Η προχθεσινή Συμφωνία απέτρεψε μεν την άμεση χρεοκοπία, αλλά από μόνη της δεν παρέχει καμιά εγγύηση ότι η ελληνική οικονομία θα βγει από το αδιέξοδο της ύφεσης. Και αν δεν βγει από την ύφεση δεν θα καταφέρει να κάνει την εξυπηρέτηση του χρέους βιώσιμη και μοιραία θα ενταθούν οι απροκάλυπτες πλέον πιέσεις για έξοδο από την Ευρωζώνη.
Τα έλεγαν και οι ίδιοι
Μην νομίσει κανείς ότι αυτά δεν τα βλέπουν και τα επιτελεία των δανειστών. Ήδη από το περασμένο φθινόπωρο η Έκθεση της Κομισιόν προειδοποιούσε η ότι η συρρίκνωση των μισθών θα προκαλέσει ασφυξία ρευστότητας σε όλη την οικονομία, ενώ ακόμα και η Έκθεση του ΔΝΤ εκτιμούσε ότι η φορολογική συμπίεση οδηγεί σε κατάπτωση και τα εισοδήματα και την ψυχολογία των πολιτών. Αντί όμως να αναζητηθούν τρόποι ανόρθωσης και ανάπτυξης προκρίθηκε μόνο η πραγματοποίηση και άλλων μεταρρυθμίσεων ώστε να συσσωρευτεί «κρίσιμη μάζα» ικανή να τραβήξει την οικονομία έξω από την ύφεση. Και φυσικά την έριξε σε ακόμα μεγαλύτερη.
Το τελευταίο διάστημα, η μόνη οικονομική είδηση είναι πόσο άλλο μεγαλώνει η ύφεση για το 2011. Η χρονιά είχε ξεκινήσει με -2%, μετά πήγε -4% και ο Προϋπολογισμός την εκτιμούσε -5,5%. Την περασμένη εβδομάδα πήγε -6%, προχθές -6,8% και την επόμενη θα προσγειωθεί στο -7%. Δεν υπάρχει μεταπολεμικά άλλη χώρα στην Ευρώπη με τέτοιο κρεσέντο κατάρρευσης της πραγματικής οικονομίας.
Η υφεσιακή εκτόξευση του χρέους
Η επίπτωση στην εικόνα του χρέους είναι δραματική και δεν χρειάζεται να είναι κανείς κεϋνσιανός για να πανικοβληθεί. Ακόμα και γνωστοί φιλελεύθεροι οικονομολόγοι, όπως ο Feldstein, προειδοποιούν πλέον ότι με την ελληνική οικονομία να συρρικνώνεται θα είναι αδύνατη η βιωσιμότητα του χρέους της, (άρθρο στο τρέχον τεύχος του Foreign Affairs).
Αθροιστικά την περίοδο 2009-2012 η συρρίκνωση της οικονομίας είναι πάνω από το 16% του ΑΕΠ, δηλαδή μια απώλεια περίπου 35 δισεκ. Ευρώ. Μπορεί εύκολα να σκεφτεί κανείς πόσο θα είχε βοηθήσει τα ελλείμματα, την απασχόληση και την ρευστότητα εάν αυτά τα χρήματα υπήρχαν στην οικονομία. Η πιο σημαντική επίπτωση θα ήταν όμως στο χρέος και αρκεί να κάνει κανείς την εξής σύγκριση:
Αν η οικονομία βρισκόταν σε απόλυτη στασιμότητα (ούτε καν ανάπτυξη) και απλώς είχε γλυτώσει την βαθειά συρρίκνωση, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα ήταν σήμερα χαμηλότερο κατά 25%. Για να υπάρχει σύγκριση, ας σκεφτεί κανείς πως όταν το PSI ολοκληρωθεί, το χρέος θα μειωθεί κατά 40% το 2020 σύμφωνα με τις αισιόδοξες προβλέψεις!
Για ένα Σχέδιο Άμεσης Ανάπτυξης
Το ερώτημα είναι βέβαια πώς κανείς το αντιμετωπίζει. Η ιστορική εμπειρία πολλών χωρών και τα δύο τελευταία χρόνια της δικής μας έχει δείξει ότι η ύφεση δεν φεύγει με μέτρα που οδηγούν την οικονομία σε περαιτέρω καθίζηση, ούτε οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν όταν τα αδιέξοδα πολλαπλασιάζονται.
Στην πραγματικότητα το νέο Μνημόνιο όχι μόνο δεν θα διευκολύνει, αλλά θα δυσχεράνει την προώθηση αλλαγών που πράγματι έχει ανάγκη η χώρα. Οι μεγάλες κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλεί θα αξιοποιηθούν εύκολα για να οχυρωθούν όσοι αρνούνται την ανάγκη προσαρμογής.
Η αδυναμία προσαρμογής του δημόσιου τομέα θα οδηγήσει σε νέα επέλαση περικοπών στους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι ταυτόχρονα δοκιμάζονται από την έκρηξη των απολύσεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα φουντώνει η αβεβαιότητα των νοικοκυριών, κλονίζεται η αγοραστική τους δύναμη και η ύφεση βαθαίνει χωρίς φρένο. Ακόμη και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν με πολύ κόπο – όπως στο Ασφαλιστικό και στα φορτηγά – δεν αποδίδουν όσο θα μπορούσαν γιατί παγιδεύονται στην ύφεση.
Η ύφεση σήμερα δυστυχώς είναι τόσο βαθιά που δεν αντιμετωπίζεται πλέον με επί μέρους σωστές κινήσεις αλλά μόνο με μια ώθηση ικανή να μεταδώσει μια μαζική αίσθηση αλλαγής κλίματος. Παρά τις ορθές επισημάνσεις πολλών ότι πρέπει να αλλάξουμε παραγωγικό μοντέλο και τις αυταπάτες μερικών άλλων ότι πρέπει πρώτα «να μας στρώσουν οι ξένοι», η Ιστορία διδάσκει το ακριβώς αντίστροφο: ότι πρώτα βγαίνεις από την ύφεση και πάνω στην πορεία ανάκαμψης εμπεδώνεις τις μεταρρυθμίσεις και αλλαγές.
Σήμερα αυτό μπορεί να γίνει μόνο από ένα κύμα άμεσης ανάθεσης μεγάλων έργων με εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση από τα 17 δισ. Ευρώ του λεγόμενου «νέου σχεδίου Μάρσαλ» που εγκρίθηκε πρόσφατα και από το Ευρωκοινοβούλιο. Η κυβέρνηση Παπαδήμου πρέπει να αναλάβει την άμεση διαδικασία ανάθεσης και κατασκευής των έργων, αναπληρώνοντας γρήγορα την μεγάλη καθυστέρηση των προηγουμένων ετών. Για επιτάχυνση, να έλθει σε συνεννόηση με την «Ομάδα Κρούσης» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η οποία πρέπει να αναβάλλει για λίγο την βαρύγδουπη κατήχηση προς τους «ανεπίδεκτους έλληνες» και να πάρει πιο πρακτικές πρωτοβουλίες.
Επειδή μάλιστα αργά ή γρήγορα θα χρειαστούν παρόμοιες πολιτικές και για τις άλλες δυσπραγούσες χώρες, θα ήταν καλύτερο να δημιουργηθεί ένα «Εκτακτο Ταμείο Ανάπτυξης του Νότου» κατευθύνοντας τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε πραγματικά αναπτυξιακά έργα από οδικούς άξονες και βιολογικούς καθαρισμούς έως λιμάνια, πάρκα μικρομεσαίων και επενδύσεις σε εξαγωγικές επιχειρήσεις. Έτσι θα ανορθωθεί και η ανταγωνιστικότητα των Μεσογειακών χωρών της Ευρωζώνης χωρίς την κατεδάφιση των μισθών και τα βάναυσα πειράματα εσωτερικής υποτίμησης.
Η ανάπτυξη, ευκαιρία για μια ύστατη συνεννόηση
Επιπλέον μια στρατηγική ανάπτυξης μπορεί να προσφέρει την στιγμή αυτή και την μόνη ελπίδα που απέμεινε στην Ελλάδα για να επουλώσει τις εσωτερικές διαιρέσεις και να επιτρέψει την διαμόρφωση ενός εθνικού μετώπου απέναντι στην δημαγωγία των ξένων εναντίον της.
Η Ελλάδα δεν θα αντέξει για πολύ να αμύνεται στις πιέσεις, τις επιθέσεις και τους χλευασμούς των σκληροπυρηνικών της Ευρωζώνης και ταυτόχρονα να δοκιμάζεται από μια εγκάρσια εσωτερική αναμέτρηση. Χρειάζεται μια διπλή στρατηγική συνεννόησης στο εσωτερικό και αντεπίθεσης στο εξωτερικό. Για λίγο ακόμα αυτό θα είναι εφικτό.
Οι πολιτικές δυνάμεις που αντιτίθεται στο Μνημόνιο θα την δεχτούν γιατί θα δημιουργήσει πολλές θέσεις εργασίας, για τον κόσμο της οποίας διακηρύσσουν ότι μάχονται και στο όνομα του καταδικάζουν την λιτότητα. Οι δυνάμεις που υποστηρίζουν την αναγκαιότητα του Μνημονίου για να αποφευχθεί η χρεοκοπία, θα την αποφύγουν καλύτερα αν βελτιωθεί το εισόδημα των πολιτών και μειωθεί ο φόβος της κατάρρευσης.
Θα είναι επίσης και ένα ακαταμάχητο επιχείρημα για όσους στην Ευρωπαϊκή Ένωση θέλουν πράγματι να βοηθήσουν την Ελλάδα, μέσα στον ορυμαγδό απαξίωσης της.
Οι μόνοι που θα αντιδράσουν σε ένα σχέδιο ανάπτυξης και ανόρθωσης είναι όσοι θέλουν να εξωθήσουν την Ελλάδα εκτός Ευρώ, μέσα από ένα καθεστώς βίας, οικονομικής εξουθένωσης και κοινωνικής απόγνωσης. Πιστεύω όμως ότι δεν πρέπει να αφήσουμε να τους γίνει το χατίρι, είτε κάνουν τα σχέδια τους στην καμμένη Αθήνα, είτε στις απαστράπτουσες αίθουσες άλλων πρωτευουσών.
*Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.