Νομίζω, πως το «ευτυχώς γλιτώσαμε» είναι αυτή την περίοδο, το κεντρικό, και προφανώς απόκρυφο αίσθημα, του ΣΥΡΙΖΑ. Και, αντίστοιχα, το «δυστυχώς μπλέξαμε» είναι ο ανομολόγητος καημός της ΔΗΜΑΡ. Και οι δυο εκδοχές έχουν μια κοινή καταγωγή: την φοβία που έχει η Αριστερά με την πραγματικότητα.
Είναι τόσο συνηθισμένο να ρητορεύεις για λύσεις και να απορρίπτεις κάθε μέτρο των άλλων, με την βαθιά βεβαιότητα, που παίρνει πια την μορφή εμμονής, ότι η αποκλειστικότητα της αλήθειας είναι δικό σου προνόμιο. Είναι η παρωχημένη μεν, αλλά αξεπέραστη παράδοση της εγχώριας Αριστεράς, που έχει ισχυρές κομουνιστικές και εμφυλιοπολεμικές ρίζες και δεν κατάφερε, εκτός σπάνιων περιπτώσεων, να υπερβεί την (βολική) συνήθειά της στην καταγγελία.
Αυτά όμως τι σημασία μπορούν να έχουν όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι Αξιωματική Αντιπολίτευση και η ΔΗΜΑΡ επέλεξε τον δρόμο της κυβερνητικής συνεργασίας; Για πρώτη φορά στην μεταπολιτευτική της ιστορία η ελληνική Αριστερά είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τις κεντρικές της πολιτικές επιλογές, κατά κάποιο τρόπο να επιχειρήσει την απάρνηση της ίδιας της ιστορίας της.
Η ΔΗΜΑΡ, με την επιλογή της συμμετοχής της στην Κυβέρνηση Σαμαρά, μοιάζει να έχει αποφασίσει, την τελική αποκοπή της από την βολική πλευρά της. Ο δρόμος δεν είναι εύκολος, οι κίνδυνοι της αποτυχίας είναι περισσότεροι από τα κέρδη της επιτυχίας. Ό,τι συμβαίνει αυτήν την περίοδο είναι πρωτοφανές και δεν έχει ιστορικό εχέγγυο. Ο Φώτης Κουβέλης φέρνει ένα δυσβάστακτο φορτίο. Η Ανανεωτική Αριστερά είχε πάντα ως στρατηγική της επιλογή, τις κυβερνητικές συνεργασίες και τώρα, ανάλογα με το αποτέλεσμα ή θα δικαιωθεί ή θα καταρρεύσει. Αν κάτι, έτσι κι αλλιώς, θα πρέπει να αναγνωριστεί στην ΔΗΜΑΡ είναι η γενναιότητά και η ανθεκτικότητά της, να μην ακούσει τις φίλιες βολικές φωνές και να ακολουθήσει τον δικό της δρόμο.
Με τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι εκ διαμέτρου αντίθετα. Ο Αλέξης Τσίπρας, από ό,τι φάνηκε στις μετεκλογικές παρεμβάσεις του, μάλλον φιλοδοξεί να είναι αρχηγός όλων των «περήφανων», ένα πολιτικό τόξο που ξεκινάει από το βαριά τραυματισμένο ΚΚΕ και φθάνει στον «είμαστε Έλληνες» Καμμένο. (Οι «αντισυστημικές» κουταμάρες της Χρυσής Αυγής ανήκουν σ’ άλλους, ψυχιατρικής αρμοδιότητας, χώρους). Είναι μια επιλογή που μαζεύει σίγουρα και πολλά ψηφαλάκια, αλλά αφήνει μια μοιραία αίσθηση ανευθυνότητας προς το διεθνές περιβάλλον και δείχνει να κολακεύει το θυμικό, ενός, έτσι κι αλλιώς, συντριμμένου κόσμου. Αυτά τα γραμμάτια εξοφλούνται, όταν έρθει η ώρα, με δυσβάστακτους όρους κι είναι γνωστό πως η διάψευση των υποσχέσεων τιμωρεί και τα, πρόσφατα, παραδείγματα του Κώστα Καραμανλή και του Γιώργου Παπανδρέου είναι διδακτικά.
Αυτό που φαίνεται να παγιώνεται, είναι μια νέα διάσπαση στον χώρο της Αριστεράς. Όχι τόσο οδυνηρή όπως ήταν του ΚΚΕ, το ’68, σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, αλλά ίσως περισσότερο καθοριστική. ΣΥΡΙΖΑ και ΔΗΜΑΡ διαρκώς απομακρύνονται από την κοινή τους καταγωγή, οι δρόμοι τους αποκλίνουν, η παλιά μέθοδος της λοιδορίας και της επιθετικότητας που για χρόνια κράτησε το «επίσημο» ΚΚΕ, εναντίον του «Εσωτερικού», αναθερμαίνεται, σε ορισμένες περιπτώσεις από τις ίδιες «ριζοσπαστικές» γραφίδες, που σήμερα βρίσκονται, στην άλλοτε ανανεωτική εφημερίδα. Αυτή η επιδεινούμενη εχθρότητα είναι ενδεικτική των «δύο ψυχών» της εγχώριας Αριστεράς.
Επαναλαμβάνω: Η ΔΗΜΑΡ έχει ήδη μπει στο στάδιο της δοκιμασίας. Οι συνθήκες της συγκυβέρνησης δεν είναι ιδανικές, όλα συμβαίνουν με εκρηκτικές ταχύτητες και οι αγκυλώσεις του «ποιος θα βγάλει το φίδι από την τρύπα» είναι υπαρκτές. Πολύ περισσότερο, όταν απέναντι στέκεται ο ΣΥΡΙΖΑ, κανονικά και με τον νόμο υποταγμένος στην παλιά παράδοση της εγχώριας πολιτικής σκηνής, που διδάσκει πως ο συντομότερος δρόμος προς την εξουσία είναι η πλειοδοσία στην αδιαλλαξία. Οι προλαλήσαντες του κ. Τσίπρα, Κώστας Καραμανλής και Γιώργος Παπανδρέου έχουν αφήσει βαθιά ίχνη, με την «ανασύσταση» του κράτους ο πρώτος και τα «λεφτά υπάρχουν» ο δεύτερος.
Φαίνεται λοιπόν πως οι δυσκολίες περισσότερο αφορούν την ΔΗΜΑΡ και λιγότερο τον ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα, όμως είναι, αν οι ευκολίες που σήμερα, κατά πάγια τακτική, προσεταιρίζεται ΚΑΙ η Αξιωματική Αντιπολίτευση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των σημερινών καιρών. Ή ακολουθούν «τον μεγάλο δρόμο τους μέλλοντος», που, από την πολλή φαντασίωση, την προχειρότητα και τον τσαμπουκά, οδηγεί κατευθείαν στην ένταξη του ερίτιμου κυρίου Νικολόπουλου στις «αντιμνημονιακές δυνάμεις». Συμβαίνει όταν η γελοιότητα συναντά την τραγικότητα.