Η ώρα των αποφάσεων έφθασε για την Ευρώπη. Λιγότερες από 100 ημέρες απομένουν πλέον μέχρι τη διεξαγωγή των ευρωεκλογών του 2014. Περισσότεροι από 500 εκατομμύρια πολίτες σε σύνολο 28 κρατών μελών έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν ουσιαστικά με την ψήφο τους τη μελλοντική πολιτική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκλέγοντας τους 751 βουλευτές που θα τους εκπροσωπήσουν τα επόμενα 5 χρόνια στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: το μοναδικό άμεσα εκλεγόμενο θεσμικό όργανο της ΕΕ, ισότιμο με τα εθνικά κοινοβούλια για το σύνολο σχεδόν των νομοθετημάτων της ΕΕ και ενισχυμένο βάσει της Συνθήκης της Λισαβόνας του 2009 καθώς τα κράτη μέλη θα πρέπει, για πρώτη φορά, να λάβουν υπόψη τους τα αποτελέσματα των εκλογών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου κατά την επιλογή του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (συνιστά το εκτελεστικό όργανο της ΕΕ) που θα διαδεχθεί τον Jose Manuel Barroso. Οι έλληνες ψηφοφόροι θα προσέλθουν στις κάλπες την 25η Μαΐου για να εκλέξουν τους δικούς τους 21 βουλευτές.
Οι προσεχείς ευρωεκλογές, οι σημαντικότερες που έχουν διεξαχθεί μέχρι σήμερα, βρίσκουν την Ένωση υπό το καθεστώς της κρίσης του ευρώ η οποία δεν έχει ακόμη φθάσει στο τέλος της. Η παρατεταμένη ύφεση ή αδύναμη ανάπτυξη κυριεύει ολοένα και περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με εξέχουσες αυτές της ευρωζώνης. Σύμφωνα με την πρώτη έκθεση της ΕΕ κατά της διαφθοράς που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα τρία τέταρτα (76 %) των Ευρωπαίων πιστεύουν ότι η διαφθορά είναι εκτεταμένη και περισσότεροι από τους μισούς (56 %) ότι το επίπεδο της διαφθοράς στη χώρα τους έχει αυξηθεί την τελευταία τριετία. Ένας στους δώδεκα Ευρωπαίους (8 %) δηλώνει ότι έχει υπάρξει θύμα ή μάρτυρας διαφθοράς το προηγούμενο έτος. Στη χώρα μας, τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα. Δικαιολογημένη ανησυχία πηγάζει από το γεγονός ότι η ίδια η Ένωση είναι πλέον ο στόχος αυξανόμενων λαϊκιστικών δυνάμεων και ακραίων πολιτικών σχηματισμών τα οποία παρατηρούν τα εκλογικά τους ποσοστά να αυξάνονται (Ουγγαρία 2010, Φινλανδία 2011, Ελλάδα 2012). Αρκετοί πολίτες βρίσκουν διέξοδο και παρηγοριά στο συντηρητικό, λαϊκιστικό, ευρωσκεπτικιστικό και εθνικιστικό παραλήρημα. Η κοινή γνώμη πιστεύει ολοένα και λιγότερο στο ευρωπαϊκό όνειρο. Το διακύβευμα είναι σημαντικό.
Οι συνέπειες της οικονομικής κρίσης όμως, δεν έχουν οδηγήσει ακόμη σε σαφή αντικειμενικά αιτήματα αλλά αποτελούν αφορμή για συναισθηματικές διαμαρτυρίες γενικού χαρακτήρα με ασαφές περιεχόμενο. Οι μετριοπαθείς πολιτικοί δεν προσφέρουν ακόμη σαφή εναλλακτική πρόταση/λύση. Έτσι όμως, οι επιλογές απλουστεύονται, η αντιπαράθεση παίρνει ακραίες μορφές και ελλοχεύει ο κίνδυνος οι πλέον θορυβώδεις να ηγηθούν αντί των άξιων. Στην πολιτική όμως, η ανικανότητα να προτείνουμε τις κατάλληλες απαντήσεις μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια των κεκτημένων δικαιωμάτων. Η πολιτική απραξία οδηγεί πάντα σε μείζονες οπισθοδρομήσεις όπως πικρά διαπιστώσαμε στην Ελλάδα την πενταετία 2004 – 2009.
Οι πολιτικές που θα πρέπει να χαράξουν οι ευρωπαίοι ηγέτες δεν εξαντλούνται τόσο στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης όσο στα σχέδια για βαθύτερη οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση. Κανείς δεν πιστεύει πλέον στη μη λειτουργική διακυβερνητική μέθοδο σύμφωνα με την οποία τα κράτη μέλη αλληλοελέγχονται και αλληλοτιμωρούνται. Το ευρώ θα μπορέσει να επιβιώσει μόνο αν προχωρήσουμε σε μία ομοσπονδιακή ένωση που θα διαθέτει μία ευρωπαϊκή διακυβέρνηση η οποία θα επεξεργάζεται την οικονομική, δημοσιονομική και φορολογική πολιτική και, ταυτόχρονα, θα είναι ικανή να επιβάλλει την εφαρμογή της στα κράτη μέλη της ευρωζώνης.
Τα προοδευτικά πολιτικά κόμματα οφείλουν σύντομα να οριστικοποιήσουν τη διακήρυξη των πολιτικών τους στόχων και να προτείνουν βαθιές και κυρίως συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις: προϋπολογισμός 2014 – 2021 (μέγεθος, τρόπος χρηματοδότησής του και τομείς δαπάνης), συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων με τις ΗΠΑ, μετατροπή του υπάρχοντος Ταμείου Στήριξης σε Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο, δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Δημόσιου Ταμείου που θα μπορεί να εκδίδει ευρωομόλογα, στερεοποίηση της Τραπεζικής Ένωσης, δημιουργία Ευρωπαϊκού Στρατού και μετατροπή εδρών που κατέχουν ορισμένα κράτη μέλη σε διεθνείς οργανισμούς (Συμβούλιο Ασφαλείας ΟΗΕ, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) σε μία έδρα που θα κατέχει η ΕΕ.
Όσον αφορά τη χώρα μας, η συσσώρευση ενός αστρονομικού χρέους το οποίο δεν μπορούσε να αποπληρώσει στο σύνολό της βασιζόμενη σε ίδιες δυνάμεις, ήρθε σαν κερασάκι στην τούρτα χρόνιων παθογενειών: διαμόρφωση πελατειακών ενώσεων, οικογενειακών φατριών και σχέσεων πατρονίας κυρίως μέσω του διορισμού δημοσίων υπαλλήλων, διαφθορά, εξουσιολαγνεία, εξαγορά ψήφων, επηρεασμός των εκλογών. Όλα αυτά, οδήγησαν σε στρεβλώσεις του πολιτικού μας συστήματος υποσκάπτοντας στην ουσία τον ίδιο τον κοινοβουλευτισμό. Ο πολίτης ανακάλυψε έντρομος την αλήθεια που γνώριζε αλλά δεν ήθελε να κοιτάξει κατάματα: τα κόμματα λειτουργούσαν σαν διεκπεραιωτικά γραφεία ρουσφετιών.
Ενώ ο λαός παλεύει τώρα για να εξασφαλίσει μία εργασία χωρίς να έχει χρόνο να ασχοληθεί με τα κοινά, θεωρεί πως ένας πληθυσμός αποτελούμενος από πολιτικολογούντες, επαγγελματίες πολιτικούς, φιλόδοξους «εκσυγχρονιστές» της «πλουτοκρατικής αριστοκρατίας» και θεσιθήρες, περνά τον καιρό του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με πολιτικές δολοπλοκίες που λίγο τον ενδιαφέρουν. Απομακρύνεται όμως έτσι από την πολιτική, της οποίας το επίκεντρο είναι. Οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται πια τους θεσμούς και όσο δεν στηρίζονται σε θεσμούς, τόσο ανασφαλέστεροι αισθάνονται, πράγμα που επιδεινώνει τη ροπή προς την ανομία. Τα ορατά αυτά συμπτώματα οπισθοδρόμησης ακολουθούνται από μία ταχύρρυθμη αποσύνθεση των κομμάτων. Η αποσύνθεση όμως αυτή ίσως να είναι και χρήσιμη αφού έτσι θα μπορούσε να στραφεί κανείς σε σημαντικότερα ζητήματα.
Όπως αυτό της επιτακτικής ανάγκης, νέοι προοδευτικοί πολιτικοί φορείς, δεχόμενοι την πολυμορφία αξιακών προσανατολισμών για τη λύση προβλημάτων, να βρουν μία μη αμφισβητούμενη κοινή βάση ελάχιστης συνεργασίας, να διερμηνεύσουν σωστά τα κοινωνικά μηνύματα και μέσω του προγραμματικού τους λόγου, να ασκήσουν ουσιαστική πίεση στο παλιό και σάπιο πολιτικό σύστημα που αρνείται να αλλάξει ελπίζοντας πως η κρίση είναι μία παροδική παρένθεση. Προοδευτική πολιτική εξάλλου σημαίνει υπέρβαση του πραγματικού στον ορίζοντα μελλοντικών δυνατοτήτων. Χρειαζόμαστε, τώρα περισσότερο από ποτέ, νεήλυδες πολιτικούς, διακεκριμένους στην κοινωνία για την ικανότητα και την εντιμότητά τους και όχι για την κομματική τους ένταξη, που δεν ακολουθούν πάντα την κοινή γνώμη τους αλλά έχουν ένα όραμα και προσπαθούν να πείσουν την κοινωνία για την ορθότητά του.
Χρειάσθηκαν τρείς «εμφύλιοι» πόλεμοι (1870, 1914-1918, 1939-1945) επί του εδάφους της για να αντιληφθούν οι λαοί της Ευρώπης πως δεν ήθελαν να πολεμούν άλλο μεταξύ τους και να συγκροτήσουν την Ευρωπαϊκή Ένωση: ένα τεράστιο εγχείρημα στον αντίποδα του εθνικισμού και του συντηρητισμού. Στο πνεύμα του Διαφωτισμού, του κράτους δικαίου, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοκρατίας, της διαφάνειας, του υγιούς ανταγωνισμού, της πολιτικής δημοκρατίας, της οικονομικής ελευθερίας και της κοινωνικής ασφάλειας.
Οι τωρινοί απόγονοι των φασιστών, ναζιστών και κομμουνιστών εχθρών της ελευθερίας οι οποίοι βύθισαν την Ευρώπη στον τρόμο, στην εξαθλίωση και την απόγνωση κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αδυνατούν να προσαρμοστούν στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό κόσμο. Στον αυξανόμενα ενοποιημένο αυτό κόσμο του αύριο όμως, όπου καμιά δεκαριά δυνάμεις ή συμμαχίες θα καθορίζουν την τύχη της παγκόσμιας οικονομίας, μόνο η Ευρωπαϊκή Ένωση θα υπολογίζεται και όχι οι μεμονωμένες χώρες.
Όπως τις εποχές των παχιών αγελάδων αδυνατούσαμε να διανοηθούμε πως θα ακολουθούσε η καταστροφή αυτή, έτσι και τώρα που είμαστε καταμεσής της, αδυνατούμε να φανταστούμε πώς θα είναι η ζωή μας μακριά από αυτόν τον εφιάλτη. Όμως η ζωή κάνει κύκλους, δεν μένει στάσιμη, και οι καλύτερες ημέρες θα επιστρέψουν. Αρκεί να μην χάσουμε την ελπίδα μας και να μην σταματήσουμε να προσπαθούμε να βελτιώσουμε με σχέδιο και μέθοδο την κατάστασή μας. Η μετατροπή της Ευρώπης από συντηρητική και διαιρεμένη σε προοδευτική και Ομοσπονδιακή είναι υπόθεση όλων μας.