Η κρισιμότητα των στιγμών στην Κύπρο απαιτεί μια ρεαλιστική, ορθολογιστική και ψύχραιμη αντιμετώπιση των πραγμάτων. Απαιτεί σωστή ανάλυση των εξελίξεων και καθαρές κουβέντες. Δεν επιτρέπεται πια η διαιώνιση μύθων. Επιβάλλεται να κοιτάξουμε κατάμματα την πραγματικότητα αποφεύγοντας, παράλληλα, αυτοκαταστροφικές επιλογές. Μέσα στο πλαίσιο αυτό πρέπει να τοποθετηθεί και η συζήτηση που γίνεται για ενδεχόμενη έξοδο της Κύπρου από την ευρωζώνη και τις συνέπειές αυτής. Ο Κύπριος πολίτης οφείλει να γνωρίζει ότι έξοδος από το ευρώ σημαίνει, χωρίς αμφιβολία, και έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ΕΕ είναι κατ’ εξοχήν πολιτικός οργανισμός. Επομένως, οποιαδήποτε προσέγγιση στο θέμα αυτό πρέπει να είναι κατά βάση πολιτική. Εάν περιοριστούμε μόνο σε μια νομικίστικη ή οικονομίστικη ανάλυση το πιθανότερο είναι να αποτύχουμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα και να καταλήξουμε σε λανθασμένα ή παραπλανητικά συμπεράσματα. Η έξοδος της Κύπρου από το ευρώ, με άλλα λόγια, δεν είναι απλά νομικό-διαδικαστικό ή οικονομικό θέμα. Είναι βαθύτατα πολιτικό.
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει προηγούμενο χώρας-μέλους της ΕΕ που να έχει αποχωρήσει είτε από την ευρωζώνη είτε από την ΕΕ. Από διαδικαστικής πλευράς μια χώρα-μέλος της ευρωζώνης δεν μπορεί να εκδιωχθεί ούτε να αποχωρήσει από το ευρώ. Η Συνθήκη Προσχώρησης, Άρθρο 4, προβλέπει ότι «κάθε ένα από τα νέα κράτη μέλη συμμετέχει στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση από την ημερομηνία προσχώρησης ως κράτος μέλος με παρέκκλιση κατά την έννοια του άρθρου 122 της Συνθήκης ΕΚ». Επομένως, από τη στιγμή που μια χώρα-μέλος αποφασίζει να ενταχθεί στην ευρωζώνη αναλαμβάνει τη νομική αλλά κυρίως την πολιτική δέσμευση να παραμείνει. Η συμμετοχή είναι αμετάκλητος.
Αποχώρηση από το κοινό νόμισμα μπορεί να προέλθει βίαια μετά από οικονομική κατάρρευση ή χρεοκοπία η οποία δε μπορεί να αποτραπεί ή να αντιμετωπιστεί. Με άλλα λόγια, δεν προβλέπεται «οικειοθελής» αποχώρηση από το ευρώ. Γι΄ αυτό απόψεις περί «προσωρινής αποχώρησης» και μεταγενέστερης επανόδου είναι αφελείς και εκτός ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Οι διαδικασίες εισόδου στο ευρώ είναι εξαιρετικά απαιτητικές και δεν επιτρέπουν προσεγγίσεις «λογικής ασανσέρ».
Σε αντίθεση με τους όρους συμμετοχής στην ευρωζώνη, στη Συνθήκη για την ΕΕ (Συνθήκη Λισαβώνας, 2009) προβλέπεται ρητή διαδικασία αποχώρησης από την Ένωση που περιγράφεται στο Άρθρο 50. Από τη στιγμή που ένα κράτος αποφασίσει να αποχωρήσει παύουν να ισχύουν οι Συνθήκες που ορίζουν τη συμμετοχή του και δεν έχει δικαίωμα να συμμετέχει «ούτε στις συζητήσεις ούτε στις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ή του Συμβουλίου που το αφορούν». Οι πολιτικές προεκτάσεις αυτού είναι προφανείς. Επομένως, εάν η Κύπρος, ή άλλο κράτος, αποφασίσει να αποχωρήσει από το ευρώ θα πρέπει πρώτα να κινήσει τις διαδικασίες αποχώρησης από την ΕΕ. Μόνο με έξοδο από την ΕΕ μπορεί να γίνει η έξοδος από το ευρώ.
Αλλά, παρά ταύτα, ας υποθέσουμε ότι η Κύπρος αποχωρεί από την ευρωζώνη χωρίς να φύγει από την ΕΕ. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: μπορεί να διασφαλίσει, πολιτικά, την παραμονή της στην Ένωση; Μπορεί να αντέξει τις πολιτικές επιπτώσεις μιας τέτοιας εξέλιξης; Η απάντηση είναι σαφώς αρνητική. Είναι βέβαιον ότι η πολιτική πίεση για αποχώρηση από την Ένωση θα είναι εξαιρετικά ισχυρή. Ως πολιτικός οργανισμός η ΕΕ θέλει να αποτρέψει τη δημιουργία ενός πολιτικού προηγούμενου συμμετοχής «αλά καρτ» στις ευρωπαϊκές διαδικασίες. Παράλληλα, ειδικά στην περίπτωση της Κύπρου, αποχώρηση από το ευρώ θα δώσει τη χρυσή ευκαιρία σε κάποιους (ειδικά σε όσους δεν χώνεψαν ποτέ την ένταξη της Κύπρου) να δημιουργήσουν τις πολιτικές προϋποθέσεις έτσι ώστε να υποχρεωθεί η Κύπρος να εγκαταλείψει την Ένωση ικανοποιώντας έτσι και τις τουρκικές απαιτήσεις.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι η επιλογή αποχώρησης από το ευρώ σημαίνει ταυτόχρονα επιλογή σύγκρουσης με τον ίδιο τον πυρήνα της Ένωσης και της ενοποιητικής διαδικασίας. Σε μια τέτοια περίπτωση η Κύπρος θα οδηγηθεί εκ των πραγμάτων σε πολιτική απομόνωση, σε αδυναμία συμμετοχής στην ενιαία εσωτερική αγορά και υλοποίησης τεσσάρων από τις βασικές ελευθερίες που διέπουν τον ενοποιητικό χαρακτήρα της ΕΕ: διακίνησης κεφαλαίων, προσώπων, εμπορευμάτων και υπηρεσιών. Τα πιο πάνω θα δημιουργήσουν αναπόφευκτα μια ανυπόφορη πολιτική πίεση που θα υποχρεώσει την Κύπρο να κινήσει τις διαδικασίες αποχώρησης από την Ένωση.
Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, όμως, η Κύπρος χρειάζεται περισσότερη όχι λιγότερη Ευρώπη. Επομένως, αντί να εξετάζονται σενάρια αυτοκαταστροφής, όπως αυτό της εξόδου από το ευρώ, πιο σοφό και επείγον είναι να διαμορφωθεί μια στρατηγική για πιο ουσιαστική και ενεργητική συμμετοχή της Κύπρου στα όργανα και στις διαδικασίες της ΕΕ. Προς αυτή την κατεύθυνση η κυπριακή κυβέρνηση και οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει: (α) να σχεδιάσουν μια πολιτική βελτίωσης και εμβάθυνσης της θέσης της Κύπρου στην ΕΕ. Η απόφαση του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη για προώθηση της αίτησης ένταξης στον Συναιτερισμό για την Ειρήνη του ΝΑΤΟ είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. (β) Μετά από ένα αναγκαίο αλλά σύντομο διάστημα ανασυγκρότησης και προετοιμασίας, πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και ώθηση στις προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού με ισχυρότερη εμπλοκή της ΕΕ.
Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ συνιστά στρατηγικής σημασίας επιτυχία η οποία πρέπει, πάση θυσία, να θωρακιστεί. Η Κύπρος ανήκει στην ΕΕ. Παρά την απογοήτευση ακόμα και την οργή με τους ευρωπαίους εταίρους, εάν εγκαταλείψει την Ένωση οι συνέπειες, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, θα είναι ανυπολόγιστες για την Κύπρο αλλά και την Ελλάδα. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα αποτελέσει ένα ιστορικό πισωγύρισμα. Στόχος, λοιπόν, πρέπει να παραμείνει, μέχρι τέλους, η ευρωπαϊκή, ενωμένη Κύπρος.
*Ο Παναγιώτης Ιωακειμίδης είναι Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο Φίλιππος Σαββίδης είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο College Year in Athens.