Μα καλά αναρωτιούνται κάποιοι, αυτοί της τρόικας δεν βλέπουν που οδηγούν οι απαιτήσεις τους; Δεν βλέπουν ότι αν συνεχίσουν να πιέζουν για τα υπαρκτά ή τα φουσκωμένα χρηματοοικονομικά κενά θα οδηγήσουν την Ελλάδα στην αγκαλιά όσων ονειρεύονται μονομερείς καταγγελίες των μνημονιών; Αυτό βεβαίως θα σημάνει άλλο νόμισμα για την Ελλάδα και μέγιστη κρίση για την ευρωζώνη. Το βλέπουν, αλλά τους εμπνέουν άλλα.
Καταρχήν τα Μνημόνια ήταν ένας υποχρεωτικός γάμος. Αυτό τον γάμο δεν τον ήθελε ούτε η Ελλάδα, ούτε οι δανειστές. Τον επέβαλλε το παιδί που οι δυο πλευρές έφεραν στον κόσμο. Ένα παιδί Ιανός. Παιδί με δυο πρόσωπα, το ένα ήταν αυτό της χρεοκοπίας της Ελλάδας και το άλλο αυτό του κίνδυνου κατάρρευσης της ευρωζώνης. Καμία από τις δυο πλευρές δεν ήθελε να αναλάβει την φροντίδα αυτού του παιδιού. Οι δυο, Ελλάδα και δανειστές, απλώς φροντίζουν να μη πεθάνει στα δικά τους χέρια, αλλά αδιαφορούν αν πεθάνει στα χέρια του άλλου.
Η ελληνική πλευρά δεν κατανόησε σε βάθος ότι η αδυναμία δανεισμού, ήταν αποτέλεσμα του τρόπου λειτουργίας του πολιτικού και παραγωγικού συστήματος της χώρας. Από την άλλη η άποψη που υποστηρίζει ότι οι εταίροι μάς τιμωρούν για τις σπατάλες μας, είναι πολύ ρηχή, νεοφιλελεύθερα απολίτικη. Γιατί ήσαν οι ίδιοι νεοφιλελεύθεροι εταίροι που σφύριζαν αδιάφορα, όταν το έλλειμμα της χώρας ανέρχονταν από το 5,7% το 2006, στο 6,5% το 2007 και στο 9,8% το 2008 και το χρέος σκαρφάλωνε από το 106% του 2006 στο 142,8% του 2009.
Εδώ πρέπει να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Το 2010 η χώρα υπόγραψε ένα Μνημόνιο, χωρίς το οποίο θα βρίσκονταν ήδη εκτός ευρώ. Πυρήνας όμως αυτού του Μνημονίου ήταν η αποτροπή της χρεοκοπίας μέσω της επιβολής πολιτικών εσωτερικής υποτίμησης, πολιτικών μείωσης μισθών και συντάξεων. Οι όποιες αναγκαίες, αλλά μονομερείς στο χώρο του δημοσίου μεταρρυθμίσεις, αποτελούσαν το εξωτερικό περίβλημα αυτού του Μνημονίου. Παρ’ όλο που το πολιτικό σύστημα και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατανόησαν το βάθος του προβλήματος, παρ’ όλο που και η πλευρά των δανειστών αδιαφόρησε και αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνέπειες του προγράμματος, το μέγιστο πρόβλημα δεν ήταν στην εφαρμογή, ούτε ακόμη και στις απαιτήσεις των δυόμισι μνημονίων. Το πρόβλημα βρίσκεται στις εθνικολαϊκιστικές ιδεολογίες που διαπερνούν εγκάρσια αυτά τα Μνημόνια. Ιδεολογίες που οδηγούν σ’ ένα ευρώ χωρίς Ευρώπη και δηλητηριάζουν τις πηγές του ευρωπαϊκού ιδεώδους.
Η τρόικα βεβαίως δεν είναι κάποιοι υψηλόβαθμοι υπάλληλοι, αλλά οι αρχές και οι αξίες που σήμερα καθοδηγούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και οδηγούν το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης στην απόλυτη απαξίωσή του. Αυτές οι πολιτικές αποτυπώνονται στη λειτουργία των ευρωπαϊκών θεσμών και απειλούν τους δυο πυλώνες αυτού του οικοδομήματος. Απειλούν αφενός τους θεσμούς της λαϊκής κυριαρχίας, αφού οδηγούν τη δημοκρατία στην καμπύλωσή της, όπως εύστοχα έγραψε στο Βήμα (20-10-2013) ο Παύλος Παπαδόπουλος και αφετέρου καταστρέφουν το Κράτος Πρόνοιας, το οποίο είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Σχετικά με αυτές τις δυο απειλές επικαλούμαι και τη σχετική αρθρογραφία στα Νέα και την Καθημερινή αντίστοιχα, τριών πολύ σημαντικών φιλελεύθερων και ευρωπαϊστών διανοητών, όπως είναι οι Παναγιώτης Ιωακειμίδης, Πάνος Καζάκος και Γιώργος Παγουλάτος.
Οι ιδεολογικές αρχές που εμπνέουν τις κυρίαρχες στην Ευρώπη πολιτικές, καταλήγουν στον ευρωσκεπτικισμό και στην άνοδο της ακροδεξιάς. Είναι οι αρχές του εθνικισμού και του αντιδημοκρατικού ελιτισμού. Είναι αυτές που χωρίζουν την Ευρώπη σε εργατικό Βορρά και σπάταλο Νότο, αντί να μιλούν για τη δημοκρατική Ευρώπη των μεταβιβαστικών πληρωμών, μέσα από αυστηρά συστήματα δημοσιοοικονομικού ελέγχου και πειθαρχίας, να μιλούν για την Ευρώπη της «κοπής» νομίσματος και των ευρωομολόγων και της στηριγμένης στα κοινοβούλια νομοθετικής παραγωγής. Για να μιλήσει όμως κανείς για όλα αυτά, πρέπει να μη βασίζει την εκλογή του στην καλλιέργεια των εθνικιστικών συνδρόμων. Αυτό όμως δεν το θέλουν οι «Μέρκελ» της Ευρώπης. Οι ηγέτες που προωθούν αυτά τα σύνδρομα φυσικά και δεν ανήκουν στους πραγματικούς ευρωπαϊστές.
Σε μια τέτοια Ευρώπη η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να αναπνέει. Όσο δεν θέτει ζήτημα αλλαγής της ατζέντας του εθνολαϊκισμού αυτή θα σιγοσβήνει. Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία καλείται αφενός να αποδομήσει τις παραπάνω ιδεολογίες και αφετέρου να προασπίσει τις αξίες της πάλης για τη μείωση των ανισοτήτων και για την καθιέρωση θεσμών λαϊκής κυριαρχίας σ’ ευρωπαϊκό επίπεδο. Ο υποψήφιος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής εκ μέρους του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος Μάρτιν Σούλτς δείχνει να στρατεύεται υπέρ μιας τέτοιας γραμμής. Στην ελληνική Κεντροαριστερά η ΔΗΜΑΡ (δες Θέσεις για το 2ο Συνέδριο του Κόμματος) φαίνεται να συμμερίζεται αυτή τη γραμμή, ενώ την ταύτιση του με την προτεινόμενη ατζέντα Σούλτς δήλωσε και ο Γραμματέας του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης στο Συνέδριο των Γενικών Γραμματέων του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο πραγματοποιήθηκε πριν λίγες μέρες στη Βαρσοβία.
Ελπίζω η αντίσταση στον εθνικισμό ( γιατί αυτός και όχι ο νεοφιλελευθερισμός είναι η συνεκτική ύλη των Μνημονίων σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες που επιβλήθηκαν) να γίνει προτεραιότητα των σοσιαλδημοκρατών όλης της Ευρώπης.