Ευρώ ή δραχμή: στο σταυροδρόμι

Γιάννης Βούλγαρης 09 Ιουν 2012

Η προεκλογική περίοδος συσκότισε παρά φώτισε το ότι η Ελλάδα, σήμερα και τους επόμενους λίγους μήνες, δίνει τη «μάχη των μαχών» για να εξασφαλίσει την παραμονή της στο ευρώ και στην Ευρώπη. Η κατάσταση είναι εξαιρετικά δύσκολη, αλλά η περιγραφή της αρκετά απλή. Βρισκόμαστε σε εκείνη τη φάση των αναταράξεων όπου μια μικρή μεταβολή, ένα μικρό «ατύχημα», έχει τεράστιες συνέπειες ωθώντας την εξέλιξη σε αντιδιαμετρικές κατευθύνσεις. Το άμεσο μέλλον είναι πράγματι ανοιχτό σε δύο σενάρια: ευρώ ή δραχμή.

Το «σενάριο της δραχμής»

Το σενάριο της επιστροφής της δραχμής κατακλύζει τον διεθνή Τύπο, περιγράφεται σποραδικά στον ελληνικό, αλλά έχει γίνει κάτι σαν ταμπού στον προεκλογικό λόγο, καθώς η συζήτηση καυτηριάζεται σαν «κινδυνολογία». Λίγοι διεκδικούν ευθέως το σενάριο της δραχμής. Ισως είναι και οι πιο τίμιοι πολιτικά. Ολοι σχεδόν προετοιμάζονται γι’ αυτό, ιδίως στο εξωτερικό. Πολλοί δεν το θέλουν, αλλά και δεν πιστεύουν ότι θα συμβεί. Κοιτάζουν το νόμισμα να γυρίζει στον αέρα και θεωρούν ότι οπωσδήποτε θα πέσει στη σωστή όψη. Κάποιοι άλλοι το θέλουν, αλλά δεν το λένε. Αυτοί έχουν ισχυρό πλεονέκτημα: αρκεί σαν τους τερμίτες να υποσκάπτουν τις προσπάθειες παραμονής στο ευρώ χωρίς να αναλαμβάνουν την ευθύνη δήλωσης του εναλλακτικού σχεδίου τους. Εν τω μεταξύ, η χώρα ήδη βλέπει σκηνές από το «προσεχώς, ο κόσμος της δραχμής». Δημοσιονομική οπισθοχώρηση, ενεργειακή ανασφάλεια, έλλειψη ειδικών φαρμάκων, περαιτέρω εκβαρβαρισμός της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Δεν πιστεύω ότι ενδεχόμενη έξοδος θα είναι αποτέλεσμα επιλογών των Ευρωπαίων «να μας διώξουν», αν και φοβάμαι ότι μειώνονται εκείνοι που θα δώσουν μάχη για «να μας κρατήσουν». Δύσκολα βλέπω ελληνική κυβέρνηση να λάβει εν ψυχρώ την απόφαση «πάμε στη δραχμή». Ωστόσο οι πιθανότητες πολιτικού «ατυχήματος» έχουν αυξηθεί και έχουν εγγραφεί ήδη στη δυναμική των εξελίξεων. Εχουν εγγραφεί στην αυξανόμενη απόκλιση του τρόπου που ορίζουμε την «πραγματικότητα» στην Ελλάδα και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συνυπολογίζω τη ραγδαία συμβολική απαξίωση της Ελλάδας στους λαούς της Ευρώπης. Συνυπολογίζω την επιταχυνόμενη απομόνωση των ελληνικών επιχειρήσεων και της ελληνικής οικονομίας από τη διεθνή αγορά με τους τρόπους που καθημερινά διαβάζουμε. Συνυπολογίζω ότι η ΕΕ ετοιμάζεται να κάνει ένα νέο άλμα στην πορεία ολοκλήρωσής της και έχουν ενισχυθεί οι φωνές που υποστηρίζουν πως μια «μη κανονική» χώρα όπως η Ελλάδα θα πρέπει να μείνει απέξω. Πιστεύω όμως ότι το ατύχημα, αν συμβεί, θα συμβεί πρωτίστως από «λάθος» της επόμενης ή των επόμενων ελληνικών κυβερνήσεων. Λάθος που ενδεχομένως θα οφείλεται στην κυβερνητική αστάθεια και την επισφαλή κυβερνησιμότητα της χώρας. Είτε από το αλαλούμ μιας κυβέρνησης που δεν θα ξέρει ακριβώς τι θέλει ή θα διαφωνούν οι συνιστώσες της για την κατεύθυνση που θα πάρει και τα μέτρα που θα λάβει.

Η κυβερνητική σταθερότητα και κυβερνησιμότητα της χώρας τα επόμενα λίγα χρόνια είναι ο απαραίτητος όρος για να μείνει η χώρα στην Ευρώπη. Υποθέτω ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης στις επόμενες ημέρες μετά τις 17/6 είναι αυτονόητος και ότι η πολιτική ανευθυνότητα έχει όρια. Το ζήτημα είναι η ισχύς και η διάρκεια της συμμαχικής κυβέρνησης που θα προκύψει. Το πρώτο σενάριο είναι η κυβερνητική συμμαχία των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Παρακάμπτοντας τη συζήτηση για το συγκεκριμένο σχήμα, αυτή η συνεργασία είναι η ασφαλής, αν όχι η μόνη πολιτική λύση για την παραμονή στο ευρώ. Η άποψη «ας κυβερνήσει τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ για να ξεμπροστιαστεί» ξεχνά ότι η οικονομική – ψυχολογική κατάσταση της χώρας είναι στο «μη παρέκει». Κυβέρνηση των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων είναι αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για την παραμονή στο ευρώ. Χρειάζεται διάρκεια και αποτελεσματικότητα. Μια ετοιμόρροπη συμμαχία σε μια κυβέρνηση που κανένας δεν τη «χρεώνεται» θα είναι προσωρινή μόνο απομάκρυνση της καταστροφής και θα κοστίσει ακριβά στα συμμετέχοντα κόμματα. Αυτός είναι ο κίνδυνος «ατυχήματος» από μια τέτοια κυβέρνηση. Χρειάζεται κυβέρνηση τουλάχιστον διετίας – τριετίας, η οποία να παραδώσει τη χώρα με ένα ελάχιστο έστω θετικό πρόσημο ανάπτυξης του ΑΕΠ και με μειωμένη την πολιτική και ποινική βία. Μια αποφασισμένη φιλοευρωπαϊκή κυβέρνηση θα έχει χίλιες δυσκολίες και ένα μεγάλο ατού. Με λίγες πολιτικές κινήσεις θα μπορεί να εξισορροπήσει, αν όχι να αντιστρέψει, το βαρύ κλίμα των αρνητικών προσδοκιών στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Μια τίμια και αποφασιστική κυβερνητική συμμαχία εξασφαλίζει και καλύτερους όρους για την κυβερνησιμότητα.

Το δεύτερο σενάριο

Η πιθανότητα πρωτοκαθεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι άκρως περιπετειώδες. Μπορούμε να κάνουμε διάφορες υποθέσεις για την εξέλιξη και τη μελλοντική φυσιογνωμία του. Στην παρούσα όμως φάση νομίζω ότι ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το πρώτο βήμα προς τη διέξοδο, αλλά ένα από τα τελευταία βήματα στην ολοκλήρωση της πτώσης. Δεν είναι ο οδηγητής της νέας Μεταπολίτευσης, αλλά η μαχητική όσο και αδύνατη διεκδίκηση του status quo της παλαιάς Μεταπολίτευσης. Η νεανική ψήφος που συγκέντρωσε έχει διοχετευτεί σε πολύ παλιά καλούπια, όπως φάνηκε με τρόπο απογοητευτικό στο Πρόγραμμά του. Πολλοί πιστεύουν ή ελπίζουν ότι, αν γίνει κυβέρνηση, θα προσαρμοστεί κάνοντας τις γνωστές κωλοτούμπες που κάνουν τα κόμματα εξουσίας. Θυμίζουν μάλιστα τη διγλωσσία του Ανδρέα στη φάση της προσαρμογής 1977-1982. Φοβάμαι ότι η μετεκλογική ευελιξία του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι πολύ πιο περιορισμένη, γιατί απλούστατα δεν είναι ΠΑΣΟΚ, ό,τι και αν αυτό σημαίνει. Πόσω μάλλον που ο χρόνος θα πιέζει ασφυκτικά. Εξάλλου, σε αυτή τη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μειωμένη ικανότητα σύναψης συμμαχιών. Η πρόταση εξουσίας που προβάλλει είναι κυβέρνηση ενός κόμματος μεσαίου μεγέθους στηριγμένη στην εκβιασμένη ανοχή (ΔΗΜΑΡ, ΠΑΣΟΚ), αν τη δώσουν. Σχήμα απελπιστικά αδύναμο για να αντιμετωπίσει μια δραματική κρίση.

Η κυβερνητική σταθερότητα και η κυβερνησιμότητα της χώρας τα επόμενα λίγα χρόνια θα εξαρτηθούν και από τη μορφή που θα πάρει το νέο κομματικό σύστημα. Οι εκλογές της 6ης Μαΐου έθεσαν τέλος (προσωρινό ή οριστικό, δεν ενδιαφέρει εδώ) στο δικομματικό σύστημα της περιόδου 1977-2012. Προέκυψε ένα πολυκομματικό σύστημα μεσαίων και μικρών κομμάτων, η επιτυχία των οποίων θα εξαρτάται όχι μόνο από τον ανταγωνισμό τους, αλλά και από τη δυνατότητα να συνάπτουν συμμαχίες. Πιστεύω ότι αυτό το νέο σύστημα είναι καλό για τον τόπο αυτή την περίοδο. Γιατί αν ο ανταγωνισμός αποκρυσταλλωθεί σύντομα σε έναν νέο δικομματισμό, αυτός θα έχει έντονα διχαστικό χαρακτήρα και θα γίνει γύρω από δύο μορφώματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ) εξαιρετικά προβληματικά σε αυτή τη φάση. Αν τα αποτελέσματα των νέων εκλογών κινηθούν μακριά από αυτοδυναμίες, όπως όλα δείχνουν, ο νέος εκλογικός νόμος θα πρέπει συνειδητά να ενθαρρύνει για το προσεχές μέλλον την εμπέδωση ενός τέτοιου πολυκομματικού συστήματος.

Βαδίζουμε στις εκλογές με τα υπαρξιακά διλήμματα που μας έβαλε η κρίση. Κρατάμε όμως ερωτήματα για μετά. Γιατί η ελληνική κοινωνία δεν μπόρεσε να βρει μια στοιχειώδη συνεννόηση; Γιατί αναπαρήγαγε τόσο μεγάλες δόσεις ανορθολογισμού και συνωμοσιολογίας; Γιατί το πολιτικό σύστημα αποδείχτηκε τόσο ανίκανο; Γιατί η κρίση αντιπροσώπευσης και η διαμαρτυρία βρήκαν διέξοδο στις πιο οπισθοδρομικές κουλτούρες της Μεταπολίτευσης; Γιατί αυτό που παρουσιάζεται ως νέο και αναγεννητικό αναπαράγει τόσο έντονα τη μετανεωτερική επιφανειακότητα της επικοινωνιακής πολιτικής; Γιατί η κοινωνία έβγαλε από τα σπλάγχνα της τόση πολιτική βία και ανομία;

Ερωτήματα επίκαιρα, αλλά όχι νέα.

Ο Γιάννης Βούλγαρης είναι καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου