Εξοπλισμοί και διαφθορά

Θάνος Ντόκος 15 Ιαν 2014

Συμφωνήσαμε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ότι υπάρχει μια εξωτερική απειλή για την ελληνική ασφάλεια και ότι χρειάζεται να ξοδεύουμε περισσότερα χρήματα για την εθνική άμυνα απ’ ό,τι οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Σε αντίθεση με άλλα ζητήματα πολιτικής, η εθνική άμυνα αποτέλεσε ένα χώρο λίαν υψηλής διακομματικής συναίνεσης. Αυτή η ιδιαίτερα επιθυμητή συναινετική αντιμετώπιση είχε και μια σημαντική αρνητική συνέπεια. Υπό τον φόβο ότι θα χαρακτηριστούν «ενδοτικοί» ή επειδή στερούνταν τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις, ελάχιστοι συμμετέχοντες στον δημόσιο βίο τόλμησαν να θέσουν ουσιαστικά ερωτήματα για την αμυντική πολιτική της χώρας. Στο όνομα της εθνικής άμυνας υπογραφόταν μεγάλος αριθμός εξοπλιστικών προγραμμάτων χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από το Κοινοβούλιο, τα ΜΜΕ ή την Κοινωνία των Πολιτών όσον αφορά την κάλυψη των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ.). Παράπλευρη συνέπεια του ανορθολογικού και αδιαφανούς συστήματος προμηθειών οπλικών συστημάτων ήταν ο παράνομος πλουτισμός πολιτικών προσώπων, ενστόλων, μεσαζόντων αλλά πιθανώς και κομματικών ταμείων (που ακόμη και όταν δεν ήταν εν γνώσει, προφανώς δεν ενδιαφέρθηκαν για την προέλευση των χρημάτων). Βεβαίως, τα όσα αποκαλύπτονται τις τελευταίες ημέρες -και προφανώς έπεται συνέχεια- «ψιθυρίζονταν» εδώ και χρόνια. Αλλά δεν υπήρχε η πολιτική βούληση τόσο για την εξυγίανση του συστήματος, όσο και για την απόδοση ευθυνών.

Τίθεται το ερώτημα αν τα οπλικά συστήματα που επελέγησαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες ήταν κατάλληλα για τις ανάγκες της εθνικής άμυνας. Η προσωπική άποψη του γράφοντος είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων επιλέχθηκε το καλύτερο σύστημα ή εν πάση περιπτώσει κάποιο που κάλυπτε τις επιχειρησιακές ανάγκες των Ε.Δ. Το κόστος τους όμως ήταν συχνά λίγο ή αρκετά υψηλότερο τόσο λόγω διαφθοράς, όσο και της -εκτός εξαιρέσεων- απουσίας μεσομακροπρόθεσμου στρατηγικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα τις τμηματικές παραγγελίες και τη μη αξιοποίηση των οικονομιών κλίμακας (ενώ ερωτήματα τίθενται και για την υλοποίηση των Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων).

Για τις αμαρτίες του παρελθόντος έχει επιληφθεί η Δικαιοσύνη και ελπίζεται ότι θα βοηθηθεί να φθάσει ώς το τέλος. Αλλά επείγει και η αντιμετώπιση των αδυναμιών του συστήματος προμηθειών των Ε.Δ. που επιχειρείται μέσω της εισαγωγής νέου συστήματος, εν πολλοίς βασισμένο στην κοινοτική νομοθεσία. Αγαθές οι προθέσεις, αλλά το νέο σύστημα δίδει σαφή προτεραιότητα στη διαφάνεια σε βάρος της αποτελεσματικότητας, με αποτέλεσμα να είναι -και λόγω διαρθρωτικών αδυναμιών του μηχανισμού υλοποίησης- εξαιρετικά δύσκαμπτο και αργό. Θεωρούμε ότι το σύστημα θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από αποτελεσματικότητα και διαφάνεια, αλλά με αυτή τη σειρά προτεραιότητας. Επίσης, ουσιαστικός θα πρέπει να είναι ο ρόλος του Κοινοβουλίου, μέσω των Επιτροπών Εξωτερικών και Αμυνας και Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων (η δημιουργία της οποίας αποτελεί σαφώς μια θετική εξέλιξη). Χρειάζεται να διασφαλιστεί τόσο ο θεσμικός ρόλος των επιτροπών αυτών, όσο και η ικανότητά τους, μέσω εμπειρογνωμόνων, που θα υποστηρίξουν το έργο τους. Και βεβαίως επείγει η ανάγκη νηφάλιου και ουσιαστικού δημοσίου διαλόγου σε θέματα αμυντικής πολιτικής.