Τα εύσημα του Τράμπ για το ύψος των αμυντικών δαπανών μας και η ταυτόχρονη αναφορά σε νέους εξοπλισμούς που θα πουληθούν στην Ελλάδα φέρνει στο προσκήνιο, όσο κι αν το αποφεύγουμε, ένα δραματικό ερώτημα: Η λύση του αμυντικού μας προβλήματος βρίσκεται στους εξοπλισμούς ή στην απόκτηση μιας συμμαχικής αμυντικής ασπίδας που θα μας εξασφαλίζει έναντι της γνωστής εξωτερικής απειλής χωρίς να θίγει υπέρμετρα την κοινωνική ευημερία μας; Μια τέτοια συζήτηση ποτέ δεν άνοιξε, επειδή η κοινή γνώμη ζυμώθηκε συστηματικά εξ αρχής με την άποψη ότι οι εξοπλισμοί είναι το κύριο εργαλείο. Θυμηθείτε την κοινοβουλευτική παράδοση ψηφίζεται ο προϋπολογισμός του υπουργείου Άμυνας από την εκάστοτε αντιπολίτευση σε όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης. Δεν διδαχτήκαμε ποτέ ότι η ρεαλιστική εκτίμηση είναι ότι οι τραγικές σύγχρονες εθνικές ήττες είναι τρείς και οφείλονται στο ίδιο αίτιο: Την αδυναμία μας να αντιπαρατεθούμε ένοπλα στην μόνιμη Τουρκική απειλή. Αναφέρομαι στην τουρκική κατοχή της Κύπρου, στο πρώτο δείγμα «ειδικού καθεστώτος» στο Αιγαίο που συνιστά η άτυπη συμφωνία για τα «γκρίζα» πλέον Ίμια και στην εθιμικά πλέον κανονικότητα των καθημερινών τουρκικών παραβιάσεων του εθνικού εναέριου χώρου μας. Εάν είχαμε την αμυντική ισχύ που χρειαζόμασταν και στις τρεις περιπτώσεις ούτε η μισή Κύπρος θα τελούσε υπό Τουρκική απειλή, μήτε τα Ίμια θα αποτελούσαν σήμερα το πρώτο πραγματικό σημείο της «γκρίζας ζώνης» που έχει ως στρατηγικό στόχο της η Τουρκία μήτε τέλος η παγίωση της αμφισβήτησης των εναερίων συνόρων μας θα είχε συμβεί . Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια και ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
Παρακάμπτοντας το μεγάλο ζήτημα της συμμετοχής μας σε ευρύτερα αμυντικά και γεωπολιτικά συστήματα και των αμυντικών δαπανών που αυτή η συμμετοχή μας επιβάλλει, ας σταθούμε στο επίκεντρο της εξωτερικής απειλής που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και που σήμερα, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου δεν είναι παρά μόνο η Τουρκία. Έτσι το ερώτημά μας περιορίζεται στο κατά πόσο μπορούμε ποτέ να ανταγωνιστούμε ουσιαστικά την στρατιωτική απειλή του αντιπάλου (εχθρού εν προκειμένω). Μπορούμε; Ας βάλουμε ειλικρινά και χωρίς φόβο το ερώτημα.
Η Τουρκία έχει σήμερα κοντά στα 80.000.000 πληθυσμό και ένα αυταρχικό καθεστώς που μπορεί να επιβάλλει κρατικό προϋπολογισμό με στρατοκρατικά κριτήρια. Έχουμε την πρακτική δυνατότητα να αντισταθμίσουμε την πολεμική δυναμική μιας τέτοιας χώρας; Το ισχύον αποτέλεσμα του ανταγωνισμού δείχνει ένα κατηγορηματικό όχι. Το globalfirepower.com είναι μια διεθνώς έγκυρη ιστοσελίδα που μεταξύ άλλων δημοσιεύει και μια διεθνή λίστα των χωρών ταξινομημένων κατά τη δύναμη πυρός τους. Η τελική κατάταξη στη λίστα αυτή, λαμβάνει υπόψη πάνω από 50 παράγοντες. Η υπεροπλία δεν προκύπτει μόνο από την καθαρή αριθμητική υπεροχή, αλλά κυρίως από το είδος των οπλικών συστημάτων. Λαμβάνονται επίσης υπόψη γεωγραφικοί παράγοντες, πλουτοπαραγωγικές πηγές, βιομηχανία κ.ο.κ. Σημαντικό πλεονέκτημα αποτελεί το μέγεθος του στρατού. Ο Δείκτης ισχύος που προκύπτει έχει το 0 τέλειο σκορ. Στη σχετική, λοιπόν, διεθνή κλίμακα η Τουρκία έχει δείκτη ισχύος 0,2623, ενώ η Ελλάδα 0,5147. Δηλαδή η Τουρκία, σύμφωνα με την ιστοσελίδα διαθέτει διπλάσια, σχεδόν, στρατιωτική ισχύ σε σχέση με την Ελλάδα. Η σχέση αυτή χτίστηκε με μακροχρόνια διαδικασία και ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να αντικατοπτρίζει και την μακροχρόνια τάση όσο και την συστημική αξία της. Το ερώτημα που τίθεται είναι απλό: Μπορούμε να αναστρέψουμε αυτή την ολέθρια αναλογία; Και αν ναι, με ποιο τρόπο;
Θεωρώ πολιτική δειλία για τα κόμματα που υποτίθεται ότι δεν φορούν σοβινιστικές παρωπίδες, δηλαδή τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου, το γεγονός ότι όλα αυτά τα χρόνια και χειρότερα σήμερα που αναζητείται μια αποκόλληση από το οικονομικό και κοινωνικό τέλμα στο οποίο έχουμε περιέλθει, δεν τόλμησαν να θέσουν ωμά το στρατηγικής σημασίας θέμα. Ακόμη χειρότερα, με ψιθύρους έθεσαν και μόνο μέσω «οπαδών» το ερώτημα «πού θα βρούμε τα χρήματα που απαιτεί η αναβάθμιση της πολεμικής μας αεροπορίας». Σάμπως αυτό να είναι το πραγματικό πρόβλημα.
Είναι άραγε μονόδρομος ο αμυντικός ανταγωνισμός με την γείτονα; Δεν υπάρχει άλλη εκδοχή εθνικού σχεδιασμού; Ούτε καν αυτό δεν έχει τολμηθεί να τεθεί υπό συζήτηση με παρρησία μπροστά στον ελληνικό λαό. Το θέτω με πραγματισμό στη συζήτηση με την ευκαιρία την ανάπτυξη του νέου πολιτικού φορέα της κεντροαριστεράς. Και δεν το κάνω με διάθεση προβοκάτσιας. Γιαυτό να είστε βέβαιοι.