Στο τελικό κείμενο του ειδικού θέματος ‘’Περιβάλλον, Ποιότητα Ζωής, Ενέργεια, Κυκλική Οικονομία’’, όπως εγκρίθηκε από τη Γραμματεία του προγράμματος ΕΛΛΑΔΑ του Κινήματος Αλλαγής διαβάζουμε :
‘’Η ανάπτυξη των τεχνικοοικονομικά εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων φυσικού αερίου και πετρελαίου της χώρας θα προχωρήσει με τήρηση αυστηρών περιβαλλοντικών προδιαγραφών ασφάλειας και προώθηση του εθνικού ταμείου κοινωνικής αλληλεγγύης γενεών, που ως μέρος του ασφαλιστικού συστήματος, θα ενισχύεται από τα έσοδα των υδρογονανθράκων. Οι έρευνες πρέπει να τύχουν της μεγαλύτερης δυνατής επιτάχυνσης, πέραν των άλλων και για να αποφευχθεί η πιθανότητα, να μείνει πλούτος της χώρας αναξιοποίητος λόγω της επιδιωκόμενης υποκατάστασης των ορυκτών καυσίμων τις επόμενες δεκαετίες.’’
Αυτή η τοποθέτηση του Κινήματος Αλλαγής φαίνεται άκαμπτη γιατί αφήνει αναπάντητα πολλά ερωτήματα σε διεθνές, σε ευρωπαΐκό αλλά και σε εθνικό επίπεδο.
Σε διεθνές επίπεδο, η ανάλυση του IPCC έδειξε ότι για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, οι παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να μειωθούν κατά το ήμισυ έως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2010 και να μηδενιστούν κάπου μεταξύ 2045 και 2070. Εάν τα αποθέματα στα τρέχοντα πεδία πετρελαίου και φυσικού αερίου καταναλωθούν, ο στόχος συγκράτησης της ανόδου της θερμοκρασίας κάτω των 1,5° C δεν θα είναι εφικτός. Η υπερπληθώρα ορυκτών καυσίμων που ονομαζεται ‘’φούσκα του άνθρακα’’ (carbon bubble), απασχόλησε τη διεθνή κοινότητα για χρόνια και έθεσε το ζήτημα της κλιματικής δικαιοσύνης: εφόσον μέρος του αποθέματος υδρογονανθράκων πρέπει να μείνει στο έδαφος, ποιές χώρες θα έχουν δικαίωμα εξόρυξης; Την πιο ολοκληρωμένη και ευρέως αποδεκτή απάντηση την έχει δώσει η έκθεση της OXFAM (2016). Με βάση την αρχή της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης που υιοθετήθηκε στη Σύμβαση πλαίσιο του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή, η OXFAM αναφέρει πως μια δίκαιη προσέγγιση πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε όσους: (α) έχουν χαμηλό βιοτικό επίπεδο με βάση τον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης (HDI), (β) έχουν επωφεληθεί λιγότερο από την εκμετάλλευση ορυκτών καυσίμων στο παρελθόν, (γ) έχουν τα λιγότερα εναλλακτικά μέσα για την επίτευξη των αναπτυξιακών τους αναγκών.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Έλλαδα συγκαταλέγεται στα αναπτυγμένα κράτη, έχει υπογράψει τη Σύμβαση πλαίσιο για την κλιματική αλλαγή και αποδεχτεί την αρχή της κοινής αλλά διαφοροποιημένης ευθύνης, γίνεται προφανές ότι δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στις χώρες με προτεραιότητα στην εξόρυξη. Το μόνο κριτήριο που πληροί είναι πως δεν έχει επωφεληθεί στο παρελθόν από την εξαγωγή ορυκτών καυσίμων ενώ – παρόλη την πολύχρονη οικονομική κρίση – ούτε συγκαταλέγεται στις υπό ανάπτυξη χώρες, ούτε υπολείπεται εναλλακτικών μέσων ανάπτυξης. Επομένως, εάν σήμερα επενδύσει στην εξόρυξη πετρελαίου, θα είναι υπόλογη στη διεθνή κοινότητα αλλά και στις υπό ανάπτυξη χώρες οι οποίες διεκδικούν μια δίκαιη κατανομή των βαρών στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η κλιματική και ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. είναι σαφής και κατευθύνεται προς την επίτευξη μιας οικονομίας μηδενικού άνθρακα. Ο στόχος αυτός σημαίνει απεξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών μελών από τα ορυκτά καύσιμα. Η Ελλάδα, ως χώρα εξόρυξης και εκμετάλλευσης λιγνίτη για την ηλεκτροπαραγωγή, αποτελεί ήδη κακό μαθητή ως προς την επίτευξη του στόχου αυτού. Εάν μάλιστα η πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε ιδιώτες προχωρήσει, η εξάρτηση της ενεργειακής μας παραγωγής από το ρυπογόνο λιγνίτη θα παραταθεί για πολλές δεκαετίες. Εάν στο παρόν ενεργειακό τοπίο προστεθεί και η εξόρυξη υδρογονανθράκων, γίνεται προφανές πως η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωπαΐκη προσπάθεια απεξάρτησης απο τα ορυκτά καύσιμα θα είναι αρνητική και η συμβολή της στις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα θα αυξηθεί. Παράλληλα, η προοπτική εγχώριου φτηνού πετρελαίου κινδυνεύει να την απομακρύνει από άλλους κλιματικούς και ενεργειακούς ευρωπαϊκούς στόχους, όπως η ενεργειακή απόδοση ή οι αειφόρες μεταφορές.
Σε εθνικό επίπεδο, γνωρίζουμε πολύ καλά πως η Ελλάδα είναι μια σεισμογενής χώρα. Γνωρίζουμε επίσης την εγγενή αδυναμία των κρατικών μηχανισμών ελέγχου και αντιμετώπισης κρίσεων (αρκεί να θυμηθούμε τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες ή την πετρελαιοκηλίδα του Σαρωνικού). Η παρουσία εξεδρών εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου στην κλειστή μεσογειακή θάλασσα, κοντά σε τουριστικούς προορισμούς με υψηλή για τη χώρα προστιθέμενη αξία, τη στιγμή που το κράτος δεν έχει τη δυνατότητα να εγγυηθεί για την ασφαλή λειτουργία τους, ένα ατύχημα με ανυπολόγιστες περιβαλλοντικές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες είναι παραπάνω από πιθανό. Περαιτέρω, η σύνδεση μεταξύ εξόρυξης υδρογονανθράκων και αλληλεγγύης προς τις επόμενες γενιές καταρρίπτει αντί να στηρίζει τη διαγενεακή δικαιοσύνη. Πως είναι δυνατόν να υποστηρίζει κανείς σήμερα ότι η ενίσχυση της χρήσης ορυκτών καυσίμων θα αποβεί προς όφελος της επόμενης γενιάς, όταν μετά από ενάμιση αιώνα καύσης τους έχει αποσταθεροποιηθεί το κλίμα του πλανήτη επιδεινώνοντας ήδη τις συνθήκες ζωής της παρούσας γενιάς; Τέλος, στην εποχή της κλιματικής αλλαγής το πετρέλαιο ορίζεται ως ‘κακή’ πηγή ενέργειας και βαίνει προς αντικατάσταση. Πως εξασφαλίζεται η οικονομική απόδοση μιας μακροχρόνιας και ανελαστικής επένδυσης όπως οι εξορύξεις;
Εάν σήμερα η Ελλάδα, παρόλες τις διεθνείς και ευρωπαϊκές δεσμεύσεις της για την αντιμετώπιση του παγκόσμιου κλιματικού προβλήματος, προχωρήσει στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, θα πρέπει παράλληλα να εξηγήσει στη διεθνή κοινότητα τον νομιμοποιητικό λόγο της επιλογής αυτής, να αναλάβει την ευθύνη της μη συμμόρφωσής της με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και να πείσει τους Έλληνες πολίτες και τις γείτονες χώρες για την ικανότητά της να προλαμβάνει (κυρίως) αλλά και να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά μια ενδεχόμενη καταστροφή. Όσον αφορά, τέλος, τη σύσταση εθνικού ταμείου κοινωνικής αλληλεγγύης γενεών χρηματοδοτούμενου από τις εξορύξεις, κάποιος θα πρέπει ν’ανακοινώσει στις επόμενες γενιές ότι το μέλλον τους θα βασιστεί στο στενό κριτήριο του οικονομικού ωφέλους και όχι στο δικαίωμα κάθε νέου να ζήσει σε ένα βιώσιμο πλανήτη.