Πολλά ειπώθηκαν για την περίφημη επάνοδο του ελληνικού κράτους στις «αγορές», κάποια σοβαρά και κάποια ασόβαρα, όπως συνήθως. Ορισμένοι υποτίμησαν το γεγονός και άλλοι το υπερτίμησαν. Κι όμως, εκείνο που ελάχιστα επισημάνθηκε ήταν και το σημαντικότερο: ότι συμβολικά η έξοδος αυτή επέλυσε οριστικά το θεμελιώδες δίλημμα για τη χώρα, όπως αυτό τέθηκε στις εκλογές του 2012: ευρώ ή δραχμή. Η χώρα πούλησε ομόλογα σε ευρώ, και μεγάλοι και σοβαροί διεθνείς επενδυτές έσπευσαν να τα αγοράσουν, προφανώς λόγω της υψηλότατης απόδοσης του «κουπονιού», αλλά πάντως έσπευσαν. Ο,τι κι αν προσδοκούν οι ίδιοι για την ελληνική οικονομία (η οποία δεν έχει φυσικά ξεπεράσει την κρίση), σημασία έχει ότι έχουν αποκλείσει το ενδεχόμενο να συναλλάσσεται, ύστερα από κάποια χρόνια, σε δραχμές. Μετά από παλινωδίες και έντονες αμφιθυμίες, το ελληνικό κράτος, εννοώ η πολιτική του ελίτ και οι κυβερνητικές του δομές, αποφάσισε τελειωτικά ότι «ανήκομεν εις το ευρώ». Και ουσιαστικά το αποφάσισε αυτό (σχεδόν) όλο το πολιτικό σύστημα σύσσωμο, είτε ρητά είτε σιωπηρά, είτε επιχειρηματολογώντας με σοβαρότητα είτε λέγοντας παλαβομάρες -οι οποίες όμως ποτέ δεν συνοδεύτηκαν στην πράξη από αμφισβήτηση αυτής της θεμελιώδους στρατηγικής απόφασης, ότι δηλαδή δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε τη χώρα 10 χρόνια πίσω.
Υπό αυτή την έννοια, είναι λανθασμένη η αναβίωση της συζήτησης αυτής στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ. Και είναι λανθασμένη για τον επιπλέον λόγο ότι ουσιαστικά ουδέποτε η ελληνική κοινωνία υποστήριξε με συνέπεια και σταθερότητα μια τέτοια λύση. Είναι αλήθεια ασφαλώς ότι οι Ελληνες «αγανάκτησαν» και θύμωσαν από τη βίαιη και απότομη αλλαγή του status της ζωής τους. Και είναι επίσης παραπάνω από σαφές ότι, ως συνέπεια, τιμώρησαν αμείλικτα τους βασικούς πυλώνες του προηγούμενου πολιτικού συστήματος, το οποίο στήριζαν με εντυπωσιακή αφοσίωση εδώ και 30 χρόνια. Αλλά οι όροι μιας τέτοιας έκτασης ανατροπής που θα προκαλούνταν από την επιστροφή στο εθνικό μας νόμισμα δεν υπήρξαν ποτέ. Και πώς να υπάρξουν, άλλωστε. Η ελληνική κοινωνία είναι ανθρωπολογικά και ψυχο-πολιτισμικά μια κοινωνία της συντήρησης και της ασφάλειας. Προχωράει μέσα στον χρόνο με οδηγό της κυρίως τις συνέχειες και μόνο δευτερευόντως τις τομές. Δεν αρέσκεται και δεν επιλέγει, αν μπορεί, τις μεγάλες αλλαγές, εξ ου και αντιστέκεται πάντοτε στις όποιες μεταρρυθμίσεις. Ακόμη και όταν μετά το 2010 έχασε το έδαφος κάτω από τα πόδια της -ίσως μάλιστα ακριβώς γι’ αυτό-, δεν δημιουργήθηκαν σε καμία περίπτωση οι επαναστατικές συνθήκες που κάποιοι προέβλεπαν ή και εύχονταν.
Προφανώς, η εσωτερική αντιπολίτευση του -οπωσδήποτε σοβαρού και συνεπούς- Λαφαζάνη έχει το επιχείρημά της όταν θέτει και ξαναθέτει το κορυφαίο αυτό δίλημμα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι δυνατόν ένα κόμμα που είναι αξιωματική αντιπολίτευση και που επιδιώκει να γίνει κυβέρνηση να μην έχει νωρίτερα επιλύσει τέτοια ζωτικά θέματα. Θα βρεθεί σε αδιέξοδα επώδυνα για όλους. Και είναι γεγονός ότι αυτή την απάντηση οφείλει να τη δώσει στους πολίτες, ψηφοφόρους του ή μη. Και να τη δώσει, από την πλευρά του, άμεσα και χωρίς την παραμικρή υποσημείωση, διότι κατά τα άλλα, το είπαμε: η ζωή αποφάσισε, και δεν έχει νόημα να κυνηγάμε άλλο την ουρά μας.
Είναι κρίσιμο αυτό, διότι στρατηγικά το μυστικό της παραμονής του ΣΥΡΙΖΑ σε τροχιά εξουσίας είναι να επενδύσει απαρασάλευτα στην κανονικότητα και τη σταθερότητα, οικονομική, πολιτική, κοινωνική. Οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του άλλωστε, δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, άνεργοι, νέοι που βλέπουν τις δουλειές με το κιάλι, ακόμη και κρατικές ή οικονομικές ελίτ που οψίμως τον στηρίζουν, ούτε που θα διανοούνταν πλέον να συζητήσουν ένα τέτοιο επικίνδυνο και με άγνωστη κατάληξη πείραμα. Αν η ελληνική κοινωνία αγανάκτησε την τελευταία τετραετία, δεν ήταν γιατί ήθελε να γίνει κομμουνιστική (δεν το ήθελε ούτε καν το 1981), αλλά ίσα ίσα διότι αγωνιούσε να κρατήσει, ει δυνατόν, ανέπαφους τους όρους της ζωής της, όπως αυτοί είχαν οργανωθεί την τελευταία δεκαπενταετία της ανάπτυξης, και οι οποίοι συνοψίζονταν στο τρίπτυχο: ασφάλεια – ιδιώτευση (υπερ)κατανάλωση. Με δυο λόγια, αυτό που επιθυμεί ο κάθε δυτικός άνθρωπος.
Φυσικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει ότι δεν απεύχεται τις μεταρρυθμίσεις. Απλούστατα, προτιμάει άλλες και όχι αυτές που προωθεί η τρόικα και η κυβέρνηση. Απολύτως θεμιτό αυτό, όμως αν ισχύουν τα προηγούμενα, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να επιτευχθούν οι όποιες μεταρρυθμίσεις, αριστερές ή δεξιές, παρά μόνο μέσα από την επιστροφή στις κανονικότητες των θεσμών. Ακόμη κι αν αυτοί δεν είναι οι τελειότερα καμωμένοι -που όντως δεν είναι. Η πολιτική δεν είναι άλλωστε για τους τελειομανείς και όσους απογοητεύονται εύκολα, αλλά για όσους διατηρούν την πίστη τους ότι θα τα καταφέρουν με ό,τι βρουν διαθέσιμο μπροστά τους.