Πυκνώνουν οι φωνές που υποστηρίζουν ότι το ευρώ όπως λειτουργεί σήμερα οδηγεί στην αποσύνθεση της Ευρώπης (της Ευρωπαϊκής Ενωσης – ΕΕ). Πρόκειται δυστυχώς για μια θλιβερή διαπίστωση που όμως οφείλει να οδηγήσει στο σωστό δίδαγμα: για να μη διαλυθεί η Ευρώπη, το ευρώ – το σύστημα της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ) – θα πρέπει να πάψει να λειτουργεί ως έχει. Θα πρέπει να αποκτήσει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να λειτουργήσει ως γνήσια νομισματική και οικονομική και τελικά πολιτική ένωση και όχι απλώς και μόνο ως νομισματική, όπως λίγο – πολύ συμβαίνει σήμερα. Αυτό προϋποθέτει «περισσότερη Ευρώπη». Το δίδαγμα, με άλλα λόγια, δεν πρέπει και δεν μπορεί να είναι η διάλυση του ευρώ για να σωθεί η Ευρώπη (όπως υποστηρίζουν ορισμένοι), γιατί σε αυτήν την περίπτωση ούτε το ευρώ θα διασωθεί ούτε βεβαίως η Ευρώπη. Θα διαλυθούν αμφότερα. Και τότε θα ακολουθήσει το ευρωπαϊκό χάος, η καταστροφή και οτιδήποτε άλλο που δεν μπορεί κανείς να προβλέψει.
Είναι πλέον σαφές τώρα ότι το ευρώ απέτυχε στις τέσσερις βασικές «προσδοκίες» που είχαν επενδυθεί με τη δημιουργία του. Η πρώτη προσδοκία ήταν ότι η δημιουργία του ενιαίου νομίσματος θα οδηγούσε σε ευημερία (prosperity) στον ευρωπαϊκό χώρο. Βεβαίως κανένας σήμερα, ούτε καν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, μπορεί «να ταυτίσει» τη λειτουργία του ευρώ με ευημερία. Αντιθέτως, στα μάτια αυξανόμενου αριθμού πολιτών τείνει να ταυτιστεί και ήδη ταυτίζεται με διευρυνόμενη φτώχεια. Με ανεργία που φθάνει στο 12,2%, με συρρικνούμενα επίπεδα διαβίωσης, με ανάπτυξη που προβλέπεται για το επόμενο έτος στο αναιμικό 1,1% είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλήσει κάποιος για ευημερία. Και πάντως στις χώρες του Νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία) όπου η ανεργία σε ορισμένες περιπτώσεις εγγίζει το 30%, η ύφεση συνεχίζεται και η κοινωνική εξαθλίωση έχει προσλάβει εφιαλτικές διαστάσεις, το ευρώ ευθέως ταυτίζεται με την αυξανόμενη φτώχεια.
Η δεύτερη προσδοκία που διαψεύστηκε ήταν ότι η δημιουργία του ευρώ (ΟΝΕ) θα οδηγούσε στην πολιτική ένωση. Αυτή ήταν η πεποίθηση των πολιτικών ηγετών που συνέταξαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (Κολ, Μιτεράν κ.ά. – 1991). Πίστευαν ότι μέσα σε ελάχιστα χρόνια από τη λειτουργία του ευρώ θα είχαμε ουσιαστικά την πολιτική ένωση ως το απαραίτητο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα είχε εμπεδωθεί το ενιαίο νόμισμα. Η ένωση αυτή θα είχε μάλιστα ομοσπονδιακό χαρακτήρα. Η πολιτική ένωση ωστόσο δεν προέκυψε. Και σήμερα, παρά τη λειτουργία του ευρώ εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια, φαίνεται περισσότερο απομακρυσμένη από ποτέ. Σχετική με την πολιτική ένωση υπήρξε και η προσδοκία ότι το ενιαίο νόμισμα «θα έφερνε τους λαούς της Ευρώπης πιο κοντά», θα λειτουργούσε ως σύμβολο ενοποίησης και όχημα για ευρύτερη προσέγγιση των πολιτών της Ευρώπης. Βεβαίως αυτό που έχει συμβεί στην πραγματικότητα είναι ότι οι λαοί της Ευρώπης έχουν μάλλον απομακρυνθεί περισσότερο ο ένας από τον άλλο. Παλαιά στερεότυπα έχουν αναβιώσει, ξεπερασμένες εχθρότητες και αντιπαλότητες έχουν επανέλθει. Οι Γερμανοί, οι Ολλανδοί και Φινλανδοί κάθε άλλο παρά αισθάνονται τους Ελληνες ή Πορτογάλους ως ευρωπαίους συμπολίτες προς τους οποίους οφείλουν να εκδηλώσουν αλληλεγγύη στις δύσκολες αυτές στιγμές. Και βεβαίως οι Ελληνες και άλλοι ανταποδίδουν με τον τρόπο τους τα αισθήματά τους ιδίως προς τους Γερμανούς (παρουσιάζοντας λόγου χάριν την κυρία Ανγκελα Μέρκελ ως Χίτλερ). Και όλα αυτά μετά από 60 χρόνια ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Τέλος, η τέταρτη και πρωταρχική προσδοκία που διαψεύστηκε πλήρως αφορά τη Γερμανία. Ουσιαστικά η δημιουργία της ΟΝΕ (ευρώ) απέβλεπε σε έναν κύριο στόχο. Να ενσωματώσει την ενοποιημένη Γερμανία σε ένα πλαίσιο που θα περιόριζε, εξασθενούσε τη δύναμή της. Αυτός υπήρξε ο πρωταρχικός στόχος της Γαλλίας και άλλων. Συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Η Γερμανία είναι σήμερα περισσότερο ισχυρή παρά ποτέ στο πλαίσιο της ευρωζώνης και αυτό εν πολλοίς οφείλεται στο ευρώ και στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί. Και η Γαλλία είναι περισσότερο αδύνατη παρά ποτέ.
Μπροστά σε αυτήν τη δυσάρεστη κατάσταση, η λύση δεν είναι η επιστροφή στο παρελθόν αλλά η φυγή προς τα εμπρός: η εμπλαισίωση του ευρώ με την οικονομική και πολιτική ενοποίηση. Και εδώ οι ευθύνες της Γερμανίας είναι τεράστιες. Το Βερολίνο (που ωφελείται σημαντικά από το ενιαίο νόμισμα) θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του και να υλοποιήσει στην πράξη αυτό που ρητορικά ευαγγελίζεται, την «περισσότερη Ευρώπη». Να προχωρήσει στις προσαρμογές πολιτικής ως «πλεονασματική χώρα» και να αναλάβει ηγετικό ρόλο για την προώθηση της ενοποίησης. Διαφορετικά η Ευρώπη ίσως να κινδυνεύσει πραγματικά…