της απαιτούμενης μεταρρύθμισης της ΕΕ. Έτσι οι-ως τώρα-μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. δεν είναι ανάλογες της κρίσης της.
Επιπλέον και οι δυο χώρες αντιμετωπίζουν πρωτοφανή εσωτερικά προβλήματα: η Γερμανία με την κρίση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού και η Γαλλία, καθώς το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων αναγκάζει τον Μακρόν σε ένα μακρύ διάλογο, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τη γαλλική κοινωνία.
Απέναντι στις δυνάμεις του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού, που ήδη αναζητούν κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές, η Ευρώπη αντιτάσσει τη δυναμική του Μακρόν ο οποίος έχει (αυτο)αναγορευθεί ως ο ντε φάκτο ηγέτης του στρατοπέδου των υπέρμαχων της ολοκλήρωσης της ΕΕ.
Η πρόσφατη συμφωνία του Μακρόν και του Φέρχοφσταντ ο οποίος προΐσταται της ευρωομάδας (Συμμαχία Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη ALDE), αλλά και του Ολλανδού πρωθυπουργού Μαρκ Ρούτε (μέλος του ALDE) για τη δημιουργία ενός φιλοευρωπαϊκού μετώπου, και κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές, φιλοδοξεί να αλλάξει τον πολιτικό χάρτη του ευρωκοινοβουλίου, δημιουργώντας “τη δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο”.
Στην άλλη πλευρά οι δυνάμεις του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού κινούνται επίσης προς τη δημιουργία μιας κοινής ομάδας στο ευρωκοινοβούλιο. Λεπέν και Σαλβίνι πρωτοστατούν στη δημιουργία του “Μετώπου Ελευθερίας”,” κατά της παγκοσμιοποίησης και υπέρ της επιστροφής στα κράτη μέλη της εξουσίας-που έχει εκχωρηθεί στις Βρυξέλες”. Άλλωστε ανήκουν στην ίδια ευρωομάδα. Μαζί τους συνασπίζονται το αυστριακό “Κόμμα Ελευθερίας” του Αντικαγκελάριου Στράχε, το γερμανικό ακροδεξιό AfD (που εκπροσωπείται πλέον σε παγγερμανικό επίπεδο), το ολλανδικό αντιμεταναστευτικό κόμμα του Βίλντερς και άλλοι….
Ενώ στο μέτωπο παίζεται και η συμμετοχή του Ούγγρου Πρωθυπουργού Όρμπαν, το κόμμα του οποίου (Fidesz) συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) με 12 ευρωβουλευτές. Όμως το αυταρχικό και αντιμεταναστευτικό καθεστώς που έχει επιβάλει ο Όρμπαν, προβληματίζει το ΕΛΚ, αν θα πρέπει να συνεχίζει να συμμετέχει ως μέλος του.
Πάντως (Σαλβίνι και Λεπέν) αλλάζουν τη στάση τους απέναντι στην ΕΕ. Από τη ρητορική της διάλυσης της ΕΕ, ζητούν-εκ των έσω αλλαγές-για να την μετατρέψουν σε μία “Ένωση των Ευρωπαϊκών Εθνών”. Επίσης εθνικοί έξοδοι από την Ευρωζώνη ή από την ΕΕ τύπου Brexit δεν προτάσσονται στην προεκλογική τους ατζέντα. Το χάος που προκαλεί το Brexit, μειώνει τον αριθμό των πολιτών που επιθυμούν έξοδο από την ΕΕ, υποχρεώνοντας σε αναθεώρηση τις όποιες αποσχιστικές τάσεις.
Οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP/ΕΛΚ) και η Ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D/Σ+Δ) αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της μεγάλης πτώσης των ποσοστών τους. Μέχρι τώρα κατείχαν την απόλυτη πλειοψηφία και μοιράζονταν τις θέσεις στα ευρωπαϊκά όργανα. Αυτός ήταν ο κανόνας. Ωστόσο, από μια πιθανή πτώση των δυνάμεων τους, μπορεί να απαιτηθεί η σύμπραξη με άλλες φιλοευρωπαϊκές ευρωομάδες, για τις απαιτούμενες πλειοψηφίες, οπότε θα προκύψουν-αναγκαστικά-νέοι συσχετισμοί στα ενωσιακά όργανα.
Ιδιαίτερα για την Ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν είναι καθόλου αισιόδοξα. Εκτός από την Ιβηρική όπου οι Σοσιαλιστές κρατούν δυνάμεις, παντού βρίσκονται σε πτώση. Στη Γερμανία το SPD έχει υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση ποσοστών του μεταπολεμικά, στη Γαλλία οι Σοσιαλιστές αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα. Στην Ιταλία το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα είναι αποδυναμωμένο, ενώ σε πτωτική πορεία είναι και τα σοσιαλδημοκρατικά σκανδιναβικά κόμματα. Είναι το λεγόμενο πρόβλημα Pasokification (εξ αιτίας της πρώτης και μεγάλης πτώσης του ΠΑΣΟΚ στην EE). Επιπλέον το Brexit, αν τελικά συμβεί, θα στερήσει από τους (S&D) την ισχυρή παρουσία των βρετανών Εργατικών (20 έδρες στις ευρωεκλογές του 2014).
Η τάση “αριστερού επαναπροσδιορισμού” της Σοσιαλδημοκρατίας, αποτέλεσμα της ευρείας κρίσης που διέρχεται, οδηγούν-αν και σε ένα πρώιμο στάδιο ακόμη-σε αναζήτηση νέων πολιτικών. Αλλά και νέων συμμαχιών καθώς ήδη διαφαίνονται οσμώσεις με την Αριστερά και την Οικολογία.
Στο χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς υπάρχουν επίσης εμφανείς μετασχηματισμοί. Η ευρωπαϊκή Αριστερά εκφράζεται στον Ευρωκοινοβούλιο μέσω της ευρωομάδας ”Ευρωπαϊκή Αριστερά/Αριστερά των Πρασίνων των Βόρειων Χωρών”. Στις ευρωεκλογές του 2014, το τμήμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, ήταν σε άνοδο και εξέφρασε πανευρωπαϊκά μια αριστερά που ήταν σε κρίση ταυτότητας και εκπροσώπησης.
ΣΥΡΙΖΑ, PODEMOS, το αριστερό μπλόκο στην Πορτογαλία, ακόμη και οι Βρετανοί Εργατικοί του Κόρμπιν, συνέθεσαν μια ανερχόμενη ευρωσκεπτικιστική δύναμη ενάντια “στις κυρίαρχες ελίτ και τις πολιτικές της λιτότητας”, με τον Τσίπρα υποψήφιο για την προεδρία της Κομισιόν το 2014.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η υποχώρηση της (ριζοσπαστικής) αριστεράς-σε πανευρωπαϊκό επίπεδο-είναι γεγονός. Ο ευρωσκεπτικιστικός λόγος της, έχει υποσταλεί. Τη σημαία πλέον του ευρωσκεπτικισμού σηκώνουν τα ακροδεξιά εθνολαϊκιστικά κόμματα, στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Η ριζοσπαστική Aριστερά (μετά και τη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς την Ευρώπη), περιορίζεται πλέον σε ένα ρόλο εντός του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και όχι απέναντι του. Με κύριο στόχο την αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου σε συστράτευση με τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις.
Τα οικολογικά κόμματα έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν δυναμικό παρόν, στην κεντρική Ευρώπη (όπου και κυρίως υπάρχουν), σε περιοχές και χώρες όπως η Βαυαρία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, ενώ είναι τεράστια η δημοσκοπική τους άνοδο σε παγγερμανικό επίπεδο. Στο νέο μετεκλογικό τοπίο, η παρουσία τους μπορεί να ενισχύσει καθοριστικά τις φιλοευρωπαϊκές συμμαχίες.
Στον δικό μας μικρόκοσμο, σε εξέλιξη βρίσκεται μια συζήτηση αναφορικά με τη σχέση των ευρωσοσιαλιστών με τον Σύριζα, ο οποίος μετέχει ως παρατηρητής στην ευρωσοσιαλιστική ομάδα από το 2016. Η αναζήτηση μιας νέας σχέσης των ευρωσοσιαλιστών με την ευρωπαϊκή Αριστερά, χρησιμοποιείται από τον Σύριζα, ως απόδειξη της σοσιαλδημοκρατικής στροφής του, όμως δεν είναι παρά μια ακόμη απόπειρα πολιτικού χαμαιλεοντισμού.
Εκατό ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, στη χώρα μας, απουσιάζει ένας δημόσιος διάλογος για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, όταν όλα συνομολογούν ότι αυτές οι ευρωεκλογές θα είναι οι κρισιμότερες όλων.
Κι όπως όλα δείχνουν, κάθε προσπάθεια θα επισκιαστεί από τον έντονο κομματικό ανταγωνισμό, μπροστά στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, ιδιαίτερα αν οι ευρωεκλογές συμπέσουν με τις βουλευτικές.