Τον Απρίλιο κυκλοφόρησε από τις εκδ. ΠΟΛΙΣ, το βιβλίο του Ευάγγελου Βενιζέλου υπό τον τίτλο «ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ – Διδάγματα της οικονομικής κρίσης, η ελληνική περίπτωση».Το τελευταίο κομμάτι του τίτλου χρησιμοποίησα ως επικεφαλίδα αυτών των γραμμών.
Σε αντίθεση με άλλους διανοούμενους ή πολιτικούς, ο συγγραφέας θεωρεί ως δεδομένες τις γνωστές, πλέον, αδρές παθογένειες του Ελληνικού Κράτους και συνεπώς ως τέτοιες είτε τις αποσιωπά είτε τις αναφέρει λίγο και ευσύνοπτα. Πιο πολύ, υπό την ιδιότητα του ενεργώς σκεπτομένου πολιτικού στέκεται – κυρίως στα τέσσερα τελευταία κεφάλαια – στην αλληλουχία της κρίσης (ελληνικής και άλλης) με τα εμφανισθέντα κενά στους ευρωπαϊκούς ενωσιακούς θεσμούς, κενά που παλιότερα υπόρρητα αναφέρονταν, ενώ τώρα οι πολλαπλές κρίσεις του θεσμικού οικοδομήματος τις απεκάλυψαν, σχεδόν, στην ολότητά τους.
Βεβαίως η χεγκελιανή αλληλουχία του πνεύματος, δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται στο κάτω κάτω βάθρο της συγκρότησης του μηχανισμού στήριξης, όπως αυτός τελικά κατασκευάστηκε, ενώ παράλληλα υποδήλωσε κιόλας την αρχική απουσία του ως θεσμική αδυναμία, ως κενό υποτυπώδους προβλεπτικότητας των ενωσιακών θεσμών έναντι κρίσεων, που εντέλει δεν ήσαν και τόσο μη αναμενόμενες.
Η ανολοκλήρωτη πολιτικά Ευρώπη, επιπόλαιος όμηρος- και- των διαφορών ή /και ανισοτήτων Βορρά και Νότου, παρά τα βιαστικά – αμυντικού τύπου – πολιτικά κατασκευάσματα, πόρρω απέχει από μια δρομολογημένη μακρόχρονη πολιτική ενοποίηση ομοσπονδιακού τύπου. Έτσι, αναγκαστικά η θεσμική και ανθρωπιστική αλληλεγγύη καθορίζεται από την νόμιμη ιδιοτέλεια του δανειστή και την μέση φερεγγυότητα του λήπτη. Άλλωστε η πρώτη δανειοδότηση της χώρας, απουσία επαρκέστερων μηχανισμών, στηρίχτηκε στο κοινοπρακτικό μόρφωμα της δανειακής μεταβίβασης χρημάτων, πολλών προς ένα, κατά περίπτωση την Ελλάδα ή την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Κύπρο.
Το ενωσιακό κεκτημένο, ως τώρα λειτουργούσε στο πλαίσιο των διακυβερνητικών συμβουλίων και συμβιβασμών, πλαίσιο όμως που πιά δείχνει εν μέρει ατελέσφορο και ξεπερασμένο εμπρός στα πάσης φύσεως πολιτικά προβλήματα, ακόμα και υπό τον μανδύα της οικονομικής κρίσης, με πιο επίκαιρα τις προσφυγικές ροές και τις αναδιατάξεις των συλλογικών οντοτήτων από τους προβληματισμούς του Ηνωμένου Βασιλείου.
Στα πλαίσια των όσων γράφτηκαν παραπάνω και συνιστούν κατά την γνώμη μου τους φωναχτούς θετικούς προβληματισμούς του συγγραφέα για τα ενωσιακά επιγενόμενα, εμφιλοχωρούν και οι αναθεωρημένες κρίσεις για το Κράτος, το εθνικό Κράτος και το επικαιροποιημένο μοίρασμα της κυριαρχίας, είτε και αφενός στον εαυτό του είτε και αφετέρου στην Ε.Ε και την Ευρωζώνη.
Ο Ευ.Βενιζέλος, προτείνει έναν καμβά καινούργιων μείξεων όπου το Κράτος εθνικά θα εξακολουθεί να οχυρώνεται και να υπερασπίζει την εδαφική κυριότητα με συμμάχους στο πλάι, αλλά και θα εντάσσεται όλο και πιο πολύ στην λειτουργούσα κρατική γραφειοκρατία, κυρίως της πιο προηγμένης διοικητικά Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης.
Το Κράτος λοιπόν χαρακτηρίζεται από το πρόσημο κι όχι την απόλυτη τιμή της συνιστώσας υπαρξιακής ιδιότητάς του, της κρατικότητας και των συμπλοκών της, όπως προσφυώς ονοματίζει ο Ευάγγ.Βενιζέλος. Το πως λοιπόν θα συναρθρωθεί η εγχώρια κρατικότητα με την υπερεθνική κρατικότητα, που βρίσκει βηματισμούς μπρος – πίσω εντός των κρίσεων είναι μέγιστο ζητούμενο.
Το λεγόμενο δάνειο της Ανεξαρτησίας δόθηκε από τους δανειοδοτικούς μηχανισμούς της εποχής στους Έλληνες, προτού αυτοί συστήσουν Κράτος περί το 1824. Ήταν όμως και μια έξοχη προβλεπτικότητα μαζί με ιδιοτέλεια των τότε κεφαλαιοκρατών, που προεξοφλούσε την ίδρυση Κράτους. Συνεπώς, υπό μία πρωτόλεια ερμηνεία μπορεί να δανειστεί μόνον το υποστασιοποιημένο ή υπό υπόσταση Κράτος, που στην συνέχεια δανείζει τους πολίτες της Πολιτείας του. Από την άλλη ο άσκοπος και αλόγιστος δανεισμός για να μην οδηγήσει στην ασύντακτη διάλυση χωρών, οφείλει να περισταλεί , περιστελομένης για ένα διάστημα και της παραγωγικής βάσεως της χώρας, με χαρακτηριστικά απουσίας ενεργού ζήτησης και παρουσία αποεπενδυτικών χαρακτηριστικών.
Εν προκειμένω ο Βενιζέλος με ενάργεια και λιτή έκφραση αναφέρεται στο μεγαλύτερο σύγχρονο κούρεμα εθελοντικού προσανατολισμού, τμήματος του χρέους του οποίου η απόδοση στην οικονομία μεγαλώνει κι άλλο, αν αυτό αποτιμηθεί – που είναι και το σωστό – σε βάσεις παρουσών αξιών.
Κλείνοντας αυτές τις γραμμές, που δεν είναι τίποτα παραπάνω από την κρίση ενός προσεκτικού αναγνώστη όχι όμως βιβλιοκριτικού, οφείλω να παραθέσω πολύ ευσύνοπτα την θέση του συγγραφέα για την Ενωσιακή ολοκλήρωση , στην πορεία από το νόμισμα – και – στην πολιτική.
Η θεσμική Ευρώπη είναι κατεξοχήν αυτοναφορική με εθελούσιες δοτές εξουσίες, είναι κάτι – ας επιτραπεί ο συσχετισμός – σαν τα μαθηματικά αξιώματα, που προηγούνται αλλά και αποτελούν έδραση των αποδεικτικών θεωρημάτων…
Η αυτοαναφορικότητα της Ευρώπης, μπορεί να παγιωθεί με την βήμα – βήμα ολοκλήρωση, την πρόσμειξή της με κομμάτια των επιμέρους κρατικοτήτων αλλά και την ταυτόχρονη εγγύηση της απομένουσας εθνικής κυριαρχίας με παράλληλους όρους αποδεκτής ιδιοτέλειας και βέβαιης δι-εθνικής αλληλεγγύης.
Οι επί μέρους κρίσεις, στην Ελλάδα για το χρέος, στην Ιβηρική για την οικοδομική αποεπένδυση, στην Ιρλανδία και στην Κύπρο για το πιστωτικό σύστημα δεν είναι παρά, οι πολλές όψεις του ίδιου κίβδηλου νομισματος…
Η υπερκρατική Ευρωπαϊκή Συμ-πολιτεία, με την έκφραση του Δημ.Τσάτσου, ταυτόχρονα αλληλέγγυα και προστατεύουσα τα επιμέρους παραμένοντα εθνικά κράτη, είναι ίσως η νέα αφήγηση της Γηραιάς Ηπείρου μόλις οι κρίσεις το επιτρέψουν ή ακόμα και παράλληλα με αυτές.-