Στην κατάσταση μεταξύ αμυδρών ελπίδων και απόγνωσης που κυριαρχεί στη χώρα, η πρωτοβουλία για την ανασυγκρότηση της προοδευτικής παράταξης, πρέπει να το παραδεχθούμε, δημιούργησε μια χαραμάδα ελπίδας. Είμαι από εκείνους που εκτιμούσαν ότι ακόμα και ένα κοινό κείμενο ήταν δύσκολο. Γιατί το «εγκατεστημένο» παρελθόν βαραίνει τη χώρα, εμποδίζει και υπονομεύει κάθε πρωτοβουλία.
Οφείλω να παραδεχθώ ότι η ίδια η πρωτοβουλία, όπως εκδηλώθηκε, απέφυγε τους υπαρκτούς σκοπέλους και διασφάλισε την αξιοπιστία της και με έναν τρόπο έθεσε μια ελάχιστη προϋπόθεση στη συζήτηση για την ανασυγκρότηση της χώρας. Θα το έλεγα αλλιώς. Φαίνεται ότι οι εγκατεστημένες δυνάμεις στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς, δεν έχουν τη δύναμη να ελέγξουν το εγχείρημα. Το ζήτημα είναι αν η δική μας δυναμική είναι ικανή να δημιουργήσει γεγονότα. Και για να δοκιμάσουμε αυτήν την πιθανότητα, το πρώτο βήμα είναι η εξωστρέφεια.
Γνώμη μου ήταν και εξακολουθεί να είναι, ότι η χώρα, εκτός του πολιτικού της διχασμού, είναι και γεωγραφικά διχασμένη.
Συντηρείται στο πολιτικό πεδίο μια αδιέξοδη πόλωση περί το μνημόνιο, η οποία, αν και δεν έχει αντικείμενο, παραμένει, για να υπηρετεί ένα νέο και αδύναμο κομματικό διπολισμό. Η πόλωση αυτή και μία εν δυνάμει αναμέτρηση, που κάποιες φορές πήρε τη μορφή χαμηλής έντασης εμφύλιας διαμάχης, εκτός των άλλων άφησε ανοικτή την κερκόπορτα από την οποία πέρασε η Χρυσή Αυγή, απειλώντας την ίδια την Δημοκρατία. Το πραγματικό πρόβλημα της χώρας βέβαια ήταν και παραμένει η διαχείριση της εθνικής κρίσης με όρους δημοκρατικής νομιμότητας και εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου.
Υπάρχει παράλληλα ένας άλλου τύπου διχασμός ανάμεσα στην πρωτεύουσα κυρίως και κάποιες μεγάλες πόλεις και την υπόλοιπη χώρα, η οποία, όταν δεν ελέγχεται από τις κατεστημένες δυνάμεις του καταρρέοντος συστήματος, έχει αφεθεί στο έλεος και δεν παρακολουθεί τις εξελίξεις. Θα έλεγε κανείς ότι υπάρχουν δύο παράλληλοι κόσμοι: εκείνος της Αθήνας κυρίως, ο οποίος και βιώνει την απόγνωση της κρίσης και η υπόλοιπη χώρα, που παρακολουθεί μια αργόσυρτη διάρκεια παρακμής, έτσι χωρίς πρόγραμμα. Χωρίς μια νέα τύπου επικοινωνία γενικότερα στη χώρα, αλλά κυρίως ανάμεσα στις “δύο Ελλάδες”, είναι αδύνατη η όποια εθνική προσπάθεια ανασυγκρότησης την οποία προσπαθούμε ως πρωτοβουλία να επαγγελθούμε.
Με ποια εφόδια; Ας τα περιορίσουμε στα δύο πιο σημαντικά.
Το ένα και το σπουδαιότερο, είναι το κοινό κείμενο. Μας επιτρέπει, σεβόμενοι το πνεύμα του, να επιχειρήσουμε να κάνουμε κτήμα σε περισσότερους πολίτες την κατάσταση της χώρας και τις δικές μας απόψεις για την έξοδο από την κρίση. Να επιχειρήσουμε, γιατί όχι, να δημιουργήσουμε ένα εθνικό πολιτικό κίνημα ανόρθωσης της χώρας.
Και το δεύτερο είναι η ποιότητα και η ικανότητα των ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί γύρω από την πρωτοβουλία. Αυτή η συγκέντρωση ανθρώπων, οι οποίοι γνωρίζουν τη σημασία της πολιτικής, χωρίς να είναι επαγγελματίες με τους όρους της μεταπολίτευσης, έχουν την ποιότητα και να εξηγήσουν αλλά και να ακούσουν και την άλλη πλευρά, σε μια προσπάθεια επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο Ελλάδες. Κι όσο κι αν φαίνεται παράξενο, η επικοινωνία μιας νέας προσπάθειας δεν εξαντλείται με την παρουσία στα κεντρικά ΜΜΕ. Δεν καλύπτει καν τα προάστια του Λεκανοπεδίου.
Ακούγονται από πολλές πλευρές ψίθυροι για τους κινδύνους και τις δυσκολίες που απειλούν εν τη γενέσει της την προσπάθεια. Είναι πολλοί. Ο μεγαλύτερος, είναι η εσωστρέφεια. Δηλαδή η αγωνιώδης προσπάθεια συμφωνίας σε κάθε γραμμή των απόψεων που αποτυπώθηκαν στο εναρκτήριο κείμενο. Η εσωστρέφεια υπηρετείται και με το να παραμείνει η πρωτοβουλία εγκλωβισμένη στο διαρκές τρίγωνο των Αθηνών (όπως παλιότερα το είχε ορίσει ο Β. Βασιλικός). H έξοδος από αυτό θα δώσει την αναγκαία πρώτη ανάσα για το επόμενο βήμα.
Υ.Γ. Το περιρρέον πολιτικό κλίμα βάρυνε και πάλι. Μετά από μια σημαντική πρωτοβουλία αντιμετώπισης του φασιστικού κινδύνου, το πολιτικό μας σύστημα αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει τα οφέλη και πνίγεται επιμένοντας στο ίδιο αδιέξοδο διαχειριστικό μοντέλο της σχέσης με τους δανειστές. Σαν να μην μπορεί στοιχειωδώς να ξεφύγει από την πεπατημένη που το στοιχειώνει.