Πολλά μπορεί να προσάψει κανείς στον Σταύρο Θεοδωράκη και στο εγχείρημα του: Ναρκισσισμό, προχειρότητα, θολό προγραμματικό στίγμα (μέχρι στιγμής τουλάχιστον). Ωστόσο, υπήρξαν τόσο υπερβολικές και κομπλεξικές αντιδράσεις, με τη συνήθη απόπειρα διαστροφής που χαρακτηρίζουν τις δυνάμεις του λαϊκισμού (κυρίως της αριστεράς), που φρόντισαν σχεδόν να δικαιώσουν το τόλμημα, πριν ακόμα κριθεί. Στο κάτω-κάτω, μακράν αγνότερος και ικανότερος είναι ο Θεοδωράκης από τουλάχιστον το 95% του πολιτικού μας προσωπικού. Η πανικόβλητη προσπάθεια a priori αποδόμησης είναι τόσο αστεία, όσο αστεία είναι η απόπειρα να «χρεωθεί» ο Καμίνης από τους ανθυποψηφίους του στο «μνημόνιο» και αποκλειστικά στο ΠΑΣΟΚ (ενώ είναι τοις πάσι γνωστό ότι προτάθηκε από τη ΔΗΜΑΡ και υποστηρίχθηκε από όλες τις δυνάμεις του χώρου, μέχρι τη Δράση).
Ο Θεοδωράκης δεν είναι φυσικά ο Μπέπε Γκρίλο της Ελλάδας, αυτός ο τίτλος μάλλον θα άρμοζε στον Λάκη Λαζόπουλο. Ούτε είναι το «μακρύ χέρι του συστήματος», όπως συνωμοσιολογικά αρέσκεται στο να διαπιστώνει η πέραν της ΔΗΜΑΡ αριστερά, όταν δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα φαινόμενα ή δεν βολεύεται με την προφανή ερμηνεία τους. Ακόμα περισσότερο δεν είναι ένας Τζήμερος ή θαυμαστής της Χρυσής Αυγής, καθώς δεν έχει καμία σχέση με ακραίες ή φασιστικές ιδεολογίες. Ο Θεοδωράκης μπορεί να καταφεύγει σε ένα λόγο που μπορεί να επικριθεί ως απλουστευτικός, αλλά έχει σαφές πολιτικό παρελθόν, που δεν ξεφεύγει από το πολιτικά όρια της ευρύτερης κεντροαριστεράς, και συνεπώς το ίδιο έχει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, και το εγχείρημά του.
Η προσπάθεια συγκερασμού φιλελευθερισμού και αριστεράς, άλλωστε, δεν είναι καινοφανής. Πολλοί, όπως ο Μάνος Ματσαγγάνης έχουν δώσει εξαιρετικά δείγματα γραφής ως «φιλελεύθεροι αριστεροί», χωρίς να σημαίνει ότι η σύγκριση προσώπων είναι δόκιμη. Άλλωστε, και το ίδιο το στοίχημα των 58 αυτόν τον προσανατολισμό είχε. Και ας μην προσπαθούμε να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας, υπάρχει ένα τεράστιο κομμάτι των υγιώς πολιτικά σκεπτόμενων σε αυτή τη χώρα που ασφυκτιά και ακριβώς αναζητά την ένωση όλων των δυνάμεων από τις παρυφές των φιλελευθέρων ως τις παρυφές της αριστεράς (συμπεριλαμβανομένης και της ΔΗΜΑΡ), ώστε να εκφραστούν και πολιτικά, αλλά και κυβερνητικά, με στόχο μια μετριοπαθή και ταυτοχρόνως δυναμική διέξοδο ανάμεσα στις συμπληγάδες της πόλωσης, που ονομάζονται ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Άλλωστε, αυτό απέδειξαν με την επίτευξη καθολικής αποδοχής στο χώρο, τόσο ο Γιώργος Καμίνης, όσο και ο Γιάννης Μπουτάρης, μια αιμοδοσία του πολιτικού συστήματος που έδειχνε να αρχίζει, εδώ και 4 περίπου χρόνια, αλλά δυστυχώς δεν συνεχίστηκε.
Επιδεικνύοντας μια εξαιρετική αίσθηση πολιτικού timing, ο Σταύρος Θεοδωράκης (που συζητούσε την προοπτική αυτή εδώ και ενάμιση χρόνο), εμφανίστηκε ακριβώς τη στιγμή που το ακροατήριο του χώρου του ήταν απογοητευμένο από το κεφαλοκλείδωμα Βενιζέλου στην Πρωτοβουλία των 58. (Παρεπιμπτόντως, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις, θεωρώ οτι πολύ καλά έκαναν οι 58 και αρνήθηκαν να εκτεθούν στο σταυρό. Στις συγκεκριμένες συνθήκες, οι εναπομείνασες ορδές ενός θνησιγενούς πασοκικού λαϊκισμού, που δεν έχουν πάει στο ΣΥΡΙΖΑ, θα τους κατέτρωγαν, με μεγάλη άνεση, κερδίζοντας το σωσίβιο που τόσο έχουν ανάγκη. Άλλωστε, δεν ήταν απαραίτητα αυτός ο ρόλος τους.)
Ο Θεοδωράκης απέδειξε, με μια πολύ απλή κίνηση, τα εξής: Πρώτον, ότι υπάρχει τεράστια ανάγκη για τη συμμετοχή «κανονικών» ανθρώπων στην πολιτική, και όχι «talking heads», που κινούνται μεταξύ της φιγούρας του καραγκιόζη και της ξύλινης γλώσσας του ψηφοθηρικού λαϊκισμού. Δεύτερον, ότι η υπόθεση της ενωμένης κεντροαριστεράς θα είχε πολύ καλύτερη τύχη αν δεν υιοθετούσε ένα (θεωρητικά σωστό) αξίωμα περί «μη αποκλεισμού κανενός», που όμως στην πράξη χώλαινε: Είναι σαφές ότι μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του χώρου αρνείται να ενισχύσει μια «Ελιά» που θα ηγεμονεύεται από φθαρμένους πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ. Εν ολίγοις, αρνείται να ψηφίσει το σουρεαλιστικό τοπίο ΠΑΣΟΚ+Λοβέρδος από τη μία και ΔΗΜΑΡ+Καστανίδης από την άλλη, καθώς έχει την άποψη ότι όλες αυτές οι ανταγωνιστικές προσθήκες και «ενισχύσεις» δεν αντιπροσωπεύουν πια κανέναν, και τίποτα θετικό.
Τις πρώτες ημέρες μετά την ανακοίνωση του «Ποταμιού», κάποιοι δημοσκόποι έλεγαν οτι «δεν τολμούν να πουν αυτά που βλέπουν τα μάτια τους». Η πρώτη έρευνα, με το 5,7%, δικαίωσε τις υποψίες. Βεβαίως, τα ποσοστά αυτά μπορούν άνετα να «ξεφουσκώσουν», μέχρι τις εκλογές. Μπορούν όμως και να αυξηθούν θεαματικά, αν αρθρωθεί πολιτικός λόγος και εμφανιστούν αξιόλογα πρόσωπα, όχι πλέον ως «φίλοι», αλλά ως υποψήφιοι για την Ευρωβουλή.
Στη δεύτερη περίπτωση, ακόμα κι αν η αύξηση δεν είναι θεαματική, η εμφάνιση του «Ποταμιού» θα έχει τις εξής (δυσάρεστες για όλο το πολιτικό σύστημα) επιπτώσεις: Πρώτον, λόγω της πολιτικής απήχησης ενός πολιτικού χωρίς γραβάτα, με το σακίδιο και το μπλουζάκι, στις νεαρές ηλικίες (αλλά και στις μαμάδες τους), θα κόψει έναν αέρα (έστω και του 1%) από τον ΣΥΡΙΖΑ, που ελπίζει να θριαμβολογεί την επομένη των ευρωεκλογών, ζητώντας την παραίτηση της κυβέρνησης (λόγω «αναντιστοιχίας με τη λαϊκή βούληση»). Ο Αλέξης Τσίπρας ήταν μέχρι τώρα η μόνη λύση κοντά στην αισθητική τους, αλλά δύσκολα θα μπορέσει να τους πείσει όλους ότι είναι εμφανώς ο ικανότερος, καθώς δεν έχει να επιδείξει παρά μόνο τα νιάτα του και την «εμπειρία» του από τον κομματικό σωλήνα. Ο Θεοδωράκης, αν και πενηντάρης, μοιάζει και πιο «τυπάς», και πιο πολλά πράγματα έχει κάνει με επιτυχία στη ζωή του. Κάποιος που «τα λέει καλά» έχει κάποιες πιθανότητες να «τα κάνει και καλά», σε αντίθεση με αυτόν που εκτοξεύει διαρκώς φληναφήματα.
Δεύτερον, θα στριμώξει ασφυκτικά τις πιθανότητες των υπόλοιπων κομματιών της κεντροαριστεράς να εκλέξουν ευρωβουλευτή: Το μέτρο είναι στο 4,75, αν όλα τα κόμματα το υπερβαίνουν, αλλά στην πράξη θα κινηθεί (μετά την αφαίρεση των «μικρών» κομμάτων και τη διαίρεση του εναπομείναντος ποσοστού με τις 21 εδρες) στο 3% ή λίγο παραπάνω. Έτσι, η ΔΗΜΑΡ, που οδεύει με μαθηματική ακρίβεια στην απομόνωσή της στον (κατά Σημίτη) «αριστερό κομφορμισμό», αλλά και το ΠΑΣΟΚ της κουτοπόνηρης μικροπολιτικής, κινδυνεύουν να μην εκλέξουν ευρωβουλευτή (παρά έναν ή δύο, στην καλύτερη περίπτωση), και ενδεχομένως στις επόμενες εθνικές εκλογές να αποτελέσουν πια την «εξωκοινοβουλευτική κεντροαριστερά». Κι όλα αυτά, γιατί δεν μπόρεσαν να κάνουν την υπέρβαση και να ενωθούν σε μια πραγματική «Ελιά» με άλλη ηγεσία και χωρίς βαρίδια, με στόχο τα διψήφια ποσοστά.
Τρίτον, το «Ποτάμι» θα συμπιέσει ενδεχομένως και άλλες δυνάμεις, από αυτές που παρήγαγε το κατακερματισμένο και εν ολίγοις «σουρεαλιστικό» πολιτικό μας σκηνικό. Κι αν από τη ΝΔ δείχνει να παίρνει πολύ λίγες δυνάμεις, από την όμορη παραφυάδα των ΑΝΕΛ δείχνει να αποσπά εντυπωσιακά ποσοστά, ενδεχομένως από μετανοημένους πασοκογενείς που έψαχναν να τιμωρήσουν το σύστημα «αντιμνημονιακά». Θα ήταν λογικό να αποτρέψει και κάποιους νέους από το να θαυμάσουν ανεγκέφαλα τον Ηλία Κασιδιάρη, αλλά οι πρώτες μετρήσεις δείχνουν 0% διαρροές από τους λούμπεν μικρόνοες, που αποφάσισαν να τιμωρήσουν τους εαυτούς τους (και όλους μας) ψηφίζοντας τους νεοναζί. Ίσως είναι πια αβοήθητες περιπτώσεις, χωρίς επιστροφή, ακόμα κι αν όλοι οι βουλευτές της εγκληματικής οργάνωσης βρεθούν στη «μπουζού», κατά τη δική τους έκφραση.
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση Θεοδωράκη ανοίγει ένα δρόμο, όπως άνοιξε και η Πρωτοβουλία των 58. Το αν θα ευδοκιμήσει, παραμένει άγνωστο. Αυτό που μοιάζει πια βέβαιο είναι ότι ο χώρος της κεντροαριστεράς (ή της σοσιαλδημοκρατίας, αν προτιμάτε) διψάει για πολιτική έκφραση. Κι όποιος επειχειρεί να τον αλώσει χωρίς να κομίζει το ουσιαστικό και το καινούργιο, δεν θα τα καταφέρει ποτέ..